«Σε ρυθμούς σκληρής λιτότητας κινούνται Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία». Αυτό διατυμπάνιζαν τα ραδιοτηλεοπτικά δελτία ειδήσεων την Τρίτη και την Τετάρτη. Και ο «θρίαμβος του Νότου κατά της λιτότητας», που διατυμπάνιζαν το Σαββατοκύριακο; Αυτό ήταν το «τυράκι» για να πιαστούν οι λαοί στη φάκα του Μόντι, του Ραχόι, του Ολάντ. Ενα «τυράκι» για το οποίο δεν είχε καμιά αντίρρηση η γερμανική πολιτική ηγεσία, η οποία πήρε αυτά που ήθελε και απ’ αυτή τη σύνοδο κορυφής.
Πριν δούμε τι ακριβώς έγινε στην «ιστορική» σύνοδο κορυφής της ΕΕ στις 28 και 29 Ιούνη, πρέπει να σημειώσουμε δυο αλήθειες που αποσιωπούνται εντελώς από την αστική προπαγάνδα.
1 Οι αποφάσεις που παίρνονται στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας της ΕΕ δεν αφορούν την κρίση καθεαυτή, αλλά τη διαχείριση κάποιων πλευρών της. Διαχείριση που γίνεται μέσα από ανταγωνισμούς και συγκρούσεις, που οδηγούν σε συμφωνίες και συμβιβασμούς προσωρινού χαρακτήρα. Η ΕΕ έχει μπει και πάλι σε «ήπια κρίση», όπως λέγεται επισήμως από την Κομισιόν. Ηδη, οι άνεργοι πολλαπλασιάζονται κατά κύματα και όχι μόνο στις χώρες που έχουν υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέος. Η προηγούμενη φάση ανάκαμψης δεν κράτησε ούτε δυο χρόνια και οι ρυθμοί δεν έφτασαν καν το 2%. Αυτό δείχνει το βάθος της κρίσης και τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει ο καπιταλισμός ως σύστημα. Στο έδαφος αυτής της κρίσης όλες οι διαχειριστικές πολιτικές δεν μπορεί παρά να έχουν σκληρά ανταγωνιστικό χαρακτήρα, γιατί η κρίση πλήττει με ανισόμετρο τρόπο τα διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα και είναι λογικό οι συμφωνίες που γίνονται να φέρουν τη σφραγίδα του διαρκώς μεταβαλλόμενου συσχετισμού δύναμης ανάμεσά τους.
2 Ολες οι αποφάσεις που παίρνονται ρυθμίζουν ζητήματα ανταγωνισμού ανάμεσα στις διάφορες μερίδες του χρηματιστικού κεφάλαιου και είναι όλες και πάντοτε ενάντια στο ευρωπαϊκό προλεταριάτο. Διότι δε νοείται διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης χωρίς να φορτώνονται τα βάρη της στις πλάτες των εργαζόμενων. Οσα συνέβησαν στις χώρες των «νικητών», αμέσως μετά τη θριαμβευτική επιστροφή των ηγετών από τη σύνοδο κορυφής, επιβεβαίωσαν για πολλοστή φορά αυτή την αλήθεια.
Ο Μόντι επέστρεψε στη Ρώμη «θριαμβευτής» και σε μια συνάντηση με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία των εργαζόμενων στο δημόσιο ανακοίνωσε την περικοπή 100.000 θέσεων εργασίας μέχρι το 2014. Οπως έγραψε η «Corriere della Sera», η μείωση θα γίνει μέσω συνταξιοδοτήσεων και εργασιακής «εφεδρείας» («καταβολή του 80% του μισθού για δυο χρόνια, μέχρι την κανονική χορήγηση της σύνταξης»).
Δυο μέρες μετά, ο Μόντι συναντήθηκε με τη Μέρκελ στη Ρώμη και εξέπεμψαν «μήνυμα ενότητας». Για να μην καταντήσουμε σαν την Ελλάδα, «πρέπει να καταβάλουμε προσπάθειες και να εφαρμόσουμε μέτρα λιτότητας είπε ο Μόντι στις δηλώσεις που έκανε με τη Μέρκελ.
