Μία ακόμη προσπάθεια κινηματογραφικής αναπαράστασης του σεξπιρικού δράματος παρουσιάζεται αυτήν την εβδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Ο αυστραλός σκηνοθέτης, μετά το «Snowtown», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, αναμετράται με ένα από τα πλέον κλασικά έργα. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη απόπειρα μεταφοράς του συγκεκριμένου έργου στον κινηματογράφο χρονολογείται στα 1905 και μέχρι σήμερα είναι πολλοί οι σκηνοθέτες που το έχουν επιλέξει για τον κινηματογράφο.
Η πλοκή του μύθου είναι γνωστή. Ο Μακμπέθ, πολύ γενναίος στη μάχη, έπειτα από μια μεγάλη του νίκη συναντά τρεις γυναίκες που του προφητεύουν ότι θα γίνει βασιλιάς. Από εκείνη τη στιγμή μπλέκει σε έναν κύκλο αίματος, προκειμένου να επισπεύσει την εκπλήρωση της προφητείας. Η Λαίδη Μακμπέθ, η γυναίκα του, είναι αυτή που συνεχώς προκαλεί και τροφοδοτεί τη φιλοδοξία και την απληστία του άντρα της και τον σπρώχνει σε αποτρόπαια εγκλήματα.
Ο Κερζέλ εστιάζει περισσότερο στην απεικόνιση των εξωτερικών συνθηκών. Δίνει ιδιαίτερο βάρος στο άγριο και υποβλητικό τοπίο, καθιστώντας το με έναν τρόπο πρωταγωνιστή. Η αισθητική προσέγγιση της σκηνογραφίας θυμίζει γουέστερν, μεταφερμένο σε μεσαιωνική εποχή (στόχος του σκηνοθέτη κατά δήλωσή του…). Ο Κερζέλ εγκλωβίζεται στην τετριμμένη ανάγνωση του εν λόγω έργου που εστιάζει στη σκληρότητα του πολέμου, στη γοητεία που με κάποιο τρόπο ασκεί η βία και λιγότερο στην απληστία, έννοια που ο Σέξπιρ αναδεικνύει πολύ έντονα μέσα από τους στίχους του. Υπάρχει, βέβαια, αυτή η παράμετρος, αλλά ο σκηνοθέτης φαίνεται να απασχολείται περισσότερο με την ολοένα και δραματικότερη απόδοση των σκηνών μάχης παρά με οτιδήποτε άλλο. Η φωτογραφία της ταινίας είναι ο καλύτερος μάρτυρας γι' αυτό. Ο σκηνοθέτης επέλεξε ένα πολύ ασφαλές και προβλέψιμο σκηνικό περιβάλλον. Η φωτογραφία της ταινίας, με τα έντονα βαθιά σκούρα και κόκκινα χρώματά της είναι αυτή που προσπάθησε να μεταφέρει τη δράση σε επίπεδο θρυλικό και μεταφυσικό.
Κάτι τέτοιο άλλωστε, είναι εμφανές από τον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης προσεγγίζει τους δυο κεντρικούς ήρωες. Η Λαίδη Μακμπέθ του Κερζέλ στην αρχή σπρώχνει τον άντρα της στα άκρα, μετά φρίττει από το αποτέλεσμα και στο τέλος σχεδόν κατανοεί τη ματαιότητα των σκοπών της, μετανοεί και αυτοκτονεί. Ταυτόχρονα, ο Μακμπέθ κατακυριεύεται από ένα είδος μανίας που φαίνεται να μην ελέγχει, το οποίο υπαγορεύει τις κινήσεις του στο τέλος. Σχεδόν απαλλάσσει τους ήρωες, δηλαδή, από τις ευθύνες των πράξεών τους. Κάτι τέτοιο ίσως να αποτελούσε τον πυρήνα της τραγικότητας στο αρχαίο δράμα, όμως εδώ αφαιρεί από το έργο την πιο ουσιαστική παράμετρό του.
Ο Κερζέλ φαίνεται επίσης να μην μπορεί να χειριστεί με μεγάλη άνεση τους τεράστιους μονολόγους του θεατρικού έργου (τους οποίους φυσικά έχει κόψει). Επιπλέον, το έντονο στιλιζάρισμα σε κάποιες σκηνές μάχης δεν είναι ιδιαίτερα πετυχημένο, με αποτέλεσμα να πετάει εκτός κλίματος το θεατή. Αλλά αυτά τα στοιχεία είναι δευτερεύοντα και εκπορεύονται από τον τρόπο που επέλεξε ο σκηνοθέτης να προσεγγίσει το μύθο.
Τον Μακμπέθ ενσαρκώνει ο Μάικλ Φασμπέντερ, τη Λαίδη Μακμπέθ η Μαριόν Κοτιγιάρ. Και οι δύο ηθοποιοί είναι πολύ καλοί στην ταινία, ειδικά ο Φασμπέντερ στο συγκεκριμένο ρόλο. Ο όποιος περιορισμός στις ερμηνείες φαίνεται περισσότερο να προέρχεται από το σκηνοθέτη, παρά από τους ίδιους τους ηθοποιούς.
Η ταινία είναι μια υπερπαραγωγή. Πέραν όμως του όποιου αρχικού εντυπωσιασμού, δεν ξέρουμε τι άλλο μπορεί να προσφέρει.
Ελένη Π.








