Δηλωτικό των προθέσεων της κυβέρνησης της ΝΔ, για το χαρακτήρα της αξιολόγησης των Ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αποτελεί το σχέδιο για τη «διασφάλιση της ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση», που παρουσίασε στο ΕΣΥΠ (Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας) το υπουργείο Παιδείας.
Απαλλαγμένη από το άγχος και το άγος της διάνθισης των προθέσεων με εύηχες φράσεις και φιοριτούρες, η «συντηρητική» παράταξη, αναθέτει την αξιολόγηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ σε δημόσιο φορέα, ο οποίος θα έχει την όλη εποπτεία του έργου. Ο φορέας (ΝΠΔΔ) θα συντονίζεται από 11μελές Διοικητικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από καθηγητές ΑΕΙ-ΤΕΙ, εκπρόσωπο της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά και του ΥΠΕΠΘ, ο δε πρόεδρός του θα ορίζεται από το υπουργείο Παιδείας.
Λέγοντας τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, το υπουργείο Παιδείας, ξεκαθαρίζει από την αρχή τις προθέσεις του, ορίζοντας την κεφαλή της αξιολόγησης ως ελεγχόμενη απευθείας από την κυβερνητική εξουσία, πετώντας στην άκρη τις μπασταρδεμένες διατυπώσεις του αρχικού σχεδίου-νόμου του ΠΑΣΟΚ, που αναφέρονταν σε «ανεξάρτητη διοικητική αρχή», που υπόκειντο σε κοινοβουλευτικό έλεγχο και της οποίας ο πρόεδρος και τα μέλη επιλέγονταν από τη βουλή, ύστερα από εισήγηση του Προέδρου της βουλής (θυμίζουμε ότι και το πρώτο σχέδιο-νόμου του ΠΑΣΟΚ, που είχε δοθεί στους πρυτάνεις των Πανεπιστημίων, αναφέρονταν σε εκλογή του προέδρου και των μελών από το υπουργικό συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του υπουργού Παιδείας. Στη συνέχεια η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ακολουθώντας την προσφιλή της τακτική, της ντρίπλας, προκειμένου να πετύχει τη συναίνεση των πανεπιστημιακών, έκανε τη σχετική αλλαγή, αφού επί της ουσίας δεν άλλαζε το περιεχόμενο της σύνθεσης της «ανεξάρτητης αρχής» -άλλωστε και η βουλή το σύστημα και τα συμφέροντά του σε τελική ανάλυση υπηρετεί).
Δεν είναι λίγες οι φορές, που η υπουργός Παιδείας Μ. Γιαννάκου έχει επιτεθεί ευθέως στους πανεπιστημιακούς και έχει μιλήσει με απαξιωτικά λόγια γι’ αυτούς, ενώ και ο πρόεδρος του ΕΣΥΠ Θ. Βερέμης έκανε πολλές φορές λόγο για «βολεμένους».
Γι’ αυτό και τώρα «για να διασφαλίσει τη νομιμότητα», όπως δήλωσε η Μ. Γιαννάκου, το υπουργείο ορίζει εκπρόσωπό του μέσα στο Διοικητικό Συμβούλιο και φυσικά τον πρόεδρό του.
Η τυπολογία, λοιπόν, εδώ έχει τη σημασία της. Και καθιστά εύληπτο τον τρόπο, με τον οποίο αντιλαμβάνεται και την περίφημη «αυτονομία» των Πανεπιστημίων, το υπουργείο Παιδείας. Νομίζουμε δε ότι είναι ένα ακόμη χαστούκι για κείνους τους «αφελείς» ακόμη (είναι ο επιεικέστερος χαρακτηρισμός που θα μπορούσαμε να τους δώσουμε), που θεωρούν ότι μέσα στον καπιταλισμό -και μάλιστα σε μια από τις χειρότερες περιόδους του όσον αφορά τις εργασιακές σχέσεις, τα δικαιώματα των εργαζόμενων, τις «κοινωνικές δαπάνες», τη γενικευμένη, σαρωτική επίθεση του κεφάλαιου σ’ όλους τους τομείς και την ίδια την αντιμετώπιση της εκπαίδευσης, της Παιδείας-, μπορεί να υπάρξει αξιολόγηση με θετικά για τα Ιδρύματα αποτελέσματα, αξιολόγηση με «ακαδημαϊκά κριτήρια», όπως συνηθίζουν να λένε.
