Καθώς ξεκίνησαν την περασμένη Δευτέρα οι αιτήσεις για τα… προεκλογικά χαμηλότοκα δάνεια του περιβόητου προγράμματος «Στέγη», πλημμύρισαν τα κανάλια από διαφημίσεις τραπεζών που συμμετέχουν στο πρόγραμμα της ΔΥΠΑ και συναγωνίζονται για το ποια θα πείσει τους ενδιαφερόμενους να προτιμήσουν τη δική της προσφορά (ανάλογα με το κυμαινόμενο επιτόκιο). Ταυτόχρονα, οργιάζει η προπαγάνδα της στριμωγμένης κυβέρνησης, που νομίζει πως βρήκε ευκαιρία για να πουλήσει στους εργαζόμενους φύκια για μεταξωτές κορδέλες, φορτώνοντάς τους με νέα χρέη, που καλούνται να πληρώσουν σε χρονικό ορίζοντα δεκαετιών.
Πρώτος από όλους ο σούπερμαν του νεοφιλελευθερισμού Κωστής Χατζηδάκης, ο οποίος δήλωσε πως «στόχος μας είναι η εξασφάλιση προσιτής και ποιοτικής στέγης σε χιλιάδες νέους και ευάλωτα νοικοκυριά με χρήση ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων, με αξιοποίηση δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας και με “οδηγό“ τις αντίστοιχες πρακτικές που εφαρμόζονται στην ΕΕ» (Δελτίο Τύπου 31 Μάρτη). Ο υπουργός Επικρατείας, πρώην γενικός διευθυντής του ΣΕΒ, Ακης Σκέρτσος, δήλωσε πως «το κόστος εξυπηρέτησης του δανείου που θα πάρουν από την τράπεζα χάρη στην κρατική επιδότηση είναι χαμηλότερο από το ενοίκιο που θα πλήρωναν. Αυτή είναι η προστιθέμενη αξία του προγράμματος που ξεκινά. Στόχος της δικής μας πολιτικής είναι να μειώσουμε τα κόστη αυτά και να κάνουμε πολύ πιο εύκολη τη ζωή των πολιτών, ώστε να επιλέγουν να ζουν, να δημιουργούν και να βιοπορίζονται στην Ελλάδα, να αισθάνονται ξανά –και ειδικά οι νέοι- ότι η Πολιτεία είναι στο πλευρό τους».
Αξίζει να σημειωθεί, ότι όπως εξηγούσαμε πριν από ένα μήνα σε σχετικό δημοσίευμα, τα στεγαστικά δάνεια που επιχορηγεί η ΔΥΠΑ απευθύνονται σε πολύ λίγους. Οι ίδιοι οι κυβερνητικοί κάνουν λόγο για 10.000 δικαιούχους. Οπως μας πληροφορεί το προπαγανδιστικό κείμενο των 24 ερωταπαντήσεων του υπουργείου Εργασίας (την ταχτική να ρωτάνε και να απαντάνε… μόνοι τους για σημαντικά ζητήματα τη συνηθίζουν πολύ τελευταία), στην 7η απάντηση, «το ετήσιο εισόδημα πρέπει να είναι τουλάχιστον 10.000 ευρώ ενώ το μέγιστο, εκείνο που ισχύει για την καταβολή του επιδόματος θέρμανσης. Από εκεί και πέρα, το μέγιστο εισόδημα που απαιτείται, ποικίλει ανάλογα με την κατηγορία που ανήκουν οι δικαιούχοι. Για νέους άγαμους είναι 16.000 ευρώ, για ζευγάρια είναι 24.000 ευρώ, συν 3.000 ευρώ ανάλογα με τον αριθμό τέκνων, ενώ για μονογονεϊκές οικογένειες το όριο αυτό ανεβαίνει στις 27.000 ευρώ, συν 3.000 ευρώ για τον αριθμό τέκνων, πέραν του πρώτου». Εδώ να θυμίσουμε ότι αυτά τα εισοδηματικά κριτήρια είναι αντίστοιχα με αυτά που βάλανε με το νομοθετικό έκτρωμα «Δουλειές Ξανά».
