Καθώς το εσωτερικό «πολιτικό δράμα» κορυφώνεται και βαδίζει προς τη λύση του (χωρίς ακόμη να ξέρουμε ποιος θα νικήσει), στη δημόσια σφαίρα κυριαρχεί η συζήτηση για τα πολιτικά επιφαινόμενα, η οποία επικεντρώνεται σε ερωτήματα που καμιά σχέση δεν έχουν με την ουσία: θα συγκεντρώσει η συγκυβέρνηση τους 180 βουλευτές ή δε θα μπορέσει οπότε θα προκηρυχτούν εκλογές; Πόσοι θα χωρέσουν στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ για να μην προστεθούν στους 180; Θα κατέβει αυτόνομα στις εκλογές η ΔΗΜΑΡ ή θα αναζητήσει φιλοξενία στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ;
Υπαρκτά είναι όλα αυτά τα ερωτήματα, αλλά δεν αφορούν την ουσία. Την ουσία μπορούμε να τη βρούμε μόνο αν ανατρέξουμε πρώτα στην οικονομία. Αυτό ίσχυε παντού και πάντοτε, όμως στη συγκεκριμένη περίοδο του ελληνικού καπιταλισμού ισχύει κατά μείζονα λόγο, καθώς υπάρχουν ορισμένα δεδομένα τα οποία προδιαγράφουν τις ακολουθητέες πολιτικές. Υπάρχουν περιθώρια, αυστηρά προδιαγεγραμμένα, τα οποία δεν επιτρέπουν διαφοροποιήσεις από τις πολιτικές δυνάμεις οι οποίες επιθυμούν (και το διακηρύσσουν στεντορεία τη φωνή) να διαχειριστούν τον ελληνικό καπιταλισμό, χωρίς να διασαλεύσουν τα θεμέλιά του, τη διεθνή του θέση και τις δεσμεύσεις που εκπορεύονται απ’ αυτή τη θέση. Επειδή δεν έχουμε ακούσει κανένα κόμμα εξουσίας να δηλώνει ότι θα κινηθεί σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση (αντίθετα, ακούμε τους εκπροσώπους τους να διαγωνίζονται ενώπιον των καπιταλιστών σα μαθητές που επιδιώκουν την εύνοια του δασκάλου), πρέπει να ανατρέξουμε στην οικονομία, για να δούμε αν οι υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη μετα-μνημονιακή πολιτική έχουν οποιαδήποτε γείωση στις απαιτήσεις της οικονομικής πραγματικότητας, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται ότι θα σεβαστεί και θα υπηρετήσει.
Αυτό θα επιχειρήσουμε να κάνουμε σε μια σειρά τεσσάρων σημειωμάτων, η οποία θα ολοκληρωθεί στο πρώτο φύλλο της νέας χρονιάς, όταν και θα ξέρουμε αν «βαίνομεν προς εκλογάς» ή όχι.
Το Μνημόνιο ως διαχειριστικό μοντέλο
Συχνά, απορροφημένοι από τις ριπές των αντεργατικών και αντιλαϊκών μέτρων που συνοδεύουν τα Μνημόνια, ξεχνάμε να πάμε στη βαθύτερη ουσία της πολιτικής που υλοποιούν αυτά τα μέτρα. Αν προσπαθήσουμε να κλείσουμε σ’ ένα σύντομο ορισμό την ουσία του Μνημόνιου, θα λέγαμε ότι αποτελεί το μπούσουλα για μια άκρως συντηρητική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας η οποία ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, γνώρισε την πρώτη κορύφωσή της στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 και έκτοτε συνεχιζόταν με σταθερό ρυθμό. Η διαφορά είναι πως τότε η συντηρητική ανασυγκρότηση εξελισσόταν βήμα-βήμα, καμιά φορά και με υποχωρήσεις (μπορούμε για παράδειγμα να θυμηθούμε την υπαναχώρηση από το σχέδιο Γιαννίτση για το Ασφαλιστικό και την αντικατάστασή του από τον ηπιότερο νόμο Ρέππα), ενώ στα μνημονιακά χρόνια η διαδικασία πήρε θυελλώδη μορφή, ο ιστορικός χρόνος συμπυκνώθηκε και σε λιγότερο από μια πενταετία σχεδόν ολοκληρώθηκε.
