Υπάρχει για τους κατηγορούμενους για ένοπλη αντικαθεστωτική δράση αυτό που στη νομική γλώσσα ονομάζεται «ασφάλεια δικαίου»; Στην ελάχιστη, στη στοιχειώδη έστω μορφή; Το ερώτημα τέθηκε για πολλοστή φορά στη δίκη για τη δράση του Επαναστατικού Αγώνα και η απάντηση ήταν και πάλι αρνητική. Με προκλητικό μάλιστα τρόπο, μιλώντας επί της ουσίας.
Από την προηγούμενη συνεδρίαση είχε μείνει η εκκρεμότητα δυο ενστάσεων που υπέβαλε η υπεράσπιση Κορτέση. Η πρώτη ένσταση αφορούσε την πλαστότητα της έκθεσης σύλληψης του Κορτέση, η οποία τον εμφανίζει να έχει συλληφθεί στη ΓΑΔΑ 24 ώρες μετά την πραγματική σύλληψή του, η οποία έγινε στο δρόμο, όπως παραδέχτηκε όταν κατέθετε και ο τμηματάρχης της Αντιτρομοκρατικής Κ. Παπαθανασάκης, βασικός μάρτυρας κατηγορίας σ’ αυτή τη δίκη. Με τη δεύτερη ένσταση ζητήθηκε να κριθούν ως μη αναγνωστέα μια σειρά έγγραφα των υπηρεσιών της Ασφάλειας (πραγματογνωμοσύνες και άλλα), που μπήκαν στη δικογραφία μετά το τέλος της ανάκρισης.
Ο εισαγγελέας αυτή τη φορά υπήρξε αναλυτικός. Ισως ήταν η μεγαλύτερη σε χρόνο τοποθέτησή του από την έναρξη της δίκης. Προσπάθησε να αρθρώσει νομική επιχειρηματολογία, να παραθέσει νομολογία με συναφείς αποφάσεις. Επί της ουσίας, επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά αυτό που κατά κόρον επισημαίνει ο πολύπειρος Σπ. Φυτράκης. Οτι υπάρχουν δυο μοντέλα προσέγγισης των ποινικών και δικονομικών θεμάτων, ένα κατασταλτικό και ένα μη κατασταλτικό. Εκείνο που επικρατεί σ’ αυτού του τύπου τις πολιτικές δίκες είναι το κατασταλτικό μοντέλο, με το οποίο τα πάντα ερμηνεύονται συσταλτικά, πάντα σε βάρος των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου για ένοπλη επαναστατική δράση.
Για τη δεύτερη ένσταση, για παράδειγμα, ο εισαγγελέας επικαλέστηκε σχετική απόφαση που πάρθηκε κατά τη δίκη της 17Ν, για να υποστηρίξει ότι κατά το άρθρο 364 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι διάδικοι και ο εισαγγελέας μπορούν να προσκομίσουν οποιοδήποτε έγγραφο και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ανεξάρτητα από το χρόνο σύνταξής του. Για τα συγκεκριμένα έγγραφα, των οποίων ζητήθηκε η μη ανάγνωση, υποστήριξε ότι συντάχθηκαν πριν την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος και τέθηκαν υπόψη των κατηγορούμενων. Οταν του επισημάνθηκε (Ι. Ραχιώτης) ότι το ερώτημα είναι αν τα συγκεκριμένα έγγραφα συντάχθηκαν με τους νόμιμους τύπους και η απάντηση είναι όχι, ο εισαγγελέας δεν απάντησε. Σύμφωνα με την υπεράσπιση, αν ακολουθηθεί αυτή η λογική, η δίκη μετατρέπεται σε κινούμενη άμμο. Δεν μπορεί να μπερδεύονται τα στάδια μιας υπόθεσης. Δηλαδή, να έχει ξεκινήσει η κύρια διαδικασία, η δίκη, και παράλληλα να διενεργούνται και ανακριτικές πράξεις από κρατικές υπηρεσίες, όπως η Αντιτρομοκρατική. Αυτό είναι έξω από κάθε πλαίσιο δίκαιης δίκης, γιατί ο κατηγορούμενος δεν ξέρει σε τι πρέπει να αμυνθεί: στα δεδομένα της δικογραφίας ή στο υλικό που δημιουργείται από τις συνεχιζόμενες ανακριτικές πράξεις;
