Οπως θα ήταν λάθος να πούμε πως το 7% που ψήφισε τη «Χρυσή Αυγή» χαρίζοντάς της 21 βουλευτές αποτελείται από οπαδούς του νεοναζισμού, έτσι θα ήταν λάθος να καθαρίσουμε με το φαινόμενο λέγοντας πως αυτό το τεράστιο ποσοστό αποτελείται απλά από ψήφους θυμού και διαμαρτυρίας, που ρίχτηκαν περίπου στο χαβαλέ. Το φαινόμενο είναι πολύ πιο σύνθετο, αλλά όχι δύσκολο στην ανάλυσή του.
Καταρχάς, σε όλη την Ευρώπη έχει φουσκώσει η ρατσιστική, εθνικιστική ακροδεξιά. Σπεύδουμε να προλάβουμε την ένσταση ότι η ΧΑ είναι μια νεοναζιστική συμμορία υποκοσμιακού τύπου. Είναι η συγκυρία που έφερε αυτή τη συμμορία στη θέση της αυθεντικής έκφρασης της ακροδεξιάς. Μεγάλο ρόλο σ’ αυτή τη συγκυρία έπαιξε η κατάρρευση του ΛΑΟΣ που εκτέθηκε ανεπανόρθωτα με την ψήφιση του Μνημόνιου, με τη συμμετοχή του στη συγκυβέρνηση Παπαδήμου και με την υποκριτική κωλοτούμπα που έκανε στο τέλος ο Καρατζαφέρης. Και μια που μιλάμε για το ΛΑΟΣ, ας θυμηθούμε τα πρώτα χρόνια του, τότε που ο Καρατζαφέρης είχε μαζέψει όλο τον ακροδεξιό εσμό, μαζί και τους Χρυσαυγίτες, μέχρι να εκλεγεί στη Βουλή και να περιθωριοποιήσει τον υποκοσμιακό εσμό που είχε μαζέψει αρχικά γύρω του, σπρώχνοντας κομμάτι του προς τη νεοναζιστική συμμορία.
Δεύτερο, η επίσημη αστική πολιτική έχει ψηλά στην ατζέντα της θέματα με τα οποία κάνουν παιχνίδι οι νεοναζί και κυρίως το μεταναστευτικό. Τυχαίο είναι που στη Β’ Αθήνας διασώθηκαν από το ΠΑΣΟΚ και εκλέχτηκαν πρώτοι ο Λοβέρδος με τον Χρυσοχοΐδη, δυο από τους πιο λυσσασμένους μνημονιακούς Πασόκους; Εκαναν προεκλογικό αγώνα με σκληρή ρατσιστική-αντιμεταναστευτική γραμμή και αυτό τους έδωσε την πρωτιά (παρά τα πλήγματα που είχαν δεχτεί – ιδιαίτερα ο Χρυσοχοΐδης που είχε γίνει περίγελως) από εκείνους που ψήφισαν και πάλι ΠΑΣΟΚ.
Τρίτο, το κλίμα που έχει δημιουργηθεί την τελευταία διετία, με την κυριαρχία των κραυγών, τις κρεμάλες και την απαίτηση για «τιμωρία των ενόχων» (μεταξύ των οποίων δεν βρίσκονταν οι καπιταλιστές, αλλά μόνο αστοί πολιτικοί που διαχειρίστηκαν την εξουσία), χωρίς ούτε μια στοιχειώδη ανάλυση σε βάθος, ταίριαζε γάντι και με το σλόγκαν των νεοναζί «να ξεβρωμίσει ο τόπος». Δεν πρέπει να ξεχνάμε ούτε την άνετη συνύπαρξη των καμουφλαρισμένων νεοναζί με τους υπόλοιπους «αγανακτισμένους» στο Σύνταγμα και άλλες πλατείες.
Τέταρτο, τα ΜΜΕ και οι κατευθυνόμενες εταιρίες δημοσκοπήσεων έβαλαν τη ΧΑ στη βεντάλια των κομμάτων που «μετρούσαν», δίνοντάς της παραπέρα αέρα και απενοχοποιώντας το ναζιστικό μόρφωμα. Εβαλαν τους νεοναζί στο πολιτικό παιχνίδι, σαν να κάνουν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, και μόνο το τελευταίο δεκαήμερο, βλέποντας προφανώς τα κυλιόμενα (κρυφά) γκάλοπ, άρχισαν να κάνουν λόγο για νεοναζί. Μέχρι τότε, η ΧΑ παρουσιαζόταν σαν ένα απλώς ακροδεξιό μόρφωμα, τύπου ΛΑΟΣ. Η προσπάθεια «φουσκώματος» της ΧΑ δεν ήταν άσχετη από την προσπάθεια όλων αυτών να στραπατσάρουν τον Καρατζαφέρη, τον οποίο θεώρησαν αναξιόπιστο, μετά την κωλοτούμπα της αποχώρησης από τη συγκυβέρνηση.
Πέμπτο και κυριότερο, είναι η ίδια η κρίση του καπιταλισμού και κυρίως η καταστροφή των μεσαίων στρωμάτων, που συντείνει στη φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής. Σημαντικό μέρος αυτών των στρωμάτων χαρακτηρίζονταν από λούμπεν συμπεριφορές και κατά την περίοδο της ακμής τους. Διαμόρφωναν ένα μοντέλο «ελληναράδων», με προκλητική καταναλωτική συμπεριφορά, αμοραλιστών, με μοναδικό τους δόγμα «η πάρτη μας». Πολιτικά ήταν πάντοτε με την εκάστοτε εξουσία, σε μια προσπάθεια να εξυπηρετήσουν την «πάρτη τους». Τώρα, με την καταστροφή να τα απειλεί ή να έχει ήδη γίνει πράξη, αυτά τα στρώματα είναι έτοιμα να πάνε στο φασισμό, έχοντας χάσει κάθε εμπιστοσύνη στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, το οποίο μέχρι πρότινος προσκυνούσαν.
Μπορεί να μας εξέπληξε το ιδιαίτερα ψηλό 7% των νεοναζί, όμως η άνοδός τους ήταν αναμενόμενη, στις συνθήκες που περιληπτικά περιγράψαμε παραπάνω. Βέβαια, το αστικό κοινοβούλιο απαιτεί γραβατωμένους ακροδεξιούς και όχι ξυρισμένα γουλί ασπόνδυλα, τραμπούκους και μπράβους της νύχτας, μαχαιροβγάλτες και προστάτες. Αλλά ποιος μπορεί ν’ αποκλείσει μια σχετικά γρήγορη προσαρμογή των νεοναζί στα αστικά κοινοβουλευτικά θέσμια; Τότε θα γίνουν ακόμα πιο επικίνδυνοι. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η φασιστική τάση θα ενισχύεται στις συνθήκες της κρίσης.