Η στρατιωτική επέμβαση στην Υεμένη που εξαπέλυσε πριν από 12 βδομάδες η σαουδαραβική μοναρχία επικεφαλής μιας συμμαχίας αραβικών χωρών δεν φαίνεται να έχει επιτυχή έκβαση. Οι σφοδροί αεροπορικοί βομβαρδισμοί δεν έχουν καταφέρει να αλλάξουν το συσχετισμό δυνάμεων στη χώρα, με αποτέλεσμα να ξεθωριάζει η προοπτική αποκατάστασης στην εξουσία του εξόριστου προέδρου Μανσούρ Χάντι και της κυβέρνησής του, σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ του Reuters (Crunch time coming for Saudi campaign as options narrow in Yemen, 11/6/15).
Παρόλο που οι βομβαρδισμοί έχουν καταστρέψει μεγάλο μέρος των βαριών όπλων τους, η πολιτοφυλακή των Χούτι και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού, που παραμένει πιστό στον πρώην πρόεδρο Αλί Αμπντουλάχ Σάλεχ, εξακολουθούν να ελέγχουν το μεγαλύτερο και πιο πυκνοκατοικημένο τμήμα της δυτικής Υεμένης, την πρωτεύουσα Σανάα και μεγάλο τμήμα του Αντεν, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης. Το ενδεχόμενο χερσαίας επέμβασης για την υποστήριξη των τοπικών ομάδων που συνεχίζουν να πολεμούν τους Χούτι και το στρατό στο λιμάνι του Αντεν, στην Ταΐζ, στη Μαρίμπ και στην αλ-Ντάλα έχει απορριφθεί από νωρίς, ως εξαιρετικά ριψοκίνδυνη κίνηση, ενώ η στρατιωτική δύναμη από Υεμένιους που φιλοδοξεί να εκπαιδεύσει η σαουδαραβική μοναρχία σε συνεργασία με την εξόριστη κυβέρνηση του Μανσούρ Χάντι με στόχο να απωθήσει τους Χούτι και τους συμμάχους τους και χρόνο απαιτεί και ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας εκτιμάται ότι θα έχει.
Ταυτόχρονα, η πολιτοφυλακή των Χούτι συνεχίζει καθημερινά τις επιθέσεις από το προπύργιό της τη βόρεια Υεμένη, που συνορεύει με τη Σαουδική Αραβία, μέσα στο έδαφος της Σαουδικής Αραβίας με βλήματα όλμων ή πυραύλους σε συνοριακά στρατιωτικά φυλάκια και κατοικημένες περιοχές κοντά στα σύνορα, με περισσότερους μέχρι στιγμής από 10 νεκρούς σαουδάραβες στρατιώτες. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει πόσο δύσκολο είναι ακόμη και για έναν άριστα εξοπλισμένο στρατό να αντιμετωπίσει και να νικήσει ένα καλά εκπαιδευμένο αντίπαλο που χρησιμοποιεί τακτικές ανταρτοπόλεμου. Συν τοις άλλοις, τις τελευταίες μέρες, η πολιτοφυλακή των Χούτι και οι σύμμαχοί τους στο στρατό έθεσαν υπό τον έλεγχό τους την πρωτεύουσα αλ- Χαζμ της μεγάλης βόρειας επαρχίας αλ- Τζαούφ, στα σύνορα με τη Σαουδική Αραβία, που θεωρείται σημαντική νίκη ενόψει των διαπραγματεύσεων της Γενεύης.
Οι εξελίξεις αυτές ενδεχομένως να αναγκάσουν σύντομα, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο του Reuters, τη σαουδαραβική μοναρχία να αντιμετωπίσει μια δυσάρεστη επιλογή: να αποδεχτεί τον ντε φάκτο έλεγχο των αντιπάλων της στο μεγαλύτερο τμήμα της Υεμένης και να προχωρήσει σε συμφωνία ή να συνεχίσει τους βομβαρδισμούς με τον κίνδυνο να βυθιστεί η χώρα στο απόλυτο χάος και να αποτελέσει μια μόνιμη απειλή για την ασφάλεια της Σαουδικής Αραβίας.
