H απόφαση του αρχηγού της μπατσαρίας, κατ’ εντολήν της κυβέρνησης Μητσοτάκη και του αρμόδιου υπουργού Χρυσοχοΐδη, για επί τετραήμερον απαγόρευση οποιασδήποτε συγκέντρωσης άνω των τεσσάρων ατόμων σε όλη τη χώρα, είναι προδήλως αντισυνταγματική. Αναστέλλονται τα άρθρα 5 και 11 του ισχύοντος αστικού Συντάγματος, με απόφαση του αρχηγού της Αστυνομίας!
Η χώρα τίθεται σε κατάσταση πολιορκίας. Αυτό όμως, σύμφωνα με το άρθρο 48 του ίδιου Συντάγματος, μπορεί να γίνει μόνο «σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος». Και μόνο με απόφαση της Βουλής, όχι της κυβέρνησης, πόσω μάλλον του αρχηγού της Αστυνομίας.
Πέρα, όμως, από τις (όχι ασήμαντες) νομικές πλευρές της, οφείλουμε να δούμε την πολιτική της διάσταση, η οποία είναι πάντοτε η κυρίαρχη σ’ αυτές τις περιπτώσεις.
Πηγαίνοντας περίπου εφτά μήνες πίσω, παραμονές Πρωτομαγιάς, εν μέσω του πρώτου λοκντάουν, θα δούμε την εντελώς αντίθετη διαχείριση από την κυβέρνηση.
Στις 29 Απρίλη, στο σόου της «ενημέρωσης» με τον Τσιόδρα, ο Χαρδαλιάς έλεγε: «Επίσης, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι συγκεντρώσεις ανθρώπων, όπως αυτές για τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς, μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή συνανθρώπων μας. Προσβλέπουμε ότι όλα τα σωματεία των εργαζομένων, αλλά και όλες οι πολιτικές δυνάμεις, θα αναγνωρίσουν με τη στάση τους ότι φέτος είναι αλλιώς και θα συμβάλλουν στην προστασία της ανθρώπινης ζωής, ότι θα σεβαστούν τη συλλογική προσπάθεια και τον αγώνα γιατρών, νοσηλευτών και όλων εκείνων που κάνουν τα πάντα για την αποφυγή της διασποράς του ιού και για τη θεραπεία των συνανθρώπων μας που νοσούν». Καμιά αστυνομική απαγόρευση δεν υπήρξε. Κανένας ντόρος δεν έγινε. Μόνο η έκκληση του Χαρδαλιά.
Πρωτομαγιάτικες συγκεντρώσεις έγιναν και την επομένη (2 Μάη), στο σόου της «ενημέρωσης», ο Χαρδαλιάς έλεγε: «Κάποιοι, ωστόσο, επέλεξαν να πραγματοποιήσουν συγκεντρώσεις και να αγνοήσουν την πρωτοφανή κατάσταση που βιώνει η Ελλάδα και όλος ο κόσμος. Οι πολίτες οι οποίοι έχουν δείξει αξιομνημόνευτη πειθαρχία και σεβασμό στους κοινούς αγώνες μας, μας κρίνουν όλους. Η επιλογή της Κυβέρνησης ήταν να παραμείνει στο βασικό στόχο, που είναι ο περιορισμός της διασποράς του κορονοϊού και να μη μεγεθύνει το πρόβλημα, κάτι που αναπόφευκτα θα συνέβαινε αν αποφάσιζε να προχωρήσει δυναμικά στη διάλυση των συγκεντρώσεων, χρησιμοποιώντας τις όποιες κατασταλτικές δυνάμεις. Η κυβερνητική απόφαση ήταν να μη γίνει κάτι τέτοιο».
