Στις 9 Μάη δε γιορτάζουμε, βέβαια, τη «μέρα της Ευρώπης». Το παλεύουν εδώ και χρόνια να το καθιερώσουν, σπρώχνουν χρήμα, οργανώνουν φιέστες, μόνοι τους τα λένε μόνοι τους τ’ ακούνε. Στην Ιστορία, ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. Ενα ιστορικό γεγονός μπορείς να το διαστρεβλώσεις, να το κρίνεις έτσι ή αλλιώς, δεν μπορείς όμως να το διαγράψεις. Ούτε να το καπελώσεις με ένα ήσσονος σημασίας γεγονός, όπως είναι η Διακήρυξη Ρομπέρ Σουμάν. Σκεφτείτε εκδηλώσεις του τύπου: «9η Μαΐου: Η Επιτροπή γιορτάζει την Ημέρα της Ευρώπης τιμώντας την αλληλεγγύη και την ενότητα και απονέμει το “Βραβείο Jan Amos Comenius για διδασκαλία υψηλής ποιότητας σχετικά με την Ευρωπαϊκή Ενωση“ στο Β’ Γενικό Λύκειο Γέρακα Παλλήνης και σε άλλα 21 σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από όλη την Ευρώπη». ‘Η σαν αυτή: «Διαδικτυακή εκδήλωση διοργανώνει αύριο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών και ο Πρόεδρός της, Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, Απόστολος Τζιτζικώστας, με θέμα: “Ο σημαντικός ρόλος των Περιφερειών και των Δήμων για την Ανάκαμψη της Ευρώπης“. Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 9 Μαΐου 2020, από τις 11.00’ το πρωί έως τις 14.00’, ανήμερα του εορτασμού της Ημέρας της Ευρώπης. Την εκδήλωση θα μπορούν να παρακολουθήσουν ζωντανά, σε πραγματικό χρόνο, πολίτες από ολόκληρη την Ευρώπη». Η Ούρσουλα απέναντι στον Στάλιν κι ο Τζιτζικώστας απέναντι στον Ζούκοφ. Δεν μπορείς καν να οργιστείς. Σκας στα γέλια.
Στις 9 Μάη, λοιπόν, γιορτάζουμε την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών. Και σύμβολο αυτής της μέρας είναι η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο, καρφωμένη στην οροφή του ναζιστικού Ράιχσταγκ. Γι’ αυτό οι ιμπεριαλιστές της Δύσης δε γιόρτασαν ποτέ αυτή την επέτειο. Και εδώ και κάμποσα χρόνια προσπαθούν να την αντικαταστήσουν με τη «μέρα της Ευρώπης». Ματαιοπονούν! Υπάρχουν κάποιες επέτειοι-ορόσημα που έχουν χαραχτεί βαθιά στην ιστορική μνήμη και ως τέτοιες ταξιδεύουν στο χρόνο, μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.
Στις 9 Μάη του 1945, η ανώτατη διοίκηση των ναζιστικών στρατευμάτων υπέγραψε την άνευ όρων παράδοσή τους σ’ ένα προάστιο του Βερολίνου. Την ίδια μέρα, σε διάγγελμά του ο Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν έλεγε:
«Πριν από τρία χρόνια ο Χίτλερ δήλωσε δημόσια πως μέσα στα καθήκοντά του περιλαμβάνεται και ο διαμελισμός της Σοβιετικής Ενωσης και η απόσπαση από αυτή του Καυκάσου, της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας, των Βαλτικών και άλλων περιοχών. Δήλωσε ξεκάθαρα: ‘‘Θα εξοντώσουμε τη Ρωσία ώστε να μην μπορέσει ποτέ πια να σηκωθεί’’. Αυτό ήταν πριν τρία χρόνια. Δεν ήταν όμως τυχερό να πραγματοποιηθούν οι παράφρονες ιδέες του Χίτλερ. Η πορεία του πολέμου τις εξανέμισε. Στην πραγματικότητα έγινε κάτι εντελώς αντίθετο από αυτό που έλεγαν μέσα στο παραλήρημά τους οι χιτλερικοί. Η Γερμανία τσακίστηκε κατακέφαλα. Τα γερμανικά στρατεύματα συνθηκολογούν. Η Σοβιετική Ενωση πανηγυρίζει τη νίκη, αν και δεν ετοιμάζεται ούτε να διαμελίσει, ούτε να εκμηδενίσει τη Γερμανία».
Σ’ αυτά τα λόγια του σοβιετικού ηγέτη αντικαθρεφτίζονται με χαρακτηριστικό τρόπο δυο κόσμοι. Από τη μια ο κόσμος του κεφαλαίου (ο φασισμός ήταν η ανοικτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, σοβινιστικών και ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου, όπως σωστά τον είχε ορίσει η Κομμουνιστική Διεθνής) και από την άλλη ο κόσμος του προλεταριάτου και των λαών, όπως τον εκπροσωπούσε η πρώτη σοσιαλιστική χώρα που γνώρισε η Ιστορία.
