Μπορεί οι δεξιοί βουλευτές, με επικεφαλής τον ίδιο τον Σαμαρά να χειροκροτούσαν σαν χουλιγκάνοι, ειρωνικά, την αποστροφή του Τσίπρα, όμως αυτός ήξερε πολύ καλά τι έλεγε, όταν με ρητορικό οίστρο κραύγαζε από το βήμα της Βουλής, ότι «καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί από μόνη της να ακυρώσει το Μνημόνιο, γιατί το Μνημόνιο μπορεί να το ακυρώσει μόνο ένας, ο λαός με την ψήφο του». Ηξερε πολύ καλά ότι στο κάλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ για πολιτική συγκέντρωση στο Σύνταγμα, που θα έδινε άλλη διάσταση στην πρόταση δυσπιστίας, περιβάλλοντάς την με λαϊκό κύρος, δεν είχαν ανταποκριθεί παρά μόνο δυο χιλιάδες νοματαίοι, ίσα-ίσα ο πολιτικός και συνδικαλιστικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ.
Εκείνο που έκανε ο Τσίπρας ήταν να φορτώσει από τώρα στο λαό την ευθύνη για την πολιτική που θ’ ακολουθήσει, αν του πάνε όλα πρίμα και καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση. Με την ίδια ακριβώς πρόστυχη μεθοδολογία που δεκαετίες τώρα η συνδικαλιστική γραφειοκρατία φορτώνει στους εργαζόμενους τη διαλυτική τακτική ήττας που ακολουθεί στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα («δεν τραβάει ο κόσμος»).
Δεν είναι μόνο ο Τσίπρας που το κάνει αυτό. Είναι ολόκληρος ο ΣΥΡΙΖΑ και με ιδιαίτερο ζήλο η λεγόμενη αριστερή πτέρυγά του. Το λαό που κάθεται στον καναπέ και περιμένει να πέσει η κυβέρνηση σαν ώριμο φρούτο αιτιάται ο Π. Λαφαζάνης (ΕφΣυν, 29.10.13). «Προβληματισμένος» για τη χαμηλή συμμετοχή (και) στη συγκέντρωση του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει ο Δ. Στρατούλης και συμπληρώνει με νόημα: «Εάν δεν έχουμε λαϊκούς αγώνες, δεν είναι εύκολο να ανατραπεί αυτή η κυβέρνηση. Και εάν δεν έχουμε ισχυρό λαϊκό κίνημα, δεν είναι εύκολο να στηριχθεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς» (Alpha 98.9, 11.11.13).
Ο Βενιζέλος, που διατηρεί τα ρητορικά ανακλαστικά του, παρά την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται, παρατήρησε στον Τσίπρα: «Δεν είστε ακόμα παράταξη. Είστε κόμμα της συγκυρίας, όχημα της διαμαρτυρίας». Οχημα της διαμαρτυρίας σίγουρα. Της συγκυρίας ίσως όχι. Ισως ο ΣΥΡΙΖΑ παίξει το ρόλο που έπαιζε άλλοτε το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο στη σημερινή συγκυρία, αλλά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Με τη διαφορά ότι το ΠΑΣΟΚ έπαιξε το ρόλο του αστικού «μαντριού» σε μια περίοδο που το εργατικό και λαϊκό κίνημα πίστευε ότι θα κερδίσει, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ παίζει τον ίδιο ρόλο σε μια περίοδο που το εργατικό και λαϊκό κίνημα κατατρύχεται από το σύνδρομο της ήττας.
Ενα κόμμα που δημοσκοπικά είναι πρώτο και που στις επόμενες εκλογές μπορεί να πάρει πάνω από 30%, καλεί σε κεντρική πολιτική συγκέντρωση και μαζεύει μόνο τον κομματικό μηχανισμό του (κι αυτόν όχι ολόκληρο). Μπορεί υποκριτικά οι Στρατούληδες να μιλούν ενάντια στη «λογική της ανάθεσης», μπορεί να βγήκαν εσωκομματικά μαχαίρια για εκείνους που είχαν την έμπνευση της συγκέντρωσης-φιάσκο, κατά βάθος όμως ο Τσίπρας και η παρέα του τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση. Δεν έχουν λαό στο δρόμο, μπορεί να έχουν όμως λαό στις κάλπες. Κι αυτό θέλουν. Θέλουν την ψήφο και όχι να νιώθουν στο σβέρκο τους την ανάσα ενός λαϊκού ριζοσπαστισμού.
Θεωρούν πως έτσι λύνονται τα χέρια τους για να κάνουν όλες τις κωλοτούμπες μετά τις εκλογές, επικαλούμενοι αδυναμία στη σύγκρουσή τους με τους δανειστές της Ευρωζώνης. Πώς να συγκρουστούμε, όταν «δεν τραβάει ο κόσμος»;
Φυσικά, εμείς δε λέμε στην εργατική τάξη να πάει να φωνάζει αγωνιστικά συνθήματα στις συγκεντρώσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Να ξεφύγει από το σύνδρομο της ήττας την καλούμε και να χτίσει τη δική της πολιτική οργάνωση.
Π.Γ.