Η συνεδρίαση ξεκίνησε λίγο πριν την 1 το μεσημέρι με την καθιερωμένη ανάγνωση του απουσιολογίου και συνεχίστηκε με την εξέταση δύο μαρτύρων.
Η πρώτη μάρτυρας ήταν υπάλληλος εταιρίας ταχυμεταφορών Γενική Ταχυδρομική σε υποκατάστημα στο Κερατσίνι, απασχολούμενη στην παραλαβή δεμάτων. Απαντώντας σε ερωτήσεις της προέδρου σχετικά με τη διαδικασία παραλαβής ενός δέματος, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ρωτούνται οι πελάτες για το περιεχόμενο του δέματος και η απάντησή τους γίνεται αποδεκτή, καθώς πραγματοποιείται περαιτέρω έρευνα των δεμάτων στα κεντρικά της εταιρίας. Ορισμένοι πελάτες, ανέφερε η μάρτυρας, θεωρούν αδιακρισία όταν τους λένε να ανοίξουν τα δέματά τους και αντιδρούν, ενώ κάποιο άλλοι είναι συγκαταβατικοί. Στη συνέχεια, οι ερωτήσεις στράφηκαν γύρω από την ημέρα της 1 Νοεμβρίου 2010. Η μάρτυρας θυμάται ότι εκείνο το μεσημέρι ήρθε ένας νεαρός 23-26 χρονών γύρω στο 1.70 και παρέδωσε ένα δέμα για εξωτερικό, με παραλήπτη, χωρίς να θυμάται καλά, την πρεσβεία της Γαλλίας, με την πρόεδρο να την διορθώνει λέγοντας ότι ο παραλήπτης ήταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο. Μετά από ερώτηση της προέδρου είπε ότι όταν βγήκαν στη δημοσιότητα κάποιες φωτογραφίες δεν αναγνώρισε κανέναν, συμπληρώνοντας ότι ακόμα και τώρα αν τον έβλεπε μπροστά της δεν θα τον αναγνώριζε. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στις 3 καταθέσεις που έδωσε (μία στην αστυνομία και δύο στον εφέτη ανακριτή), κατά τη διάρκεια των οποίων δεν αναγνώρισε κάποιον από τις φωτογραφίες που της έδειξαν.
Στο σημείο αυτό έχει σημασία να αναφέρουμε την ερώτηση της προέδρου, η οποία ρώτησε την μάρτυρα σε τι ποσοστό είχε αναγνωρίσει κάποιον από τα άτομα, με εκείνη να απαντά περίπου 60%. Επόμενη ερώτηση της προέδρου ήταν αν το ποσοστό εκείνο το είπε αυθορμήτως ή της υποβλήθηκε, γιατί υπάρχει η άποψη από πλευράς κατηγορουμένων ότι το ποσοστό αναγνώρισης κατευθύνεται από την πλευρά των αρχών είτε είναι η αντιτρομοκρατική υπηρεσία είτε ο ειδικός εφέτης ανακριτής. Προφανώς η ερώτηση αυτή ήταν προς αποφυγή καταστάσεων όπως αυτή της προηγούμενης συνεδρίασης, όπου μάρτυρας σε άλλη περίπτωση έκανε αναγνώριση κατά ποσοστό 30%, η οποία όμως παραδέχτηκε ότι το 30% το έγραψαν οι αστυνομικοί κι εκείνη δεν είχε πει τίποτα τέτοιο. Η μάρτυρας με απόλυτη σιγουριά (σε αντίθεση με τις άλλες… διστακτικές απαντήσεις της) απάντησε ότι με πλήρη συναίσθηση της απάντησης που έδωσε, ήταν αυτό το ποσοστό αναγνώρισης και το κατέθεσε αυτοβούλως, όπως την συμπλήρωσε η πρόεδρος. Σε αντίστοιχη ερώτηση της συνηγόρου Α. Παπαρούσου αν κατά την παρουσία της στον ειδικό εφέτη ανακριτή ρωτήθηκε συγκεκριμένα για ποσοστά αναγνώρισης, η μάρτυρας απάντησε ότι αυτό ήταν δική της έμπνευση και δεν δέχθηκε καμία πίεση.
Τελευταία ερώτηση της προέδρου ήταν αν κοιτώντας σήμερα τους κατηγορούμενους μπορεί να αναγνωρίσει κάποιον, με την μάρτυρα ν’ απαντά αρνητικά.
Μετά και τις ερωτήσεις του εισαγγελέα Σ. Μπάγια, η μάρτυρας επεσήμανε ότι ο άνθρωπος που της παρέδωσε το δέμα δεν ήταν σίγουρα κοντά στο 1.90 ύψος και επιβεβαίωσε ότι δεν αναγνώρισε τον Α. Μητρούσια, του οποίου το ύψος είναι τόσο.