Ο Ραχόι επέστρεψε επίσης «θριαμβευτής» στη Μαδρίτη και ανέθεσε στον υπουργό Οικονομικών Λουΐς δε Γκίντος ν’ ανακοινώσει στο λαό τη «λυπητερή». Η χώρα θα χρειαστεί να καταβάλλει «επιπρόσθετες προσπάθειες», δήλωσε ο Γκίντος, διευκρινίζοντας ότι «τα μέτρα θα ληφθούν τις επόμενες εβδομάδες», με στόχο να επιτευχθεί ο στόχος που συμφωνήθηκε με την ΕΕ για μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού στο 5,3% του ΑΕΠ από 8,9% το 2011. Θυμίζουμε ότι η ισπανική κυβέρνηση πήγε στις Βρυξέλλες με δηλωμένο στόχο να πετύχει παράταση κατά ένα χρόνο στο στόχο του ελλείμματος, πράγμα που προφανώς δεν έγινε δεκτό. Οπως γράφει ο ισπανικός Τύπος, κατόπιν «διαρροών» από το υπουργείο Οικονομικών, τα νέα μέτρα θα περιλαμβάνουν αύξηση του ΦΠΑ, περικοπή των φοροαπαλλαγών και μειώσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Ο ίδιος ο Γκίντος δήλωσε ότι θα εφαρμοστεί αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία στους προϋπολογισμούς των 17 ημιαυτόνομων περιφερειών, οι οποίες –όπως είπε– είναι υπεύθυνες για μεγάλο μέρος του ελλείμματος. Την Τετάρτη, το Ρόιτερς μετέδωσε από τη Μαδρίτη ότι η κυβέρνηση Ραχόι ολοκληρώνει την επεξεργασία ενός προγράμματος περικοπής των δαπανών και αύξησης των φόρων ύψους 30 δισ. ευρώ (πέραν του προγράμματος που ήδη εφαρμόζεται, προφανώς)! Το πρόγραμμα θα περιλαμβάνει αύξηση του ΦΠΑ, νέο φόρο στην ενέργεια, μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα, μείωση μισθών στο δημόσιο, αύξηση των διοδίων και δραστική μείωση των δαπανών των υπουργείων (οποία πρωτοτυπία!). «Η ιδέα είναι να μειωθεί το κόστος του δημόσιου τομέα, να παγώσουν οι συντάξεις, να περικοπούν επιδόματα ανεργίας», δήλωσε στο Ρόιτερς πηγή που πρόσκειται στην κυβέρνηση.
Στην ίδια κατεύθυνση «χτύπησε» και η κυβέρνηση Ολάντ, που μπορεί να μην συγκαταλέχθηκε στους «θριαμβευτές», αντιμετωπίζει όμως ιδιαίτερα υψηλό έλλειμμα, αλλά και χρέος που έφτασε το 90% του ΑΕΠ. Πιστός στη σοσιαλδημοκρατική παράδοση, ο πρωθυπουργός Ζαν-Μαρκ Ερό ανακοίνωσε πρώτα αύξηση της φορολογίας για τα πολύ ψηλά εισοδήματα. Με τα μέτρα που ανακοινώθηκαν, όμως, δεν πιάνεται ούτε το μισό του στόχου της αύξησης των φορολογικών εσόδων που τέθηκε από την κυβέρνηση. Τα επόμενα μέτρα θ’ ανακοινωθούν σε δεύτερη φάση, ενώ ανατέθηκε στο Εθνικό Ελεγκτικό Συνέδριο να προετοιμάσει το έδαφος. Σε έκθεση που παρέδωσε το Ελεγκτικό Συνέδριο στον πρωθυπουργό, οι περικοπές που πρέπει να γίνουν το 2013 θα πρέπει να είναι πολύ πιο μεγάλες απ’ αυτές του 2012 (10 δισ. ευρώ) φτάνοντας τα 33 δισ. ευρώ! Κι αυτό με την προϋπόθεση ότι η οικονομική ανάπτυξη θα φτάσει το 1%, στόχος που από τον γαλλικό οικονομικό Τύπο θεωρείται εξαιρετικά φιλόδοξος.