Παρέδωσε και μαθήματα δημοκρατικότητας και τήρησης της συνταγματικής νομιμότητας ο Χαρδαλιάς, αναφερόμενος στο άμεσο μέλλον: «Το δικαίωμα της πολιτικής διαμαρτυρίας είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο και η Κυβέρνηση, όπως έχει δείξει, σέβεται απολύτως το Σύνταγμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες. Πρέπει να σημειώσω ότι είναι εντελώς διαφορετικό το ζήτημα των κοινωνικών συναθροίσεων από το ζήτημα των πολιτικών διαμαρτυριών, για τις οποίες άλλωστε κοινωνικές συναθροίσεις συνεχίζουν να υπάρχουν περιορισμοί, όπως αυτός των 10 ατόμων, προκειμένου να αποφευχθεί η μετάδοση του ιού. Εκεί που κάποιοι κρίνουν ότι πρέπει να διαμαρτυρηθούν συλλογικά για κάποιο ζήτημα, θέτοντας αυτό το δικαίωμα πάνω από την ανάγκη κοινωνικής αποστασιοποίησης, υπάρχει απαίτηση να τηρούνται οι κανόνες και τα μέτρα προστασίας της Δημόσιας Υγείας. Σε κάθε συγκέντρωση πολιτικής διαμαρτυρίας που θα γίνεται, λοιπόν, πρέπει να τηρούνται τα μέτρα αυτά, πρώτα από όλα για την προστασία της υγείας και της ζωής των συμμετεχόντων, αλλά και της κοινωνίας».
Η πλήρης αντίθεση ανάμεσα στο τότε και στο τώρα είναι προφανέστατη. Προφανείς θα έπρεπε να είναι και οι λόγοι της πλήρους διάστασης ανάμεσα στην τοτινή και την τωρινή στάση της κυβέρνησης. Τότε διάθεση συναίνεσης και εκκλήσεις, τώρα σκληρή καταστολή που φτάνει μέχρι την πλήρη παραβίαση του Συντάγματος και την επιβολή κατάστασης πολιορκίας με μια απλή απόφαση του διοικητή της μπατσαρίας.
Τότε, όλη η προσοχή της κυβέρνησης ήταν στραμμένη στη βεβιασμένη «επιστροφή στην κανονικότητα». Στις 29 Απρίλη, που ο Χαρδαλιάς είπε αυτά που παραθέσαμε παραπάνω, στο πλευρό του ήταν η Κεραμέως για ν’ ανακοινώσει το πρόγραμμα διεξαγωγής των εξετάσεων και επαναλειτουργίας των σχολείων. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δρέποντας τις δάφνες της συγκράτησης της πανδημίας, αλλά χωρίς να έχει καμιά επιεικώς σαφή εικόνα της διασποράς του κοροναϊού στη χώρα μας, ετοιμαζόταν να παίξει στα ζάρια τη δημόσια υγεία, χάριν των κερδών του κεφαλαίου του τουρισμού και των μεταφορών. Δε θα μπορούσε να απαγορεύσει τις πρωτομαγιάτικες πορείες και την ίδια στιγμή να προετοιμάζει το «ανοίξαμε τα μπιτσόμπαρα και σας περιμένουμε», που θα έλεγε ο Μητσοτάκης μετά από λίγο καιρό, με φόντο το ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης.
Οι πρωτομαγιάτικες πορείες έγιναν, το ξεφάντωμα των νεολαίων στις πλατείες έγινε, ευτυχώς δεν κόστισε (γιατί η αρχική διασπορά του ιού στη χώρα μας ήταν πολύ μικρή και η καραντίνα –όπως αποδείχτηκε- την έριξε εύκολα πολύ κάτω) και η κυβέρνηση, χωρίς να συναντήσει καμιά αντίδραση (φωνή βοόντων εν τη ερήμω ήταν η δική μας ζύμωση – σαν καλαμιά στον κάμπο αισθανόμασταν), έριξε τη ζαριά κραυγάζοντας «βουρ στον πατσά και όπου μας βγάλει». Ξέρουμε πού μας έβγαλε. Στο δεύτερο κύμα της πανδημίας που εμφανίστηκε μέσα στο κατακαλόκαιρο και άρχισε να φουντώνει, να φουντώνει, να φουντώνει, για να φτάσουμε στη σημερινή κατάσταση, με το δεύτερο «λοκντάουν» να έρχεται με τεράστια καθυστέρηση, να μην αποτρέπει την επί της ουσίας εξουδετέρωση του ΕΣΥ, να μην προστατεύσει τον ελληνικό λαό από θανάτους και κατεστραμμένες υγείες.