Ας υποβάλουμε μερικά απλά ερωτήματα:
Ποιοι ευθύνονται για την εξευτελιστική χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων, που έχει οδηγήσει πολλά εξ αυτών σε απόγνωση, σε σημείο που να αδυνατούν να καλύψουν και τις στοιχειώδεις λειτουργικές τους δαπάνες; Ποιοι αρνούνται να καθιερώσουν το θεσμό αποκλειστικής απασχόλησης του καθηγητή, χρησιμοποιώντας εκ των υστέρων την υπάρχουσα κατάσταση για να λοιδορήσουν τους διδάσκοντες, να τους κρατούν δέσμιους λόγω της «μη καθαρής» επαγγελματικής τους σχέσης με επιχειρήσεις και συμφέροντα, αλλά και να απαλλάσσουν το κράτος από μια σημαντική πίεση για αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες και μισθούς; Ποιοι ευθύνονται για τις ελλείψεις σε προσωπικό, για την ίδρυση Τμημάτων εξακτινωμένων ανά την περιφέρεια, με ακαθόριστο και αμφιλεγόμενο γνωστικό και επιστημονικό περιεχόμενο; Ποιος ευθύνεται για την απαξίωση των πτυχίων και την επίθεση που δέχονται τα εργασιακά, επαγγελματικά δικαιώματα; Ποιοι θεωρούν μέγιστη υπηρεσία στην εκπαίδευση τα ιδιωτικά πανεπιστήμια; Ποιοι σχεδιάζουν την υποβάθμιση των Πανεπιστημίων -και την προωθούν βεβαίως με όλους τους τρόπους- σε μεταλυκειακά ιδρύματα τριετούς διάρκειας που θα «παράγουν» μισοκαταρτισμένους και απασχολήσιμους ανθρώπους; Ποιοι υπέγραψαν τις κακόφημες διακηρύξεις της Μπολόνιας, της Πράγας, του Βερολίνου και τώρα βιάζονται και καίγονται να τις πραγματώσουν; Ποιοι δηλώνουν ανερυθρίαστα ότι το κράτος δεν πρέπει να παράγει Παιδεία, αλλά να την αγοράζει για όσους ενδιαφέρονται; Ποιοι μιλούν για φοιτητές-πελάτες, για διαβαθμισμένη εκπαίδευση, της οποίας τις ακριβές υπηρεσίες -«κέντρα αριστείας»- θα αγοράζουν οι έχοντες και κατέχοντες και τις φθηνές -τύπου ΙΕΚ ή Ινστιτούτα Δια Βίου Εκπαίδευσης ή ΤΕΕ ή «Πανεπιστήμια» τριετούς διάρκειας, οι πληβείοι; Ποιοι επιθυμούν την κατάργηση κάθε ίχνους δημόσιας και δωρεάν Παιδείας, δηλώνοντας ότι είναι ριζοσπαστικό μέτρο που θ’ ανακουφίσει την εκπαίδευση, η κατάργηση της δωρεάν διανομής συγγραμμάτων και η αποπομπή απ’ το Πανεπιστήμιο των λεγόμενων «αιώνιων φοιτητών»; Ποιοι θεωρούν ότι η «φοιτητική μέριμνα» πρέπει να περιοριστεί σε υποτροφίες προς τους «άπορους» φοιτητές; Ποιοι καθορίζουν τα αναλυτικά προγράμματα, τη δομή και λειτουργία του σχολείου, τη μόρφωση, επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, παράγοντες που επηρεάζουν και συνθέτουν το «μορφωτικό προφίλ» του μαθητή, που στη συνέχεια αντιμετωπίζει τα γνωστά προβλήματα όταν εισέρχεται στο Πανεπιστήμιο;
Η απάντηση σ’ όλα αυτά τα ερωτήματα είναι ότι υπεύθυνοι είναι το σύστημα και οι ταγοί του, σε όλα τα κυβερνητικά πόστα και τους μηχανισμούς.
Αυτοί προστρέχουν τώρα πίσω από τα κελεύσματα και τις επιταγές των ισχυρών της ΕΕ, που πασχίζει στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της με τις ΗΠΑ, να μοιραστεί κομμάτι από την πίτα των διακινούμενων φοιτητών-πελατών και να προσαρμόσει την εκπαίδευσή της στην αχόρταγη αγορά.
Η αξιολόγηση θα είναι το άλλοθι γι’ αυτό. Θα είναι το άλλοθι του κράτους για να απεμπολίσει την υποχρέωσή του να εξασφαλίζει ισότητα στις συνθήκες εκπαίδευσης. Με τη βούλα της τα «κακά» ιδρύματα θα απαξιώνονται, θα υποχρηματοδοτούνται και τελικά θα βάζουν «νόμιμα» λουκέτο, είτε θα εξαναγκάζονται να μετατραπούν σε θεραπαινίδες των επιχειρήσεων και να καθιερώνουν δίδακτρα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η αξιολόγηση άρχισε από τις ΗΠΑ, ενώ τα αγγλικά πανεπιστήμια(που είναι ψηλότερα στις λίστες της αξιολόγησης) ζητούν να προβλέπεται διαβάθμιση στα δίδακτρα, αφού οι «πελάτες» τους πρέπει να ξέρουν τι αγοράζουν.
Και προκαλεί ανατριχίλα το γεγονός ότι στην Αγγλία, που αποτελεί πρότυπο για τους «δικούς μας» ιθύνοντες, έχουν χαθεί από το 2001 3500 περίπου θέσεις πανεπιστημιακών, λόγω της αναδιάρθρωσης που έχει συντελεστεί από τη διαδικασία της αξιολόγησης. Και ότι αιτία της κακής βαθμολόγησης ήταν να κλείσουν πολλά παραδοσιακά Τμήματα Πανεπιστημίων, που προσφέρουν μια σφαιρική και γενική ενασχόληση πάνω σ’ ένα γνωστικό αντικείμενο (Φυσικό, Χημικό κ.α.) και να δώσουν τη θέση τους σε Τμήματα εξειδικευμένα, που ικανοποιούν εφήμερες ανάγκες της αγοράς και φέρνουν χρήμα μέσω της έρευνας.
Αποκαλυπτικός είναι ο Γιάννης Θανόπουλος, καθηγητής Διεθνών Επιχειρήσεων στο πανεπιστήμιο Πειραιώς, επί 23 χρόνια πανεπιστημιακός δάσκαλος στις ΗΠΑ και αλλού, κατά τα άλλα ένθερμος υποστηρικτής της αξιολόγησης: «Η σημερινή παγκόσμια αγορά εργασίας και η αντιστοιχούσα εκπαιδευτική προσπάθεια κατευθύνεται πλέον από ένα πολύ ευέλικτο και εν πολλοίς ιδιωτικοποιημένο αμερικανικό μοντέλο, όπου πλέον των 4000 πανεπιστημίων ανταγωνίζονται για πόρους, αγορές, νέα προϊόντα, modular και δια βίου εκπαίδευση» υπογραμμίζει ο καθηγητής, ο οποίος στη συνέχεια δηλώνει ότι «τα τελευταία χρόνια γνωστά πανεπιστήμια του παρελθόντος έπεσαν σε σχετική αφάνεια και όπως και οι δεινόσαυροι που εξαφανίστηκαν, έτσι και αυτά δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στις γρήγορες αλλαγές της εποχής μας».
Βεβαίως, εδώ η «δική μας» υπουργός Παιδείας δηλώνει ότι η αξιολόγηση δεν θα έχει τιμωρητικό χαρακτήρα κι ούτε το χαρακτήρα της κατηγοριοποίησης και κατάταξης των Ιδρυμάτων. Δικαιολογημένα, αφού επιδιώκει να κάμψει τις αντιστάσεις, να χρυσώσει το χάπι και να περάσει την αξιολόγηση, η οποία σε πρώτη φάση θα κρατά ως προς τη διαχείριση του προϊόντος της, τα προσχήματα. Αντιθέτως ο Θ. Βερέμης, πρόεδρος του ΕΣΥΠ, που λειτουργεί ως «λαγός», αφού δεν δέχεται άμεσα το πολιτικό κόστος, μιλάει απερίφραστα για «βαθμολόγηση» των Ιδρυμάτων.
Γνωρίζουν, όμως, πολύ καλά όλοι τους ότι όπου εφαρμόστηκε η αξιολόγηση, υπήρξε δημοσιευμένη κατάταξη Ιδρυμάτων και σχολών και τα πρώτα ιδρύματα στη λίστα ελάμβαναν τη μερίδα του λέοντος από τη δημόσια χρηματοδότηση για να γίνουν ισχυρότερα έτσι που να αυξάνει η απόστασή τους από τις κάθε είδους σχολές κατάρτισης, είτε αυτές είναι στα Πανεπιστήμια είτε στα ΤΕΙ.
Ο καθηγητής Ν.Α.Ασπράγκαθος επισημαίνει, απευθυνόμενος στους «καλόπιστους», που πιστεύουν ότι η αξιολόγηση θα βελτιώσει τη λειτουργία των Πανεπιστημίων αν είναι εσωτερική και με ακαδημαϊκά κριτήρια, τις σημαντικότερες συστάσεις που απηύθυναν οι τρεις πρυτάνεις που αξιολόγησαν το Πανεπιστήμιο Πατρών και που είναι ενδεικτικές του χαρακτήρα της αξιολόγησης και του τι απαιτούν το σύστημα και οι διαχειριστές του σήμερα από τα πανεπιστημιακά ιδρύματα:
-Αυτονομία, δηλαδή αυτοχρηματοδότηση για να απαλλαγεί το κράτος από τις δαπάνες και «πλήρη κοστολόγηση».
-Αύξηση του αριθμού των εργαζόμενων με καθεστώς μερικής απασχόλησης.
-Μείωση της συμμετοχής στα ακαδημαϊκά όργανα και εφαρμογή των αρχών του μάνατζμεντ στη διοίκηση του Πανεπιστήμιου.
-Εξισορρόπηση μεταξύ της ακαδημαϊκότητας και της επιχειρηματικότητας. Υπέρβαση των αντιεπιχειρηματικών θέσεων των παραδοσιακών ακαδημαϊκών και αντιμετώπιση των διάφορων πολιτικών που είναι ενάντια στο επιχειρηματικό πνεύμα.
Επανερχόμενοι στην αρχική περιγραφή του σχεδίου για την αξιολόγηση του υπουργείου Παιδείας, σημειώνουμε ότι αυτό δεν έχει σημαντικές διαφορές από το σχέδιο-νόμου του ΠΑΣΟΚ.
Καθορίζονται και πάλι δυο μορφές αξιολόγησης, εσωτερική και εξωτερική. Η εσωτερική αξιολόγηση θα υλοποιείται μέσω α)της Μονάδας Διασφάλισης Ποιότητας (ΜΔΠ), που θα υπάρχει σε κάθε Ιδρυμα β)των ομάδων εσωτερικής αξιολόγησης, που θα απαρτίζονται από διδάσκοντες και εκπροσώπους των φοιτητών γ) της συμπλήρωσης ερωτηματολογίων και διεξαγωγής συνεντεύξεων και συζητήσεων δ)της σύνταξης έκθεσης με βάση τα παραπάνω ε) της διαβίβασης της έκθεσης στη ΜΔΠ.
Η εξωτερική αξιολόγηση θα υλοποιείται από την Επιτροπή Εξωτερικής Αξιολόγησης (ΕΕΑ), που θα αποτελείται από εμπειρογνώμονες ανά κλάδο επιστήμης και εκπρόσωπο των αντίστοιχων επαγγελματικών ενώσεων.
Η ΕΕΑ θα κρίνει την έκθεση αυτοαξιολόγησης με κάθε πρόσφορο μέσο και θα συντάσσει την έκθεση της τελικής αξιολόγησης. Η διαδικασία θα επαναλαμβάνεται κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια και τα αποτελέσματα θα δημοσιοποιούνται.
Η ιστορία, λοιπόν, επαναλαμβάνεται. Και μάλιστα αυτή τη φορά επιτακτικά, αφού η κυβέρνηση επείγεται να πάει με το σχετικό νομοσχέδιο έτοιμο στις βαλίτσες της στη νέα σύνοδο των υπουργών Παιδείας της ΕΕ, στις 19 Μαϊου στο Μπέργκεν της Νορβηγίας. Και επικυρωμένο μάλιστα από τη βούλα του «διαλόγου»-φάρσα!
Γιούλα Γκεσούλη