Για την πρώτη ένσταση ο εισαγγελέας προσπάθησε να δώσει νομική υπόσταση σ’ έναν ολοφάνερο παραλογισμό. Συμφώνησε ότι όντως η σύλληψη του Κορτέση έγινε σε προηγούμενο χρόνο και σε διαφορετικό χώρο. Χαρακτήρισε μεθόδευση της Αντιτρομοκρατικής αυτό που –δυστυχώς, όπως είπε- γίνεται. Οταν συλλαμβάνεται κάποιος στο δρόμο από ομάδα της Αντιτρομοκρατικής, αυτό είναι σύλληψη και όχι προσαγωγή. Μίλησε για κακή πρακτική και είπε ευθέως ότι θεωρεί αναληθές το περιεχόμενο της έκθεσης σύλληψης. Ομως, αυτό δεν καθιστά την έκθεση σύλληψης πλαστό έγγραφο, κατέληξε, αλλά απλώς αναληθές. Την αναλήθειά του, δε, θα την κρίνει ελεύθερα το ποινικό δικαστήριο, που δεν δεσμεύεται από τίποτα (π.χ. από το γεγονός ότι το έγγραφο υπογράφεται από κρατική υπηρεσία). Οταν του επισημάνθηκε (Ι. Ραχιώτης) ότι το δημόσιο έγγραφο προσβάλλεται ως πλαστό, όταν αποτελεί ψευδή βεβαίωση και ότι εν προκειμένω ψευδή δεν είναι μόνο η ώρα και ο τόπος, αλλά και το ίδιο το πραγματικό γεγονός που βεβαιώνεται (η σύλληψη), το μόνο που βρήκε να πει ο εισαγγελέας ήταν: «Βρείτε μου μια οποιαδήποτε απόφαση που κρίνει ως πλαστό ένα έγγραφο με αναληθές περιεχόμενο και εγώ θα παραδεχτώ ότι έκανα λάθος και θα ζητήσω συγνώμη». Στην ποινική δίκη, κατέληξε, υπάρχουν μόνο έγγραφα που κρίνονται ελεύθερα, δεν υπάρχει αντίθετη νομολογία, το έψαξα. Στο σημείο αυτό παρενέβη ο Σπ. Φυτράκης και θύμισε ότι στη δίκη του ΕΛΑ προσέβαλε ως πλαστά τα φερόμενα σαν αρχεία της ΣΤΑΖΙ και το δικαστήριο τα έστειλε πίσω στην εισαγγελία.
Το δικαστήριο, αφού διέκοψε για λίγο, αποφάσισε δικαιώνοντας πλήρως την κατασταλτική λογική που και ο εισαγγελέας είχε υποστηρίξει. Απέρριψε την ένσταση για τα έγγραφα που εισήχθησαν μετά το τέλος της ανάκρισης, με το σκεπτικό ότι αποτελούν πληροφοριακά έγγραφα που εισήχθησαν πριν την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος και τα οποία θα εκτιμηθούν ελεύθερα από το δικαστήριο μαζί με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Απέρριψε, επίσης, την ένσταση περί πλαστότητας της έκθεσης σύλληψης. Τα πραγματικά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, δεν περιγράφουν το αδίκημα της πλαστογραφίας, αλλά της ψευδούς βεβαίωσης, ανακοίνωσε ο πρόεδρος. Για να χρυσώσει το χάπι, το δικαστήριο αποφάσισε ότι μετά την τελική του απόφαση, αν εκτιμηθούν έτσι τα πραγματικά περιστατικά, θα σταλούν τα πρακτικά στον εισαγγελέα ποινικής δίωξης για να ασκήσει τα δέοντα.