Οσον αφορά την επιδότηση του δανείου, αν το σπίτι έχει εμπορική αξία 100.000 ευρώ, οι δικαιούχοι θα πάρουν δάνειο έως 90.000 ευρώ, και θα πρέπει να βάλουν αμέσως οι ίδιοι ένα ποσό της τάξης των 10.000 ευρώ, αν έχει 120.000 ευρώ, θα βάλουν 12.000 ευρώ κ.ο.κ. Το πρόγραμμα, κόστους 500 εκατ. ευρώ, θα χρηματοδοτηθεί κατά 375 εκατ. ευρώ από το κράτος και κατά 125 εκατ. ευρώ από τις τράπεζες. Δηλαδή, τη στιγμή που το εισόδημα των εργαζομένων συρρικνώνεται συνεχώς, που ο κατώτατος μισθός πείνας θα πάρει αύξηση μόνο 7,05%, που το κύμα ακρίβειας στην αγορά δεν λέει να κοπάσει, όταν ακόμα και τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ κάνουν λόγο για 15% αύξηση στα βασικά είδη διατροφής, την ενέργεια και τα καύσιμα, με αποτέλεσμα το εισόδημα να εξανεμίζεται από τα μισά του μήνα, αυτοί «πιστεύουν» ότι οι εργαζόμενοι θα… τρέξουν να πάρουν στεγαστικό δάνειο, ακουμπώντας τις όποιες οικονομίες τους, επειδή οι δόσεις που θα πληρώνουν θα είναι τάχα «φθηνότερες» από τα ενοίκια!
Ποιες είναι οι δόσεις; Αυτή τη φορά, οι ιθύνοντες του υπουργείου Εργασίας αποφάσισαν να γίνουν πιο συγκεκριμένοι. Στην 1η ερωταπάντηση, αναφέρουν μεταξύ άλλων πως, «ενδεικτικά, για δάνειο ύψους 100.000 ευρώ με διάρκεια αποπληρωμής 30 χρόνια και επιτόκιο 5,8% η μηνιαία δόση διαμορφώνεται κανονικά στα 587,52 ευρώ ενώ με την επιδότηση μειώνεται στα 342,87 ευρώ (όφελος είναι 244,65 ευρώ το μήνα ή 2.935 ευρώ το χρόνο), ενώ για τρίτεκνους-πολύτεκνους η δόση περιορίζεται στα 277,78 ευρώ (όφελος 309,74 ευρώ το μήνα ή 3.716,88 ευρώ το χρόνο). Αντίστοιχα, για το ίδιο δάνειο, με μικρότερη περίοδο αποπληρωμής (20 χρόνια), η μηνιαία δόση από 705,63 ευρώ περιορίζεται στα 480,39 ευρώ (όφελος 225,24 ευρώ ή 2.702 ευρώ το χρόνο, ενώ για τρίτεκνους-πολύτεκνους η δόση μειώνεται στα 416,67 ευρώ (όφελος 288,96 ευρώ ή 3.467,52 ευρώ το χρόνο).
Και όλα αυτά, βέβαια, χωρίς να παίρνουμε υπόψη ότι το δάνειο αυτό μπορεί να… κοκκινίσει μέχρι την τελική αποπληρωμή του από τους δικαιούχους. Γιατί, εκτός των άλλων, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, πως όσο μεγαλύτερη είναι η εμπορική αξία του ακινήτου, μέχρι τις 200.000 ευρώ που είναι το όριο που βάζει ο νόμος του Χατζηδάκη, τόσο θα ανεβαίνει και η δόση του.
Πωλούνται και… ακίνητα πεντηκονταετίας!