Το ξέσπασμα και στην Ελλάδα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, που συνέβη το 2009, έθεσε επί τάπητος δυο κεντρικά διαχειριστικά ζητήματα. Πρώτο, την εξασφάλιση της εξυπηρέτησης των δανείων που είχε συνάψει το ελληνικό κράτος και, δεύτερο, την κινεζοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία με όρους πολιτικής οικονομίας ορίζεται ως η αύξηση στο μέγιστο δυνατό επίπεδο του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.
Ενώ, όμως, οι δύο αυτές θεμελιώδεις διαχειριστικές κατευθύνσεις ήταν σαφείς από την πρώτη στιγμή -αλλά, κι αν δεν ήταν καθαρά ορατές, θα έπρεπε να προκύψουν από μια ανάλυση του ελληνικού καπιταλισμού και των στρατηγικών του κατευθύνσεων τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, καθώς και από την εμπειρία της εμπλοκής του ΔΝΤ όπου κλήθηκε να παρέμβει- το πρώτο διάστημα γινόταν συζήτηση μόνο για την πρώτη κατεύθυνση, καθώς το όλο ζήτημα περικλείστηκε κουτοπόνηρα στον βλακώδη ορισμό της «κρίσης χρέους». Θυμόμαστε όλοι πόσος χρόνος και πόση φαιά ουσία καταναλώθηκαν σε προτάσεις περί της ανάγκης συγκρότησης «επιτροπής λογιστικού ελέγχου», η οποία θα κήρυττε το μεγαλύτερο μέρος του χρέους «απεχθές» και θα πετύχαινε τη διαγραφή του, και σε άλλες τέτοιες μπαρούφες, οι οποίες σκορπούσαν σύγχυση και είχαν τη δική τους συνδρομή στην καλλιέργεια ενός κλίματος εφησυχασμού στην εργατική τάξη, η οποία έτσι κι αλλιώς ήταν ταξικά απροετοίμαστη για ν’ αντιμετωπίσει τη σφοδρή και κατά κύματα επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου.
Στη συνέχεια και μετά από πολύ καιρό, όλοι άρχισαν να… ανακαλύπτουν την τακτική της «εσωτερικής υποτίμησης», η οποία όμως αφορούσε μόνο την τιμή της εργατικής δύναμης και τους γενικότερους όρους που την καθορίζουν (εργασιακές σχέσεις, Ασφαλιστικό) και στη συνέχεια να μιλούν για «κινεζοποίηση», όρο που εμείς εισάγαμε στην πολιτική ορολογία της εποχής, αλλά δυστυχώς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ακουγόταν ως αιρετική άποψη.
Πενταετία σημειωτόν
Πού βρίσκεται σήμερα το ελληνικό χρέος; Ως ποσοστό του ΑΕΠ το χρέος βρίσκεται σήμερα σε επίπεδο ψηλότερο από εκείνο το οποίο το 2010 κατέστησε αναγκαία την προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης και στο ΔΝΤ! Στο 124% του ΑΕΠ ήταν το χρέος όταν ο Παπανδρέου έκανε την προσφυγή, πάνω από 170% είναι σήμερα! Ακόμα κι αν το ΑΕΠ δεν είχε πέσει κατά 27% περίπου, το χρέος και πάλι ως ποσοστό θα ήταν πάνω από 130% του ΑΕΠ. Και όμως, μέσα στην πενταετία που μεσολάβησε από την έναρξη της μνημονιακής περιόδου, έχουν γίνει τρεις αναδιαρθρώσεις του χρέους. Μία το 2011, με επιμηκύνσεις αποπληρωμής και μείωση επιτοκίων, μία με το περιβόητο PSI και μία με την επαναγορά τμήματος του χρέους (Νοέμβρης 2012). Αυτό συνέβη γιατί νέα χρέη προσθέτονταν στα παλιά, καθώς ο κρατικός προϋπολογισμός δεν μπορούσε να καλύψει τα υπέρογκα τοκοχρεολύσια κάθε χρονιάς.