Γυρίζοντας οχτώ δεκαετίες πίσω, στην περίοδο που ο φασισμός ματοκυλούσε την Ευρώπη, πρέπει να τονίσουμε τον αποφασιστικό ρόλο των κομμουνιστών στη συντριβή του. Με πρωτομάχο το σοβιετικό λαό, που έδωσε εκατομμύρια παραδείγματα απαράμιλλου ηρωισμού και θυσίας, δεμένος σαν το νύχι με το κρέας με την πολιτική του ηγεσία, και άξιους συναγωνιστές του τα κομμουνιστικά αντάρτικα σε όλη την Ευρώπη (με πιο μαζικά αυτά της Ελλάδας, της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας), οι κομμουνιστές, που ήταν οι πιο συνεπείς αντιφασίστες, σφράγισαν με τον ηρωισμό και με το αίμα τους τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών. Τσακίζοντας στα πεδία των μαχών τα ναζιστικά στρατεύματα και προελαύνοντας προς το Βερολίνο, ο Κόκκινος Στρατός του Στάλιν, του Ζούκοφ, του Βοροσίλοφ, του Βασιλιέφσκι, του Ροκοσόφσκι, του Τσούικοφ, των εκατομμυρίων αξιωματικών και μαχητών, ανδρών και γυναικών, δημιούργησε το εύφορο εκείνο έδαφος για την ανάδειξη λεύτερων λαϊκοδημοκρατικών καθεστώτων στην Ανατολική και Νότια Ευρώπη. Μπορεί η αντεπαναστατική διαδικασία του 1953-56 να σταμάτησε αυτή την προέλαση, όμως το κόκκινο χρώμα της αντιφασιστικής νίκης δεν μπορεί κανείς να το σβήσει.
Ο φασισμός ξανασηκώνει κεφάλι. Με διάφορα πρόσωπα. Είτε με τη μορφή ακροδεξιών-εθνικιστικών μορφωμάτων, που σε κάποιες χώρες κυβερνούν και σε άλλες αποτελούν την αξιωματική αντιπολίτευση, είτε με τη μορφή καθαρόαιμων ναζιστικών μορφωμάτων. Η χώρα μας, στο έδαφος της οποίας διαπράχτηκαν μερικά από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα των χιτλερικών καθαρμάτων, αλλά και άνθισε ένα από το πιο μαζικά και μαχητικά αντάρτικα κινήματα, είχε τη θλιβερή πρωτιά της ανάπτυξης του πιο δυνατού κοινοβουλευτικά νεοναζιστικού μορφώματος.
Οι συνθήκες δεν είναι βέβαια ίδιες με εκείνες του Μεσοπολέμου. Ο φασισμός δεν αποτελεί την πρώτη, τη βασική επιλογή της αστικής τάξης. Στηρίζεται, όμως, απ’ αυτή, για να μπορεί να βάζει την ατζέντα του και να ρυμουλκεί προς τα δεξιά ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, όπως και να εγκλωβίζει καταστρεφόμενα από την κρίση μικροαστικά και εργατικά στρώματα, εμποδίζοντάς τα να κινηθούν προς κοινωνικά ριζοσπαστική κατεύθυνση. Τηρουμένων των αναλογιών, μπορούμε να πούμε πως ο φασισμός σήμερα, όπως και τη δεκαετία του ‘20, αποτελεί πολιτική εφεδρεία του αστικού συστήματος, το οποίο κυβερνιέται αποτελεσματικά από τις μεγάλες συντηρητικές και σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές παρατάξεις.
Η ανάγκη του αντιφασιστικού αγώνα είναι επιτακτική. Οι νεότερες γενιές πρέπει να προστατευθούν από το φασισμό, πρέπει να μάθουν την Ιστορία, και ταυτόχρονα κάθε φασιστικό χέρι που σηκώνεται πρέπει να κόβεται από τη ρίζα. Από την άλλη, πρέπει να τοποθετήσουμε σωστά το φασιστικό φαινόμενο μέσα στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, γιατί αλλιώς ο αντιφασιστικός αγώνας κινδυνεύει να μετατραπεί σε παρακολούθημα της αστικής πολιτικής, η οποία δεν έχει καμιά αναστολή στην έκφραση του «αντιφασισμού» της, την ίδια στιγμή που το σύστημά της «παράγει» το φασισμό σε όλο και πιο διευρυμένη βάση, ενώ το κράτος της ενισχύει τις φασιστικές συμμορίες.
Η Ιστορία του Μεσοπόλεμου, στη διάρκεια του οποίου εκτράφηκε και ανδρώθηκε το φασιστικό φαινόμενο, πρέπει να μας διδάξει πως ο φασισμός δε γεννήθηκε τυχαία, δεν ήρθε από το πουθενά, αλλά ξεπήδησε μέσα από τη μήτρα του καπιταλισμού. Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο Μεσοπόλεμο και το σήμερα είναι πως στο Μεσοπόλεμο είχαμε την ορμητική ανάπτυξη του ταξικού εργατικού κινήματος, στο οποίο αυξανόταν αλματώδικα η επιρροή των νεαρών Κομμουνιστικών Κομμάτων. Ηταν η απειλή ενός νέου κύκλου προλεταριακών επαναστάσεων, κάτω από την προωθητική δύναμη των τεράστιων κοινωνικών και οικονομικών επιτευγμάτων της σοσιαλιστικής ΕΣΣΔ, που επέβαλε την ενίσχυση του φασισμού και την προέλασή του προς την εξουσία. Αυτό σήμερα δεν υπάρχει και γι’ αυτό η αστική τάξη έχει την πολυτέλεια να κρατά το φασισμό σε ρόλο εφεδρείας. Σήμερα πιο πολύ από την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο αντιφασιστικός αγώνας πρέπει να πατήσει σε αντικαπιταλιστική βάση.