Οσο για τα διαθέσιμα ακίνητα που υπάρχουν στην αγορά για τους δικαιούχους του προγράμματος, τα τετραγωνικά και οι τιμές τους, στην 5η παράγραφο της ανακοίνωσής του το… υπουργείο-γραφείο Real Estate μάς ενημερώνει: «Στην μεγάλη πλειονότητα των περιοχών, τόσο στο κέντρο όσο και στα προάστια αλλά και στην περιφέρεια υπάρχουν διαθέσιμα ακίνητα με αυτά τα χαρακτηριστικά (Αυτό πιστοποιείται και από πρόσφατη έρευνα – με αφορμή την ανακοίνωση του προγράμματος των στεγαστικών δανείων – που πραγματοποίησε δίκτυο μεσιτικών γραφείων. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή τα διαθέσιμα προς πώληση σπίτια εμβαδού 75-150 τ.μ. και αξίας έως 200.000 ευρώ αποτελούν το 60% του συνόλου στο κέντρο, 74% στα δυτικά προάστια, 59% στον Πειραιά, 19% στα νότια, 5% στα βόρεια και 38% στα ανατολικά προάστια».
Οπως πάντα, φυσικά, οι ιθύνοντες του υπουργείου Εργασίας δεν αναφέρουν την πηγή της περιβόητης «έρευνας», δηλαδή το… αόρατο «δίκτυο» μεσιτικών γραφείων που την έκανε, ούτε δίνουν αναλυτικά τα στοιχεία της, ώστε να μπορούν να επιβεβαιωθούν. Ακόμη, δεν αναφέρονται αναλυτικά στην ηλικία αυτών των διαμερισμάτων. Αυτή μπορεί να ξεκινάει από κτίσματα 15 χρόνων, με βάση την προϋπόθεση που βάζει ο νόμος τους, αλλά κάποια από αυτά μπορεί να φτάνουν και την… πεντηκονταετία.
Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά σε αγγελίες αγοράς διαμερισμάτων, όπου θα βρει ότι υπάρχουν πιο καινούργιες γκαρσονιέρες στις περιοχές γύρω από το κέντρο της Αθήνας, που η τιμή τους κυμαίνεται στις 65.000, 80.000 ή και 100.000 ευρώ και άνω, για να έχει ένα μέτρο. Τότε θα καταλάβει σε τι διαμερίσματα θα στεγαστεί μια οικογένεια που θα καταφύγει στα περιβόητα «χαμηλότοκα» δάνεια, αναζητώντας ένα σπίτι 150 τετραγωνικών που θέτει ο νόμος Χατζηδάκη! Δηλαδή, σύμφωνα με το φιλόδοξο πρόγραμμα «Στέγη», τα νέα ζευγάρια, καλούνται να χρεωθούν για χρονικό ορίζοντα μέχρι 30 χρόνων, προκειμένου να αγοράσουν ένα σπίτι που η ηλικία του φτάνει τον… μισό αιώνα!
Στη δεύτερη παράγραφο της ανακοίνωσής τους, αναφέρονται σε άλλα τρία προγράμματα για την κατοικία, τα οποία παρουσιάζουμε το καθένα ξεχωριστά.
Πρόγραμμα «Ανακαινίζω – νοικιάζω»
Το συγκεκριμένο πρόγραμμα απευθύνεται άμεσα στους ιδιοκτήτες κλειστών κατοικιών με εμβαδόν μέχρι 100 τ.μ., με ετήσιο εισόδημα έως 40.000 ευρώ και ακίνητη περιουσία έως 300.000 ευρώ, και παρέχει επιδότηση 40% της δαπάνης επισκευής και ανακαίνισης έως 10.000 ευρώ, με προϋπόθεση την εκμίσθωση του ακινήτου για τουλάχιστον τρία χρόνια.
Η επιδότηση, βέβαια, αφορά μόνο ένα μέρος της δαπάνης για την ανακαίνιση από τους μικροϊδιοκτήτες (τα υπόλοιπα από την τσέπη τους…), ενώ αφορά σχετικά λίγους, αφού σύμφωνα με το άρθρο 9 (παρ. 2δ) του νόμου 5006/2022, απαραίτητη προϋπόθεση είναι το ακίνητο να εμφανίζεται ξενοίκιαστο στην εφορία για τρία χρόνια, οι δικαιούχοι πρέπει να μην έχουν λάβει επιδότηση για πέντε χρόνια (παράγραφος 2ε), ενώ δεσμεύονται να το νοικιάσουν ανακαινισμένο για τρία χρόνια (παράγραφος 3β).