Το αποτέλεσμα αυτό επιβεβαιώνει τη θεωρητική άποψη, που από την πρώτη στιγμή κατέθεσε η «Κόντρα», ότι το χρέος αποτελεί ένα εργαλείο για την απομύζηση των αξιών που παράγει η ελληνική εργατική τάξη και παράλληλα για την προώθηση της κινεζοποίησης. «Δεν είναι το χρέος, μην έχεις αυταπάτες, μηχανές φτηνές θέλουν τους εργάτες» είναι ένα από τα συνθήματα που φωνάζουμε όλ’ αυτά τα χρόνια στις εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις, εκλαϊκεύοντας την οικονομική ανάλυση και συμπυκνώνοντάς την με τρόπο λιτό και σαφή.
Η ίδια η διαδικασία συσσώρευσης στον καπιταλισμό δημιουργεί κεφάλαια που λιμνάζουν, καθώς δεν μπορούν να επενδυθούν παραγωγικά. Ο δανεισμός κρατών είναι η προσφορότερη (από την άποψη της κερδοφορίας, φυσικά) επένδυση αυτών των κεφαλαίων. Το φαινόμενο παρατηρούνταν ήδη από την εποχή του Μαρξ, ο οποίος το ανέλυσε, όμως στη φάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού έχει πάρει γιγάντιες διαστάσεις. Το πρόβλημα για τους δανειστές -είτε είναι ιδιώτες σπεκουλάντες είτε είναι κράτη και θεσμοί, όπως το ΔΝΤ ή οι μηχανισμοί που δημιούργησε η ΕΕ- δεν είναι να μηδενίσουν το χρέος των εξαρτημένων χωρών (αν το μηδένιζαν, δε θα υπήρχε χώρος τοποθέτησης των λιμναζόντων κεφαλαίων), αλλά να το καταστήσουν διαχειρίσιμο. Βιώσιμο όπως λένε.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει να μπορεί το κράτος οφειλέτης να πληρώνει κάθε χρόνο τους τόκους. Για τα χρεολύσια δεν ανησυχούν, διότι αυτά αποπληρώνονται με τη λήψη νέων δανείων. Πρέπει, όμως, να υπάρχει ένας έλεγχος, ώστε ο δανεισμός να μη μεγαλώνει με αλματώδη ρυθμό, διότι θα φτάσει κάποια στιγμή που το κράτος οφειλέτης δε θα μπορεί να αποπληρώσει το σύνολο των τόκων. Δεν είναι τυχαίο ότι η συνθήκη του Μάαστριχτ θέτει το στόχο της συγκράτησης του δανεισμού των κρατών μελών της ΕΕ στο 60% του ΑΕΠ, όμως αυτός ο στόχος ουδέποτε τηρήθηκε, ούτε επιδείχτηκε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να επιτευχθεί, εν αντιθέσει με το στόχο 3% για το έλλειμμα, που ελέγχεται αυστηρά, διότι απ’ αυτόν εξαρτάται η σταθερότητα του ευρώ.
Στη μνημονιακή πενταετία το ελληνικό χρέος αναδιαρθρώθηκε, όμως αυξήθηκε αλματωδώς. Το ελληνικό κράτος, όμως, χάρη στη μνημονιακή πολιτική, αποπλήρωσε κανονικά τους τόκους κάθε χρονιάς, ενώ τα ληξιπρόθεσμα ομόλογα αντικαταστάθηκαν από νέα, με πιο ισχυρές εγγυήσεις για τους δανειστές (βρετανικό δίκαιο). Οι πάντες γνωρίζουν ότι θα χρειαστούν και νέες αναδιαρθρώσεις στο μέλλον, όμως αυτές θα γίνουν με τους όρους των δανειστών και τη στιγμή που πρέπει. Από την άποψη αυτή, και στο πρώτο σκέλος, οι στόχοι του κεφαλαίου επιτεύχθηκαν, παρά την αύξηση του χρέους.
Πέτρος Γιώτης