Στις συνθήκες αυτές οι αντίπαλοι προσήλθαν οχυρωμένοι πίσω από τις θέσεις τους στις διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στα μέσα της βδομάδας στη Γενεύη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Με ελάχιστες έως ανύπαρκτες ενδείξεις αμφότεροι ότι είναι έτοιμοι να προχωρήσουν στους συμβιβασμούς που απαιτούνται για να καταλήξουν σε μια συμφωνία.
Από τη μια, η εξόριστη κυβέρνηση του Μανσούρ Χάντι και οι σαουδάραβες πάτρωνές της επιμένουν ότι οι διαπραγματεύσεις πρέπει να περιοριστούν στην εφαρμογή της απόφασης 2216 του Συμβουλίου Ασφάλειας του ΟΗΕ, που απαιτεί από τους Χούτι να αποχωρήσουν από τις πόλεις που έχουν υπό τον έλεγχό τους, να αναγνωρίσουν την εξουσία της κυβέρνησης Χάντι και να παραδώσουν τα όπλα τους. Από την άλλη, οι Χούτι και οι σύμμαχοί τους βρίσκονται σε θέση ισχύος και δεν έχουν κανένα λόγο να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις των αντιπάλων τους.
Προφανώς, κάτω από τη πίεση του Λευκού Οίκου, η σαουδαραβική μοναρχία έδωσε την έγκρισή της για τις διαπραγματεύσεις της Γενεύης, ωστόσο είναι απρόθυμη, τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση, να προχωρήσει παραπέρα, γιατί στρατιωτικά και πολιτικά η θέση της είναι αδύναμη. Γι’ αυτό, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσει τους βομβαρδισμούς προσδοκώντας να αποδυναμώσει τους αντιπάλους της και να ενισχύσει τη θέση της στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όπου ο συσχετισμός δυνάμεων θα καθορίσει όχι μόνο τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Υεμένης αλλά θα έχει άμεσο αντίκτυπο στην επιρροή της Σαουδικής Αραβίας ως περιφερειακής δύναμης στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της με το ιρανικό καθεστώς.
Σημειωτέον ότι οι Σαουδάραβες έχουν αναγνωρίσει εξαρχής ότι οι Χούτι θα είναι μέρος της τελικής πολιτικής διευθέτησης, αλλά ήθελαν να είναι στη θέση ελάσσονος παίκτη και όχι κύριου όπως είναι σήμερα, με την κυβέρνηση του Μανσούρ Χάντι να επιστρέφει στην πρωτεύουσα Σανάα.
Πιο αδιάλλακτοι από τους πάτρωνές τους, φραστικά τουλάχιστον, παρουσιάζονται ο Μανσούρ Χάντι και οι εκπρόσωποί του, γιατί αγωνιούν για την πολιτική τους επιβίωση. Ο Χάντι φοβάται ότι θα περιθωριοποιηθεί σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις καταλήξουν σε συμφωνία ή αν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί τερματιστούν χωρίς νίκη της Σαουδικής Αραβίας. Προφανώς, θεωρεί ότι οποιαδήποτε συμφωνία με τους Χούτι θα είναι σε βάρος του, γιατί οι πάτρωνές του πιθανότατα θα τον εγκαταλείψουν και θα αναζητήσουν ως αντικαταστάτη του ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής.
Στο μεταξύ, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, οι νεκροί του πολέμου πλησιάζουν τους 3.000, ενώ η ανθρωπιστική κρίση έχει επιδεινωθεί δραματικά, με το 80% του πληθυσμού ή περισσότεροι από 20 εκατομμύρια άνθρωποι να χρειάζονται βοήθεια. Ο αεροπορικός και ναυτικός αποκλεισμός που έχουν επιβάλλει στη χώρα οι Σαουδάραβες και οι σύμμαχοί τους έχουν σταματήσει τον εφοδιασμό του πληθυσμού όχι μόνο με τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης αλλά και με καύσιμα για τις αντλίες, που είναι απαραίτητες για την προμήθεια νερού σ’ αυτή την άνυδρη και με κατεστραμμένες υποδομές χώρα.