Τι μας είπαν επί της ουσίας; Εντάξει, συμφωνούμε ότι οι «αντιτρομοκρατικάριοι» έφτιαξαν μια καθ’ ολοκληρίαν ψεύτικη έκθεση σύλληψης, αλλά εμείς τη δεχόμαστε ως έγγραφο και απλώς θα την κρίνουμε. Κάποια στιγμή, δε, όταν τελειώσει αυτή η δίκη και καθαρογραφεί η απόφαση, θα στείλουμε τα πρακτικά στον εισαγγελέα για να δει αν θ’ ασκήσει διώξεις στους «αντιτρομοκρατικάριους». Λανσάρισαν, δηλαδή, έναν απατηλό φερετζέ, προστατεύοντας το γενικό κύρος της Αντιτρομοκρατικής και καλύπτοντας τις αυθαιρεσίες της. Κάποτε, σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον, κάποιος εισαγγελέας ίσως ασχοληθεί και με το… ψιλοαδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης (και, βέβαια, είμαστε σίγουροι ότι δεν πρόκειται να βρει αδίκημα, αλλά απλώς κάποια παρατυπία που έγινε… χωρίς δόλο). Προς το παρόν, η υπηρεσία αυτή πρέπει να βγει αλώβητη και το δικαστήριο να λειτουργήσει ως ο τελευταίος δρομέας σε μια σκυλατοδρομία της ενιαίας και αδιαίρετης κρατικής καταστολής. Γι’ αυτό και λέμε πως σ’ αυτές τις πολιτικές δίκες, όταν δικάζονται αντίπαλοι του συστήματος, αυτά για τα οποία επαίρεται ο αστικός κόσμος, η «δίκαιη δίκη», η «ασφάλεια δικαίου», το «κράτος δικαίου», πάνε περίπατο και μένει μόνο η σιδερένια θέληση για την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων του συστήματος. Εχουν και παραδειγματικό χαρακτήρα αυτές οι δίκες. Χρησιμοποιούνται για να στείλουν το μήνυμα πως το σύστημα εξουσίας, με όλους τους μηχανισμούς του ενωμένους σε ενιαίο σχηματισμό μάχης, είναι και θα είναι κατασταλτικά αδίστακτο ενάντια σε όποιον κατηγορηθεί ότι πέρασε την «κόκκινη γραμμή» της αστικής νομιμότητας. Αυτός δεν θα πρέπει να υπολογίζει στους υπάρχοντες κανόνες της τυπικής νομιμότητας.
Η υπόλοιπη συνεδρίαση κύλησε με ανάγνωση εγγράφων. Οταν ήρθε η σειρά των γραφολογικών εκθέσεων, οι οποίες αφορούν τις προκηρύξεις του ΕΑ, ο Κ. Γουρνάς (οι Ν. Μαζιώτης και Π. Ρούπα απουσίαζαν) ζήτησε να διαβαστούν οι προκηρύξεις της οργάνωσης που έχουν επισυναφθεί στις γραφολογικές εκθέσεις. Προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία μπορούν να διαβαστούν όλες μαζί στο τέλος, είπε. Ο εισαγγελέας εξέφρασε την ενόχλησή του («τις έχουμε διαβάσει τις προκηρύξεις», είπε), ο Κ. Γουρνάς του απάντησε «δεν πειράζει» και ο πρόεδρος ανακοίνωσε ότι θα διαβάζει κάθε προκήρυξη όπως είναι στη σειρά των αναγνωστέων εγγράφων (ανά υπόθεση). Η πρώτη προκήρυξη που διαβάστηκε αφορούσε τη ματαιωθείσα επίθεση κατά Βουλγαράκη. Από το πακέτο των αναγνωστέων εγγράφων αυτής της υπόθεσης φάνηκε καθαρά ότι δεν υπήρξε κανένας τραυματισμός, ούτε καν του αστυνομικού του ΤΕΕΜ που έκανε τον έλεγχο με τον εκπαιδευμένο σκύλο. Το γεγονός σχολίασε σύντομα η συνήγορος Δ. Βαγιανού, ενώ και ο πρόεδρος υπερθεμάτισε, θυμίζοντας πως και όταν κατέθεσε ο συγκεκριμένος αστυνομικός είπε πως δεν τραυματίστηκε (για την ακρίβεια, είχε πει πως είναι σίγουρος πως δεν ήταν στόχος και πως αυτοί που πυροδότησαν τον μηχανισμό είχαν τον απόλυτο έλεγχο και αν ήθελαν θα μπορούσαν να τον είχαν σκοτώσει).
Διαβάστηκαν, επίσης, η προκήρυξη για την ενέργεια στη Citibank καθώς και μια ανακοίνωση του ΕΑ που αφορούσε διάψευση των «Νέων» ότι δήθεν δεν υπήρξε προειδοποιητικό τηλεφώνημα. Με αποστομωτικό τρόπο (δίνοντας ακόμα και τη διεύθυνση του καρτοτηλεφώνου και τον ακριβή χρόνο που έγινε το προειδοποιητικό τηλεφώνημα) η οργάνωση διέψευσε τη φιλολογία της αστικής φυλλάδας. Η δίκη διακόπηκε για την Παρασκευή 6 Ιούλη.