Η βόμβα που έσκασε στα χέρια του Σάββα Ξηρού στα τέλη Ιούνη του 2002 τροποποίησε την ειλημένη απόφαση του συστήματος να στείλει σε δίκη συγκεκριμένους ανθρώπους από τους καταλόγους των Αμερικάνων, υπεύθυνους υποτίθεται, σύμφωνα με την αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων, για όλες τις οργανώσεις ένοπλης βίας που είχαν δράσει στην Ελλάδα.
Μετά τη 17Ν, οι Αμερικάνοι πίεζαν, με απειλή το σαμποτάζ των ολυμπιακών αγώνων, για περισσότερες συλλήψεις. Το σύστημα έστησε την υπόθεση ΕΛΑ και προχώρησε σε συλλήψεις. Αφού μας συνέλαβαν, ήταν βέβαιο ότι θα μας καταδίκαζαν, μιας και είχαν τη δυνατότητα της επιλογής των κατάλληλων δικαστών. Μας φόρτωσαν και όλες τις υπόλοιπες οργανώσεις και ξεμπέρδεψαν.
Η πρώτη δίκη επιβεβαίωσε αυτή την εκτίμηση. Οι ψευδομάρτυρες προστατεύονταν, οι όποιοι μάρτυρες κατέθεταν υπερασπιστικά απειλούνταν και προπηλακίζονταν, οι κατηγορούμενοι στερούνταν απο τα δικονομικά τους δικαιώματα. Στόχος ήταν μια απόφαση πριν τους ολυμπιακούς αγώνες. Δεν τον πέτυχαν.
Εδώ μπαίνει ένα ερώτημα. Ενώ θα μπορούσαν να μας καταδικάσουν σε 25 χρόνια φυλακή με μια απόφαση, διαβλητή μεν αλλά εύπεπτη για την «κοινή γνώμη», μας καταδίκασαν δημιουργώντας το ναζιστικής έμπνευσης νομολόγημα της αρχής της συλλογικής ευθύνης. Μια απόφαση που έκανε ρόμπα και το δικαιακό τους σύστημα και τους ίδιους τους δικαστές. Αξιζε, όμως, αυτές τις «θυσίες», γιατί ένα τέτοιο νομολόγημα θα αποτελούσε ένα φοβερό όπλο ενάντια στο κίνημα. Αυτό εκτίμησα, το είπα και το εξήγησα με παραδείγματα αμέσως μετά την απόφαση.
Πριν να τελειώσει η πρώτη δίκη του ΕΛΑ, βγήκε το βούλευμα για τη δεύτερη δίκη του ΕΛΑ. Είχε δύο στόχους. Εναν άμεσο, να πιέσει τους δικαστές και να τους αναγκάσει να βγάλουν μια καταδικαστική απόφαση σύμφωνη με τις πολιτικές επιδιώξεις του συστήματος και ένα μακροπρόθεσμο, την ενίσχυση του νομολογήματος της συλλογικής ευθύνης από μία δεύτερη όμοια απόφαση ενός δεύτερου πρωτόδικου δικαστηρίου.
Η προσθήκη του Γ.Σερίφη, κατηγορούμενου για την υπόθεση του Περισσού, έγινε για να ικανοποιηθούν οι Αμερικάνοι και όχι για να καταδικαστεί. Αυτό το κατανόησε η πολιτική αγωγή που δεν παρέστη καθόλου σε ΟΛΗ τη διάρκεια της διαδικασίας, γιατί γνώριζε τις πολλαπλές καταθέσεις δύο υψηλόβαθμων της Αντιτρομοκρατικής, που υπερασπίζονταν και αθώωναν τον Γ. Σερίφη και κατακεραύνωναν τον ψευδομάρτυρα Κορωναίο. Βέβαια, υπήρξαν ετερόκλητες συμμαχίες που λειτούργησαν με «διαφορετική άποψη», με διαφορετικές πολιτικές η προσωπικές σκοπιμότητες, αντικειμενικά διασπαστικά για το κίνημα.
Τη σημασία του νομολογήματος της συλλογικής ευθύνης την αντιλήφτηκαν άμεσα πολλές συλλογικότητες και σύντροφοι, που παλεύουν και στους δρόμους και δεν θεωρητικολογούν ανέξοδα, και το πολέμησαν με όλες τους τις δυνάμεις σε πολλά επίπεδα.
Την συγκεκριμένη απόφαση της δεύτερης δίκης του ΕΛΑ κανείς δεν την περίμενε. Γιατί είναι μια δικαστική απόφαση με πολιτικό περιεχόμενο που αντιστοιχεί στον πολιτικό χαρακτήρα της δίκης. Δεν είναι κανένας «θρίαμβος της αστικής δικαιοσύνης», αλλά δύο ανθρώπων, της εφέτη Χυτήρογλου και του εφέτη Ντούλη. Στήριξαν μια απόφαση χωρίς ισορροπίες, χωρίς συμβιβασμούς.
Τί σηματοδοτεί αυτή η απόφαση;
Α) Εβαλε σημαντικά εμπόδια στην προσπάθεια τροποποίησης του «αντιτρομοκρατικού» νόμου ώστε να τιμωρείται το φρόνημα, γιατί, ενώ με αναγνώρισε ως μέλος του ΕΛΑ και έχοντας επίγνωση της συνεχούς από μέρους μου προπαγάνδισης των ιδεολογικοπολιτικών θέσεων του ΕΛΑ, δεν με τιμώρησε. Το φρόνημα τιμωρείται φανερά στην Αμερική και την Αγγλία αλλά και σε πολλές άλλες χώρες με έμμεσο τρόπο, όπως είναι η έκδοση στους Αμερικάνους «εν δυνάμει τρομοκρατών».
Β) Απαξίωσε μαρτυρίες τύπου Κυριακίδου, Ζήση, Τόγκα, Σιώζου, αναγνωρίζοντας ότι υπήρχαν σκοπιμότητες για τις μαρτυρίες τους και ανάμιξη της Αντιτρομοκρατικής στη δημιουργία αυτών των μαρτυριών.
Γ) Αναγνώρισε, μη παίρνοντας υπόψη τα «αποτυπώματα» και τη μαρτυρία Γιαννακούρη, τη δυνατότητα των μηχανισμών να στήνουν σκευωρίες κατασκευάζοντας εκτός από ψευδομάρτυρες και «πειστήρια».
Δ) Αναγνωρίζοντας μόνο εμένα ως μέλος του ΕΛΑ, δηλώνει ότι δεν πείστηκε ότι οι άλλοι κατηγορούμενοι είναι μέλη του ΕΛΑ. Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να απαιτήσουν την άμεση αποφυλάκιση τους και βέβαια να πετύχουν την αθώωσή τους στο εφετείο.
Ε) Ακύρωσε το νομολόγημα της αρχής της συλλογικής ευθύνης λέγοντας το αυτονόητο, δηλαδή ότι η υλική ή ψυχική συνέργεια αποδίδεται ατομικά εφ’ όσον υπάρχουν αποδείξεις.
Αυτήν την απόφαση το σύστημα θα προσπαθήσει να τη θάψει. Αναγκαιότητα για το κίνημα είναι να την κρατήσει ζωντανή, να την υπερασπιστεί, να την προβάλει, να τη χρησιμοποιήσει. Κερδίσαμε μια μάχη, όμως ο πόλεμος συνεχίζεται.