Το 37,53% έφτασε η αποχή, έναντι 34,9% στις 6 Μάη. Το 2009 ήταν 29%, το 2007 ήταν 25,85% και παλιότερα μικρότερη. Εχουμε, δηλαδή, νέο ρεκόρ αποχής στις εκλογές που χαρακτηρίστηκαν ως οι κρισιμότερες από το 1974 και οι οποίες πήραν διπλά διλημματικό χαρακτήρα. Οι κυρίαρχες αστικές δυνάμεις, με τη βοήθεια και των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών κέντρων, έθεταν το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έθετε το δίλημμα «Μνημόνιο ή ΣΥΡΙΖΑ». Και όμως, 260.000 περισσότεροι ψηφοφόροι σε σχέση με τις 6 Μάη έκαναν αποχή.
Σπεύδουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι αυτή η άνοδος της αποχής δεν αφορά μόνο, ούτε κυρίως, ψηφοφόρους της επαρχίας, που επειδή κατοικούν στο κέντρο δεν πήγαν για να ψηφίσουν, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Στα μεγάλα προλεταριακά κέντρα η εικόνα της αύξησης της αποχής είναι ανάλογη με το σύνολο της χώρας. Στη Β’ Αθήνας η αποχή αυξήθηκε σε 29,2% από 26,6%, στην Α’ Αθήνας αυξήθηκε σε 40,9% από 39,1%, στη Β’ Πειραιά σε 35,72% από 32,33%, στην Α’ Πειραιά σε 40,8% από 38,35% και στην Α’ Θεσσαλονίκης σε 33,2% από 30,23%. Αρα, έχουμε μια πολιτική επιλογή και όχι μια επιλογή λόγω οικονομικής ανάγκης.
Σε τι οφείλεται το νέο ρεκόρ αποχής; Εχουμε ξαναγράψει ότι, όπως η ψήφος, έτσι και η αποχή δεν κουβαλάει αιτιολογία. Δηλαδή, θα θεωρήσουμε συνειδητή ψήφο το 26,89% που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ και όχι το 37,53% της αποχής; Αν το συγκρίνουμε σε ψήφους, αποχή έκαναν 3.735.114 πολίτες με δικαίωμα ψήφου, ενώ ΣΥΡΙΖΑ ψήφισαν 1.655.053. Δηλαδή, η αποχή είναι υπερδιπλάσια, όπως υπερδιπλάσια είναι και σε σχέση με τις ψήφους που πήρε η ΝΔ. Η αποχή μπορεί να εκφράζει διαμαρτυρία, μπορεί να εκφράζει αδιαφορία, μπορεί να είναι συνειδητή πράξη. Επομένως, εκείνο που πρέπει να σημειωθεί είναι πως, την ώρα που 1.227.329 ψηφοφόροι εγκατέλειπαν τα κόμματα που είχαν ψηφίσει μόλις στις 6 Μάη και ψήφιζαν ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ, πολιορκημένοι από τα ψευτοδιλήμματα, 5.735.114 ψηφοφόροι επέλεξαν την αποχή, ενώ 259.895 απ’ αυτούς είχαν ψηφίσει στις 6 Μάη. Αυτό, αν μη τι άλλο, δείχνει ότι κατάφεραν να απεγκλωβιστούν από τα ψευτοδιλήμματα και να συνειδητοποιήσουν ότι η ψήφος τους στις συγκεκριμένες συνθήκες δεν θα είχε καμιά αξία. Οι εξελίξεις, από την επομένη κιόλας των εκλογών, με τις νέες κωλοτούμπες, ένθεν κακείθεν, τους δικαίωσαν.
Το εκλογικό δικαίωμα στην αστική δημοκρατία κατακτήθηκε με αγώνες. Με αγώνες λαϊκών κινημάτων υπό την ηγεσία της αστικής τάξης ενάντια στη φεουδαρχία και με αγώνες ενάντια σε δικτατορικά-φασιστικά αστικά καθεστώτα. Εμείς δεν το πετάμε στα σκυλιά. Ομως, το εκλογικό δικαίωμα πρέπει να αξιοποιείται με τρόπο που να υπηρετεί τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα και όχι με τρόπο που να τα υπονομεύει. Οταν το εκλογικό δικαίωμα φετιχοποιείται, τότε τίθεται στην υπηρεσία της αστικής τάξης, νομιμοποιώντας το παιχνίδι των ποικιλόχρωμων πολιτικών της εκπροσώπων. Και η αποχή είναι άσκηση του εκλογικού δικαιώματος με ορισμένο τρόπο και μάλιστα, όταν είναι συνειδητή, με τρόπο ριζοσπαστικό σε σχέση με τη συμμετοχή. Το σημειώνουμε αυτό, γιατί με την επικράτηση του κοινοβουλευτικού κρετινισμού στην ποικιλόχρωμη Αριστερά, κοντεύει να ξεχαστεί το αλφαβητάρι του μαρξισμού.
Εκείνο που πρέπει να θυμίσουμε και πάλι είναι αυτό που λέγαμε και όταν προπαγανδίζαμε την αποχή ως συνεπή ταξική στάση: σημασία δεν έχει τόσο η στάση μπροστά στην κάλπη όσο η στάση μετά την κάλπη. Μια αποχή που συνοδεύεται από παθητική κοινωνική στάση δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Από την άλλη, είναι αισχρό να υποτιμούν κάποιοι την αποχή, να τη βαφτίζουν προβοκατόρικα ως απολίτικη ή πολιτικά αδιάφορη στάση, να αποθεώνουν σαν «αριστερή στροφή» την ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ των ψευδών και στη ΔΗΜΑΡ της υποκρισίας και μετά να υφίστανται ένα μεγαλειώδες «ξεψείρισμα» ψήφων από τον ΣΥΡΙΖΑ και ν’ αρχίζουν τα πολιτικά κλαψουρίσματα για τους εκβιασμούς που ασκήθηκαν στους ψηφοφόρους.