Η Α. Παπαρούσου κατά την εξέταση της μάρτυρος και σε τοποθέτησή της τόνισε ότι ο Α. Μητρούσιας κίνησε την διαδικασία για κατ’ αντιπαράσταση εξέταση μαρτύρων με αίτησή του (η οποία απορρίφθηκε από τον εφέτη ανακριτή και την ενέκρινε το συμβούλιο). Σε ερώτησή της αν η μάρτυρας είχε κάποιο συγκεκριμένο λόγο που φοβόταν, εκείνη απάντησε αρνητικά. Σε ερώτηση της προέδρου προηγουμένως, για ποιο λόγο η μάρτυρας δεν επιθυμούσε να είναι παρούσα στην κατ’ αντιπαράσταση εξέταση, εκείνη απάντησε λόγω ανασφάλειας και φόβου. Αναφέρθηκε στις «αναγνωρίσεις» – «προσομοιώσεις» με χρήση ποσοστών, λέγοντας πως είναι μία ευρεσιτεχνία της αστυνομίας που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε αυτή τη δικογραφία. Επισήμανε ότι οι όροι «προσομοίωση» και «ποσοστά» είναι εντελώς αδόκιμοι και αντεπιστημονικοί όροι, διότι εισάγουν τον μάρτυρα σε μια ψυχολογία ότι δεν καλείται στην πραγματικότητα να υποδείξει συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά είναι σαν να προσομοιάζεται η πραγματικότητα. Σ’ αυτή τη δίκη έχουμε μόνο «ποσοστό» και «προσομοίωση». Οι μάρτυρες αποπροσανατολίζονται και δεν τους εφιστά κανείς την προσοχή σε αυτή τη διαδικασία πόσο σημαντική είναι η κατάθεσή τους. Είναι μια διαδικασία παραπλανητική και μ’ ένα τέτοιο τρόπο πρέπει να αντιμετωπίζεται από το δικαστήριο.
Παίρνοντας το λόγο ο συνήγορος υπεράσπισης Ν. Σωτηρίου τόνισε ότι κατά την διαδικασία της αναγνώρισης οι φωτογραφίες υποδείχθησαν και δεν επιδείχθησαν, αναφερόμενος στα «ποσοστά αναγνώρισης», με την πρόεδρο να απαντά (σχεδόν απολογητικά) ότι επειδή κάτι αντίστοιχο είχε σχολιαστεί και σε προηγούμενη συνεδρίαση, γι’ αυτό και σήμερα έκανε ερωτήσεις ώστε να αποδειχτεί αν η μάρτυρας αυτοβούλως όρισε το ποσοστό κι ότι δεν είναι με καμία πλευρά.
Ο Α. Μητρούσιας πήρε τον λόγο και αναφερόμενος στην μάρτυρα είπε ότι αντιλαμβάνεται τη συναισθηματική της φόρτιση και ότι δεν υπάρχει κάποιο μένος απέναντί της ούτε κάποιος λόγος να φοβάται, απλά να είναι πιο προσεκτική όταν καλείται για κάποια αναγνώριση από ανθρώπους της εξουσίας, σε σχέση με τις προθέσεις τους. Επίσης, αναφέρθηκε στη διαδικασία αναγνώρισης και τις μεθοδεύσεις που έγιναν, αλλά και στην άρνηση του ειδικού εφέτη ανακριτή ως προς την αίτησή του για κατ’ αντιπαράσταση εξέταση.
Ο δεύτερος μάρτυρας ήταν υπάλληλος στην DHL, εταιρία που συνεργάζεται και με άλλες εταιρίες ταχυμεταφορών, όσον αφορά τις αποστολές στο εξωτερικό. Μετά από ερωτήσεις της προέδρου περιέγραψε την διαδικασία παραλαβής δεμάτων και τους δειγματολογικούς και ακτινοσκοπικούς ελέγχους στο αεροδρόμιο. Κατέθεσε ότι στις 2/11/13 είχαν εντολή για μεγαλύτερα μέτρα ασφαλείας και 100% φυσικό έλεγχο στα δέματα. Ανοίγοντας δύο συσκευασίες παρατήρησαν ότι το βάρος των βιβλίων που περιείχαν δεν ανταποκρινόταν στον όγκο τους (ήταν πιο ελαφριά) και γι’ αυτό τον λόγο τα πήγαν και για ακτινοσκοπικό έλεγχο, όπου φάνηκε ο εκρηκτικός μηχανισμός. Ο μάρτυρας ήταν παρών στην ελεγχόμενη έκρηξη και κατέθεσε ότι ο κρότος που άκουσε ήταν μικρής έντασης, σαν βεγγαλικό.
Τέλος, Ο Γερ. Τσάκαλος έκανε ορισμένες σύντομες ερωτήσεις στο μάρτυρα, σχετικά με τους ελέγχους των πακέτων.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Παρασκευή 10 Μάη στις 9 το πρωί.