Σκληρή λιτότητα, λοιπόν, έφεραν οι «θριαμβευτές» στους λαούς τους μαζί με τη «μεγάλη νίκη επί της γερμανικής αδιαλλαξίας».
Μόντι και Ραχόι είχαν μεγάλη ανάγκη να γυρίσουν στη Ρώμη και τη Μαδρίτη «νικητές». Ιδιαίτερα ο Μόντι, που βαλλόταν από το κομματικό κατεστημένο της Δεξιάς και είχε μοναδικό σύμμαχό του τον πάλαι ποτέ αστέρα του ιταλικού ευρωκομμουνισμού Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, πρόεδρο της Ιταλίας. Γι’ αυτό και κάποια στιγμή στη σύνοδο κορυφής απείλησε με παραίτηση. Ζήτησε, δηλαδή, από τους Γερμανούς στήριξη για να μπορέσει να επιβιώσει πολιτικά στην Ιταλία. Και όντως πήρε στήριξη, χωρίς σε τίποτα ν’ αλλάξει το σημερινό στάτους. Πήρε στήριξη σ’ αυτό που είχαν συμφέρον και η Γερμανία και η Γαλλία. Εγινε, δηλαδή, ένας συμβιβασμός που κάθε άλλο παρά ήττα της Γερμανίας συνιστά.
Πριν δούμε πώς ακριβώς διαμορφώθηκε ο νέος συμβιβασμός, πρέπει να σημειώσουμε κάτι που από τα ελληνικά ΜΜΕ πέρασε σχεδόν στο ντούκου. Ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Πιερ Μοσκοβισί δήλωσε στη «Le Figaro»: «Πιστεύω ότι (τα ευρωομόλογα) θα εκδοθούν κάποια στιγμή στο τέλος μιας διαδικασίας ολοκλήρωσης, η οποία θα χαρακτηρίζεται από την αλληλεγγύη. Αλλά αντιληφθήκαμε ότι προς το παρόν ήταν μια κόκκινη γραμμή που οι Γερμανοί φίλοι δεν μπορούσαν να υπερβούν»! Σχολιάζοντας, δε, την άποψη ότι τα κράτη-μέλη του Νότου πέτυχαν μια νίκη επί της Γερμανίας, δήλωσε ότι «ήταν όλη η Ευρώπη που κέρδισε, καταλήγοντας σε ένα συμβιβασμό υψηλής ποιότητας».
Δεν ήταν ο Ολάντ που δήλωνε ότι η Γαλλία δεν αρκείται στην αόριστη υπόσχεση ότι κάποια στιγμή θα εκδοθούν τα ευρωομόλογα και πως όταν μιλά για χρονοδιάγραμμα έκδοσης δεν εννοεί δέκα χρόνια; Πώς προσχωρεί πλήρως στη γερμανική θέση, σε λιγότερο από ένα μήνα; Προσχωρεί διότι στη συνάντηση Ολάντ-Μέρκελ, που έγινε στο Παρίσι μια μέρα πριν τη σύνοδο κορυφής, επανασυστάθηκε ο γερμανογαλλικός άξονας. Γαλλία και Γερμανία τα βρήκαν και ο Ολάντ άφησε «μπουκάλα» τους Μόντι και Ραχόι, με τους οποίους υποτίθεται ότι είχε συγκροτήσει τον «άξονα του Νότου». Η Γερμανία, λοιπόν, διατήρησε το δικαίωμά της να δανείζεται με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο και να δανείζει με τοκογλυφικά επιτόκια τις άλλες χώρες της ΕΕ. Οχι μόνο δεν «κοινοτοποιήθηκε» το χρέος των χωρών του λεγόμενου Νότου, αλλά οι γερμανικές τράπεζες διατήρησαν τη δυνατότητά τους να «γδέρνουν» αυτές τις χώρες. «Καθόλου δεν έχει αλλάξει η σθεναρή αντίσταση του Βερολίνου στην έκδοση ευρωομολόγου», δήλωσε η Μέρκελ στη γερμανική Βουλή, όπου εξασφάλισε όλες τις ψήφους των Σοσιαλδημοκρατών και των Πράσινων υπέρ του Δημοσιονομικού Συμφώνου.