Πρόγραμμα «Κάλυψη»
Αυτό αφορά στη μίσθωση από το Δημόσιο ιδιωτικών κατοικιών που συμμετείχαν στο πρόγραμμα «Εστία» για τη στέγαση μεταναστών και τη διάθεσή τους σε ευάλωτους νέους και νέα ζευγάρια. Το πρόγραμμα αυτό απευθύνεται επίσης σε πολύ λίγους, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου, αφορά 2.500 ωφελούμενους 25 έως 39 ετών, που είναι δικαιούχοι του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (πρώην ΚΕΑ), που θα στεγαστούν σε 1.000 ακίνητα που πρόκειται να αξιοποιηθούν.
«Κοινωνική Αντιπαροχή» ή αλλιώς… ΣΔΙΤ με τους εργολάβους!
Μέσω αυτού του προγράμματος, ιδιώτες αναλαμβάνουν να κατασκευάσουν κτίρια κατοικιών με αντάλλαγμα την εκμετάλλευσή τους για ορισμένο χρονικό διάστημα και παράλληλη υποχρέωση «να εκμισθώνουν ένα μέρος τους σε προσιτές τιμές». Ουσιαστικά, πρόκειται για μια ακόμα ΣΔΙΤ του κράτους με τους εργολάβους των κατασκευαστικών εταιριών. Οπως αναφέραμε σε παλιότερο δημοσίευμα, «η ΔΥΠΑ παραχωρεί το αδόμητο οικόπεδο στο οποίο ο ανάδοχος που θα επιλέγεται μετά από διαγωνισμό, θα αναλαμβάνει να κατασκευάσει με βάση τις προδιαγραφές που προβλέπει η προκήρυξη, σύγχρονα κτίρια κατοικιών και εμπορικών χρήσεων. Ο μέγιστος χρόνος της παραχώρησης θα ορίζεται από τη ΔΥΠΑ (σ.σ. δεν βάζουν δηλαδή κανένα συγκεκριμένο χρονικό όριο!) με βάση τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές πρακτικές ενώ το ποσοστό εκμετάλλευσης του αναδόχου θα κυμαίνεται μεταξύ 30 και 60%, με σκοπό να διασφαλίζεται το δημόσιο συμφέρον, αλλά και το πρόγραμμα να είναι ελκυστικό για τους ιδιώτες κατασκευαστές να ανεγείρουν σύγχρονες ποιοτικές κοινωνικές κατοικίες».
Την ίδια ώρα που οι εργατικές οικογένειες καλούνται να πληρώνουν τις δόσεις των χαμηλότοκων δανείων από τον πενιχρό μισθό τους ή τα «φτηνά» ενοίκια, οι εργολάβοι θα κάνουν χρυσές δουλειές από το «ελκυστικό» αυτό πρόγραμμα! Από πού θα επιδοτηθούν όμως αυτά τα προγράμματα;
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία 10 χρόνια, που δεν υπήρχε οποιαδήποτε στεγαστική πολιτική, οι εργαζόμενοι εξακολουθούσαν να καταβάλλουν εισφορές υπέρ του τέως Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) και του τέως Οργανισμού Εργατικής Εστίας (ΟΕΕ), οι οποίες τώρα πηγαίνουν (μέσω των κρατήσεων του ΕΦΚΑ) στη ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ), που πανηγυρίζει με ανακοινώσεις για το πλεόνασμα που παρουσιάζει το πρόγραμμα «Δημόσιας Στέγασης», χάρη σε αυτές ακριβώς τις εισφορές. Για το 2020 π.χ. ο Οργανισμός είχε αποταμιεύσει κονδύλια για τη στέγαση ύψους 630.196.072 ευρώ!