Για να είμαστε στο κλίμα των ημερών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφάσισε και διέταξε… να κολλήσουμε κοροναϊό για να πάει καλά ο τουρισμός. Εχει κάθε λόγο, λοιπόν, να λέει τώρα… αποφασίζομεν και διατάσσομεν να μη γίνουν εκδηλώσεις μνήμης για το Πολυτεχνείο. Είναι ένα κλασικό, γκεμπελίστικης έμπνευσης κόλπο αντιμετάθεσης της ευθύνης. Το σημειώσαμε από την πρώτη στιγμή που έκανε τις σχετικές δηλώσεις ο Χρυσοχοΐδης και ξαμόλησε τα ΜΑΤ στο ιστορικό κτίριο του Πολυτεχνείου και στην Πολυτεχνειούπολη, να κάνουν συλλήψεις φοιτητών (προτού καν εκδοθεί η χουντική διαταγή του αρχιμπάτσου):
«Ηταν μια προβοκάτσια γκεμπελικού τύπου. Σε αντίθεση με το πρώτο lockdown, όταν το κράτος επέδειξε προσεκτική συμπεριφορά, τώρα αποφάσισε να παρέμβει με λογική “απαγορεύομεν και διατάσσομεν“, προκειμένου να προκαλέσει ένα κομμάτι της κοινωνίας. Ο στόχος προφανής: να δείξει την κοινωνία ως υπεύθυνη για το δεύτερο κύμα της πανδημίας, για το οποίο την αποκλειστική ευθύνη φέρει η κυβέρνηση Μητσοτάκη με την εγκληματική πολιτική που ακολούθησε αμέσως μετά τη λήξη του πρώτου lockdown. Και ιδιαίτερα να στιγματίσει τον κόσμο της Αριστεράς (με την ευρεία έννοια), που είναι αυτός που διαδηλώνει κάθε χρόνο στις 17 Νοέμβρη».
Προσπαθώντας ν’ αλλάξει την πολιτική ατζέντα και να καταστήσει βασικό διακύβευμα το «ναι ή όχι στην πορεία», αντί του «τι πρέπει να γίνει για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η πανδημία, μετά την εγκληματική πολιτική της κυβέρνησης;», η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε ταυτόχρονα και ένα άνοιγμα στο συντηρητικό ακροατήριο που παθαίνει αλλεργία με τις πορείες. Η επαναφορά του δόγματος «νόμος και τάξη», υπό την ειδική μορφή της «προστασίας από την πανδημία», ήταν άκρως απαραίτητη στην κυβέρνηση, γιατί και το συντηρητικό ακροατήριο (πλην των κάθε είδους ψεκασμένων-ακροδεξιών) έχει αρχίσει να αμφιβάλλει (αν όχι να οργίζεται) για τους χειρισμούς του καλοκαιριού και του φθινόπωρου, που οδήγησαν στο σημερινό χάλι.
Οσο το γκεμπελίστικο σχέδιο έμενε σε επίπεδο απειλών του Χρυσοχοΐδη και γαβγισμάτων διάφορων μπατσοσυνδικαλιστών-τηλεμαϊντανών, που ηδονίζονται όταν μυρίζουν αίμα στην άσφαλτο, η κυβέρνηση φαινόταν να μην αντιμετωπίζει ιδιαίτερο πρόβλημα. Οταν εκδόθηκε η διαταγή του αρχι-μπάτσου, τα πράγματα άρχισαν ν’ αλλάζουν. Η ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων έπαιξε κατά τη γνώμη μας καταλυτικό ρόλο, γιατί είναι ένα όργανο «υπεράνω υποψίας». Η επιστράτευση κάποιων ρεταλιών της… ομότιμης συνταγματολογίας, που έχουν διακριθεί ως υπηρέτες μνημονιακών κυβερνήσεων, δεν προσέφερε πολλά. Βλέπετε, η πρόκληση δεν αφορούσε μόνο τον εξωκοινοβουλευτικό χώρο, αλλά και τον κοινοβουλευτικό. Αντέδρασαν ακόμα και κόμματα που είχαν κάνει γνωστό ότι δε θα συμμετάσχουν στην πορεία (ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ).