Και η Γαλλία, στηρίζοντας τη Γερμανία στο θέμα των ευρωομόλογων (με μια θεαματική κωλοτούμπα των Ολάντ-Μοσκοβισί), εξασφάλισε ως αντάλλαγμα για τα κατασκευαστικά (και όχι μόνο) μονοπώλιά της τη μερίδα του λέοντος από το«αναπτυξιακό πακέτο» των 120 δισ. Στην πραγματικότητα, αυτό το «αναπτυξιακό πακέτο» (αστείο σε μέγεθος για την κλίμακα των χωρών της ΕΕ) δεν αποτελείται από νέα κονδύλια, αλλά από λιμνάζοντες πόρους στο πλαίσιο διάφορων κοινοτικών προγραμμάτων, που δεν μπορούσαν ν’ απορροφήσουν οι υπερχρεωμένες χώρες. Προφανώς, η γερμανο-γαλλική συμφωνία περιλαμβάνει και άλλες πτυχές, οι οποίες παρέμειναν επτασφράγιστο μυστικό πίσω από τους τοίχους του ανακτόρου των Ηλισίων Πεδίων.
Δεν έκανε πουθενά πίσω η Γερμανία; Φυσικά και έκανε. Ομως, αυτή ήταν μια τακτική υποχώρηση, υπαγορευμένη από το ευρύτερο συμφέρον του γερμανικού (και του γαλλικού) ιμπεριαλισμού. Δεν πρόκειται για υποχώρηση κάτω από τα χτυπήματα των Μόντι και Ραχόι, αλλά για αλλαγή τακτικής χάριν των συμφερόντων του γερμανικού και του γαλλικού χρηματιστικού κεφάλαιου. Απλά, οι Μόντι και Ραχόι είχαν ανάγκη από μια γερή προπαγανδιστική ένεση και όλοι κατάλαβαν την ανάγκη τους.
Γιατί η Γερμανία ήταν υποχρεωμένη να τροποποιήσει την τακτική της; Γιατί έπρεπε ν’ αποτρέψει κάθε κίνδυνο «χρεοκοπίας» των ισπανικών και ιταλικών τραπεζών (και των δύο κρατών, φυσικά). Τα τεράστια χρέη της Ισπανίας και της Ιταλίας αποτελούν πρόβλημα όχι μόνο για το τραπεζικό σύστημα των δύο αυτών χωρών, αλλά για το σύνολο της Ευρωζώνης και ιδιαίτερα για τη Γερμανία και τη Γαλλία. Από τα περίπου 2 τρισ. χρέους της Ιταλίας, οι γαλλικές τράπεζες κατέχουν 310 δισ. και οι γερμανικές 120 δισ. Από τα περίπου 800 δισ. του ισπανικού χρέους οι γαλλικές τράπεζες κατέχουν 110 δισ. και οι γερμανικές 130 δισ. Αρα, το κόστος δανεισμού της Ιταλίας και της Ισπανίας αυξάνει τον κίνδυνο για τις γερμανικές και τις γαλλικές τράπεζες και η Γερμανία, ως ηγέτρια δύναμη της Ευρωζώνης, ήταν υποχρεωμένη να παρέμβει. Αυτή η παρέμβαση, όμως, έγινε με τους όρους της Γερμανίας και όχι με τους όρους της Ιταλίας και της Ισπανίας, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Δύο είναι τα σημεία που υποτίθεται ότι σηματοδότησαν την «ήττα» της Γερμανίας. Το πρώτο είναι η απόφαση να μπορεί ο ESM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθεροποίησης) να προχωρά μόνος του στην ανακεφαλαίωση τραπεζών. Η προπαγάνδα στη χώρα μας έκρυψε τη βασική προϋπόθεση που συνοδεύει αυτή την απόφαση: θα πρέπει πρώτα να δημιουργηθεί ενιαίος εποπτικός μηχανισμός των ευρωπαϊκών τραπεζών. Αυτό πρέπει να αποφασιστεί «κατεπειγόντως»… μέχρι τα τέλη του 2012. Δηλαδή, μετά από ένα εξάμηνο θα δουν αν και με ποιες προϋποθέσεις θα μπορεί ο ESM να ανακεφαλαιώνει ευρωπαϊκές τράπεζες που εμφανίζουν προβλήματα. Και βέβαια, όπως ρητά αναφέρεται στην απόφαση, «αυτό θα υπόκειται στις κατάλληλες προϋποθέσεις, οι οποίες θα είναι συγκεκριμένες για κάθε ίδρυμα, τομέα ή οικονομία και θα αποτυπωθούν σε μνημόνιο συμφωνίας».