Από την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ, που κυβέρνησε και αυτός εκείνη την περίοδο, εμφανίζεται να ασκεί κριτική στα κυβερνητικά μέτρα. Πόσο διαφέρουν όμως επί της ουσίας οι δικές του προτάσεις από την κυβερνητική πολιτική των χαμηλότοκων στεγαστικών δανείων; Οπως ανέφερε η Θεανώ Φωτίου, αναπληρώτρια τομεάρχης για την Κοινωνική Αλληλεγγύη του ΣΥΡΙΖΑ, στις 13 Δεκέμβρη του 2022, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή, η «Τράπεζα Στέγης» του ΣΥΡΙΖΑ αποτελείται από: «α) κενά, ανεκμετάλλευτα κτίρια του δημοσίου, των Δήμων, της Εκκλησίας και μη κερδοσκοπικών φορέων κοινωφελούς σκοπού (σωματεία, ιδρύματα, κληροδοτήματα, κ.λπ.) για αγορά ή ενοικίαση, β) κενά εγκαταλελειμμένα κτίρια ιδιωτών σε διάφορους Δήμους (κατοικίες ή άλλων χρήσεων, εφόσον μετατρέπονται εύκολα σε κατοικίες) για αγορά ή ενοικίαση, γ) κυρίως όμως από κατοικίες και διαμερίσματα ιδιωτών που θα τις διαθέσουν στην Τράπεζα Στέγης προς ενοικίαση με μειωμένες τιμές για 3, 5 ή 8 χρόνια χάρη σε ένα ελκυστικό πακέτο που θα τους δοθεί από το κράτος».
Στη συνέχεια ανέφερε πως το πακέτο θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, «φοροελαφρύνσεις, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και φόρου ενοικίου», που είδαμε πολύ καλά πόσο… τα εφάρμοσε την τετραετία διακυβέρνησης ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ όλοι θυμούνται και τους πλειστηριασμούς κατοικιών που είχαν ξεκινήσει! Μήπως όταν μιλάνε για ακίνητα που θα δίνονται για «αγορά» από την «Τράπεζα Στέγης», δεν αναφέρονται και αυτοί σε δάνεια; Οσο για την επιδότηση ενοικίου σε νέα ζευγάρια, ζητάνε μόνο να ανέβει το εισοδηματικό όριο «από 7.000€ σε 10.000€ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και από 17.500€ σε 25.000€ για ζευγάρι με 2 παιδιά», να διπλασιαστεί η επιδότηση σε σχέση με το γενικό πληθυσμό κλπ.
Οι προεκλογικές εξαγγελίες δεν κοστίζουν τίποτα. Αντίθετα, μπορεί να φέρουν ψήφους. Ομως η ουσία του θέματος είναι πιο βαθιά.
Η λεγόμενη στεγαστική πολιτική με τα επιδοτούμενα χαμηλότοκα δάνεια, μια λογική την οποία έχουν καλλιεργήσει εδώ και δεκαετίες όλα ανεξαιρέτως τα αστικά κόμματα, αλλά και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, επιβαρύνει συνολικά την ίδια την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους (που εκτός των άλλων πληρώνουν και εισφορά στη ΔΥΠΑ -μέσω ΕΦΚΑ- για την περιβόητη «στεγαστική πολιτική»), φορτώνοντας στο ίδιο τους το εισόδημα τα έξοδα στέγασης, με αποτέλεσμα να πέφτει η αξία της εργατικής δύναμης, που αποτελεί τη βάση για τις μισθολογικές διεκδικήσεις.
Οι ανάγκες στέγασης, όπως έχουμε εξηγήσει πολλές φορές, αποτελούν κομμάτι της αξίας της εργατικής δύναμης (χωρίς στέγη, όπως και χωρίς τροφή κτλ ο εργάτης δεν μπορεί να παραγάγει υπεραξία), γι’ αυτό και πρέπει να βαραίνουν εξ ολοκλήρου το κεφάλαιο.