Ο Φίλιππος, ο σύζυγος της Ελισάβετ, μισούσε την Ελλάδα. Ηταν μέλος της βασιλικής φαμίλιας που οι ξένοι φύτεψαν στη χώρα μας και απομυζούσε τον ελληνικό λαό. Το διώξιμο των Γλίξμπουργκ το 1974 βάθυνε το μίσος του. Το πέρασε και στη σύζυγό του, που ποτέ δεν επισκέφτηκε επίσημα την Ελλάδα. Ηθελε να την υποδεχτεί βασιλιάς και όχι πρόεδρος της Δημοκρατίας κι αφού βασιλιάς δεν υπήρχε, έδειξε στους έλληνες αστούς πολιτικούς τον κώλο της. Και το κράτησε το γινάτι μέχρι το τέλος, όπως και το… τσολιαδάκι ο Φίλιππος.
Η Ελισάβετ είχε και έναν επιπλέον λόγο. Ελληνική διάλεκτο μιλούσαν οι Κύπριοι που ξεσηκώθηκαν τη δεκαετία του ’50 στην αποικία του στέμματος.
Το 1953, η Πάφος ήταν η μόνη κυπριακή πόλη που δε γιορτάστηκε η στέψη της Αλισαβούς, όπως την έλεγαν οι Κύπριοι. Ενας 15χρονος μαθητής, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, σκαρφάλωσε στον ιστό και κατέβασε τη βρετανική σημαία από το σχολείο του. Ακολούθησε ξεσηκωμός όλων των μαθητών και προκειμένου να μη γίνει ματοκύλισμα τη μέρα της στέψης της αυτής μεγαλειότητας, η αγγλική διοίκηση έδωσε εντολή να μην ασκηθεί ένοπλη πίεση στον πληθυσμό, όπως είχε γίνει στις άλλες κυπριακές πόλεις.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο 19χρονος Παλληκαρίδης, αντάρτης πλέον, απαγχονίστηκε από τους βρετανούς κατακτητές. Ηταν ο τελευταίος κύπριος αγωνιστής που απαγχονίστηκε. Η Ελισάβετ αρνήθηκε πεισματικά να του δώσει χάρη, παρά τις εκκλήσεις που έγιναν από όλο τον κόσμο (μεταξύ αυτών και 40 βουλευτών των Εργατικών). Σιγά μην έδινε χάρη σε κάποιον που είχε αρνηθεί να γιορτάσει τη στέψη της,
Οι πρώτοι που άνοιξαν το μακάβριο χορό των απαγχονισμών ήταν ο 22χρονος Μιχαλάκης Καραολής και ο 21χρονος Ανδρέας Δημητρίου. Η Ελισάβετ αρνήθηκε και πάλι να τους δώσει χάρη, παρά τις εκκλήσεις που έγιναν από προσωπικότητες σε όλο τον κόσμο. Εγραφε ο Αλμπέρ Καμί σε άρθρο του στην L’Express: «Για μια ακόμη φορά, η ταπεινή διεκδίκηση ενός λαού που παρέμεινε επί χρόνια βωβή και φιμώθηκε ευθύς μόλις θέλησε να εκφραστεί, ξεσπά τώρα σε εξέγερση. Για μια ακόμη φορά, η τυφλή καταπίεση προηγήθηκε της εξέγερσης. […] Τώρα έρχεται η ώρα των μαρτύρων που ακούραστοι, όπως και οι καταπιεστές, κατορθώνουν να επιβάλουν σε έναν αδιάφορο κόσμο τη διεκδίκηση ενός λαού ξεχασμένου από όλους, εκτός από τον εαυτό του. […] Οι φίλοι της Αγγλίας την καλούν πρώτοι να σώσει, κατά πρώτο λόγο, τον Μιχαήλ Καραολή και ύστερα να του αποδώσει ελεύθερη την τρισχιλιετή πατρίδα του…». Σιγά μην άκουγαν η βρετανική κυβέρνηση και η Ελισάβετ τον… κάθε Καμί. Αφού σκότωσαν τους δυο νέους, τους έθαψαν μέσα στη φυλακή, αρνούμενοι να παραδώσουν τις σορούς τους στις οικογένειές του, για να μην μετατραπούν οι κηδείες σε αντικατοχικές διαδηλώσεις.
Αναφέρουμε αυτά τα λίγα (χωρίς να μιλήσουμε για τα μαζικά βασανιστήρια, την τρομοκράτηση του πληθυσμού κτλ.), για να πούμε πως η ελληνική αστική τάξη θα έπρεπε να είναι λίγο συγκρατημένη στους θρήνους και στα τιμητικά λόγια για την Ελισάβετ που χθες απάλλαξε τον πλανήτη από τη ρυπαρή παρουσία της. Δεν μπορείς, όμως, να ζητάς ήθος από μια τάξη που ιστορικά συνδέθηκε με την Αγγλοκρατία, προτού αυτή παραχωρήσει τη θέση της στην Αμερικανοκρατία.
Οταν πέθανε η Θάτσερ, στις παμπ των εργατογειτονιών της Βρετανίας στήθηκαν ξέφρενα πάρτι. Οι βρετανοί εργάτες δεν έκρυψαν τα αισθήματά τους για τη μέγαιρα του νεοφιλελευθερισμού. Η πολιτική ηγεσία και τα ΜΜΕ της αστικής Ελλάδας δεν είναι σε θέση ούτε καν να αυτοσυγκρατηθούν, σε ανάμνηση τουλάχιστον των εγκλημάτων ενάντια σε Ελληνες, με τα οποία είναι συνδεδεμένη η μέγαιρα της βρετανικής ιμπεριαλιστικής νεοαποικιοκρατίας.