Οι τράπεζες που θα ανακεφαλαιώνονται θα περνούν στον έλεγχο του ESM, δηλαδή των ισχυρότερων μερίδων του χρηματιστικού κεφάλαιου που ελέγχουν και τον ESM, ενώ οι χώρες θα συμφωνούν στην εφαρμογή Μνημονίων. Οσο για τις ισπανικές τράπεζες, αυτές θα ανακεφαλαιωθούν άμεσα από τον υπάρχοντα μηχανισμό EFSF (είναι ο ίδιος που δανείζει την Ελλάδα). Αυτό δε θα επιβαρύνει το ισπανικό κράτος με πρόσθετο χρέος, όμως, όπως είπε η Μέρκελ στη γερμανική Βουλή, «η παροχή βοήθειας μέσω των μηχανισμών στήριξης θα συνοδεύεται από αυστηρούς όρους», συμπληρώνοντας ότι «η αγορά ομολόγων ασφαλώς και θα απαιτεί την εποπτεία ενός είδους τρόικας, αλλά και τη σύνταξη ενός μνημονίου για κάθε χώρα που προσφεύγει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης». «Ιταλία και Ισπανία δεν μπορούν να πάρουν εάν δεν δώσουν», είπε χαρακτηριστικά η Μέρκελ.
Το δεύτερο σημείο είναι η χρήση των Μηχανισμών «με ευέλικτο και αποτελεσματικό τρόπο, ώστε να σταθεροποιηθούν οι αγορές των κρατών μελών που τηρούν τις ανά χώρα συστάσεις και τις λοιπές δεσμεύσεις τους περιλαμβανομένων των σχετικών χρονοδιαγραμμάτων». Η απόφαση συμπληρώνει ότι «οι όροι αυτοί θα πρέπει να αποτυπωθούν σε μνημόνιο συμφωνίας». Αυτό παρουσιάστηκε σαν επιτυχία του Μόντι, όμως όσοι παρακολουθούν από κοντά την εξέλιξη του ευρωενωσίτικου παζαριού ξέρουν πως αυτή η δυνατότητα είχε δοθεί στους μηχανισμούς από πέρυσι. Οι Μηχανισμοί είχαν τη δυνατότητα ν’ αγοράζουν ομόλογα, στην πρωτογενή ή τη δευτερογενή αγορά, μετά από αίτημα ενός κράτους-μέλους, το οποίο πρέπει να υπογράψει Μνημόνιο Συμφωνίας. Τίποτα το καινούργιο δεν υπάρχει στη συγκεκριμένη απόφαση. Καινούργιο θα υπήρχε μόνο αν η σχετική αναφορά συνοδευόταν και με απόφαση για αύξηση των κεφαλαίων που διαθέτουν οι Μηχανισμοί, που είναι μόλις 500 δισ. ευρώ, τα οποία θα γίνουν 400 μόλις υλοποιηθούν οι συμφωνίες με Ισπανία και Κύπρο. Ποσό ασήμαντο για να καλύψει τις ανάγκες Ιταλίας και Ισπανίας. Η Μέρκελ «έδωσε» στον Μόντι ένα αδειανό πουκάμισο, κρατώντας τον έλεγχο των Μηχανισμών και αρνούμενη ν’ αυξήσει τα κεφάλαια που διαθέτουν.
Υπάρχουν και άλλες πλευρές που ο χώρος δεν επιτρέπει να σχολιάσουμε. Νομίζουμε, όμως, πως απ’ όσα εκτέθηκαν παραπάνω φαίνεται καθαρά πως τους όρους τους επέβαλε και πάλι ο γερμανογαλλικός άξονας και πως οι ανταγωνισμοί και τα παζάρια θα συνεχιστούν με αμείωτη ένταση.