Aκόμα και τα «Νέα» του Συγκροτήματος Μαρινάκη, η ναυαρχίδα του φιλοκυβερνητικού Τύπου, αναγκάστηκε να κρατήσει «ίσες αποστάσεις», γράφοντας ότι «ίσως η κυβέρνηση θα μπορούσε να έχει διαχειριστεί νωρίτερα και με διαφορετικό τρόπο το πρόβλημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συνεννόηση και οι δημοκρατικές διαδικασίες πρέπει πάντα να προτιμώνται από τον αυταρχισμό και τις απαγορεύσεις». Και έσπευσε τότε ο Μητσοτάκης να αυτογελοιοποιηθεί, κάνοντας κατόπιν «εορτής» την πρόταση να πάνε όλοι οι κοινοβουλευτικοί αρχηγοί, με επικεφαλής την πρόεδρο της Δημοκρατίας, να καταθέσουν στεφάνι στο Πολυτεχνείο. Πρόταση η οποία έπεσε, φυσικά, στο κενό, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση κάποιο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να προσφέρει «χείρα βοηθείας» στον Μητσοτάκη, που τους θυμήθηκε όταν συνειδητοποίησε ότι η χουντικού τύπου απαγόρευση γύρισε μπούμερανγκ.
Μέσα στον πανικό του, ο Μητσοτάκης ξεστόμισε τη φράση «κάποιοι στήνουν σκηνικό σύγκρουσης»! Είχε όμως καταστεί σαφές ότι ήταν ο υπουργός μπατσοκαταστολής, που με καθημερινές εμπρηστικές δηλώσεις έστηνε «σκηνικό σύγκρουσης», φτάνοντας στο έσχατο σημείο πρόκλησης με τα ιταμά τηλεφωνήματα που έκανε σε πολιτικούς αρχηγούς της αντιπολίτευσης, απαιτώντας απ’ αυτούς να τιμήσουν το Πολυτεχνείο όπως είχε αποφασίσει το μπατσοϋπουργείο («πείτε μου τι ώρα θέλετε να καταθέσετε στεφάνι, για να σας διευκολύνει η αστυνομία») και όχι όπως θα αποφάσιζαν τα κόμματά τους. Ηταν ο ίδιος ο Μητσοτάκης που στις 12 Νοέμβρη, από το βήμα της Βουλής, πούλαγε τσαμπουκά στον Κουτσούμπα και στον Μπαρουφάκη, βοηθώντας κι αυτός να στηθεί «σκηνικό σύγκρουσης»!
Η χτεσινή και η σημερινή εικόνα του Πολυτεχνείου, πρώτη και δεύτερη μέρα του καθιερωμένου επετειακού τριήμερου, με την πύλη κλειστή, τους μπάτσους παραταγμένους σε όλο το μήκος του περίβολου και τα στεφάνια να κατατίθενται έξω και όχι στο γλυπτό του Μέμου Μακρή, όπως γίνεται κάθε χρόνο, είναι μια ακόμα εικόνα ντροπής για τη νεοφιλελεύθερη-κατασταλτική κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία δεν πρόκειται να πείσει για το υποκριτικό ενδιαφέρον της για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Γιατί είναι η δική της εγκληματική πολιτική διαχείρισης της πανδημίας που μας οδήγησε στο δραματικό σημείο που βρισκόμαστε σήμερα.
Φυσικά, η εγκληματική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν απαλλάσσει όλους εμάς από το καθήκον να δώσουμε τον αγώνα ενάντια στην πανδημία. Το αντίθετο: μας επιβάλλει να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας.