Η περασμένη Τρίτη σίγουρα δεν ήταν η καλύτερη μέρα για τον πρόεδρο Μπους. Δεν είναι και λίγο να βλέπεις τουλάχιστον μισό εκατομμύριο ανθρώπους να διαδηλώνουν στους δρόμους μιας πρωτεύουσας εναντίον σου, σε μια χώρα με πληθυσμό 4.5 εκατομμυρίων. Δηλαδή πάνω από το 10% του πληθυσμού! Και μάλιστα με τις πιο συγκρατημένες εκτιμήσεις γιατί υπήρχαν και άλλοι που μίλησαν για 1 με 1.5 εκατομμύριο διαδηλωτές. Η φιλοσυριακή διαδήλωση στη Βηρυτό ήταν όμως και ένα ηχηρό ράπισμα σε ολόκληρη την «αντιτρομοκρατική» συμμαχία ακριβώς για το λόγο ότι οργανώθηκε από μια οργάνωση που συγκαταλέγεται στη λίστα με τις «διεθνείς τρομοκρατικές οργανώσεις», ο αρχηγός της οποίας ανήκει στους 22 πλέον καταζητούμενους «τρομοκράτες» της λίστας που δημοσιοποίησαν οι ΗΠΑ τον Οκτώβρη του 2001.
Τη σιϊτική Χεζμπολά, το κύρος της οποίας έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις στη χώρα, μετά το κατόρθωμά της να διώξει τα ισραηλινά στρατεύματα απ’ το Νότιο Λίβανο τον Ιούνη του 2000. Η ίδια, αν και δεν συμμετέχει στην κυβέρνηση, έχει 12 βουλευτές σε σύνολο 128 και διαθέτει αξιόλογη στρατιωτική δύναμη. Γι’ αυτό και ήταν έκδηλη η αμηχανία των ανταποκριτών του CNN, που «δεν κατόρθωσαν» να κάνουν οποιαδήποτε εκτίμηση για τον όγκο της διαδήλωσης, πέρα απ’ το γεγονός ότι ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Γι’ αυτό και ο Κόφι Ανάν αναγκάστηκε την επομένη να παραδεχτεί ότι η «διεθνής κοινότητα» θα πρέπει να πάρει υπόψη της τη Χεζμπολά, προκειμένου να παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο για να αποχωρήσουν τα συριακά στρατεύματα. Εχοντας κι αυτός λάβει το ράπισμα απ’ αυτή τη διαδήλωση που κύριο σύνθημά της ήταν η απόρριψη του ψηφίσματος 1559 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την αποχώρηση των συριακών στρατευμάτων και τη διάλυση όλων των ένοπλων ομάδων. Δηλαδή πρώτα απ’ όλα της Χεζμπολά που ήταν η μόνη οργάνωση που, σύμφωνα με τη συμφωνία του Τάιφ μεταξύ Συρίας και Λιβάνου το 1989, της επιτράπηκε να διατηρήσει ανέπαφη τη στρατιωτική της δύναμη στη χώρα.
Η «βελούδινη επανάσταση» που παρουσίαζαν επί τρεις βδομάδες τα δυτικά ΜΜΕ κατέρρευσε μέσα σε μία μόνο μέρα. Με μια ειρηνική διαδήλωση, χωρίς όπλα και άλλες σημαίες πέρα απ’ τη λιβανέζικη (ούτε καν της Χεζμπολά), όπως μας πληροφορεί ο γνωστός δημοσιογράφος του Independent, Ρόμπερτ Φισκ (που κατοικεί στη Βηρυτό), αλλά με έντονη την παρουσία των ένστολων μαχητών της και πολύ νέο κόσμο. Μια διαδήλωση που δε χρειάστηκε ζουμ στις φωτογραφίες για να φαίνεται μεγαλύτερη, όπως οι διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης που ποτέ δεν ξεπέρασαν τις 150.000. «Αν οι Σιίτες στο Ιράκ παρουσιάζονται ως υπερασπιστές της δημοκρατίας – γράφει ο Φίσκ – οι Σιίτες του Λιβάνου δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως οι υπερασπιστές της “τρομοκρατίας”. Επομένως – καταλήγει- τί θα κάνει η Ουάσινγκτον με τα χθεσινά συγκλονιστικά γεγονότα στη Βηρυτό;» (Independent, 9/3/05).
Μπορεί ο Μπους να επανέλαβε την επομένη της διαδήλωσης την απαίτησή του για πλήρη και άμεση αποχώρηση των συριακών στρατευμάτων από το Λίβανο, υποστηρίζοντας ξανά ότι «η δημοκρατία θα επικρατήσει», σίγουρα όμως τα πράγματα είναι πολύ δυσκολότερα για τις επιθετικές βλέψεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πώς θα αντιδράσει το πάνω από μισό εκατομμύριο που κατέβηκε στους δρόμους της Βηρυτού σε ενδεχόμενη έστω και περιορισμένης κλίμακας επίθεση στη Συρία. Θα διακινδυνέψουν κάτι τέτοιο οι Αμερικάνοι και οι Σιωνιστές χωρίς να φοβούνται «ιρακινοποίηση» και άλλων χωρών της Μέσης Ανατολής;
Μια παλιά ιστορία
Οι κυβερνήσεις του Λιβάνου και της Συρίας συμφώνησαν την περασμένη Δευτέρα να αποχωρήσουν οι 14000 στρατιώτες της Συρίας από το Λίβανο, με πρώτη φάση την αναδίπλωση στην κοιλάδα Μπεκάα (στα ανατολικά σύνορα με τη Συρία) μέχρι το τέλος του Μάρτη. Από κει και πέρα ανατίθεται σε κοινή στρατιωτική επιτροπή για να καθοριστεί το μέγεθος και ο χρόνος της διαμονής των συριακών στρατευμάτων στην Μπεκάα, μέχρι την οριστική τους αποχώρηση.
Το καθεστώς Ασαντ υποχώρησε ταχύτατα στις πιέσεις και τις απειλές των Αμερικάνων και της «διεθνούς κοινότητας», υπογραμμίζοντας μάλιστα τη διαφορά του απ’ τον Σαντάμ Χουσεΐν στο ότι είναι έτοιμο να συνεργαστεί. Το πρόβλημα όμως για τους Αμερικάνους δεν αποτελούσαν ποτέ οι μερικές χιλιάδες των Σύρων στρατιωτών, που πριν 30 χρόνια ανέχτηκαν, ακόμα και υποστήριξαν, την παρουσία τους στο Λίβανο. Τότε που οι Σιωνιστές και οι Αμερικάνοι εύρισκαν ανέλπιστο σύμμαχο στα συριακά στρατεύματα που στις 2 Ιούνη του 1976 εισέβαλαν στο Λίβανο και κατέσφαζαν πάνω από 5.000 Παλαιστίνιους μαχητές στην περίφημη μάχη του Τελ-Αλ-Ζαάταρ, σε συνεργασία με τους χριστιανούς Φαλαγγίτες. Μια σφαγή που υπεράσπισε και η πάλαι ποτέ «ΕΣΣΔ» δίνοντας άμεση κάλυψη στη Συρία που ανήκε στη σφαίρα επιρροής της.
Ηταν η εποχή που η «διεθνής κοινότητα» ενδιαφερόταν πρωτίστως για την καταστολή και τον έλεγχο των «τρομοκρατών» εκείνης της περιόδου, που ήταν οι δεκάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι μαχητές που είχαν καταφύγει στο Λίβανο και είχαν αποκτήσει στενούς δεσμούς με αριστερές οργανώσεις της χώρας. Και η Συρία σαν «μητέρα πατρίδα» του Λιβάνου – ας μην ξεχνάμε ότι ο Λίβανος δημιουργήθηκε από τη Γαλλία πολύ πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αποσπώντας εδάφη από τη Συρία – ανέλαβε το «θεάρεστο» έργο να διατηρήσει τις ενδοϊμπεριαλιστικές ισορροπίες στην περιοχή επιβάλλοντας την τάξη. Πράγμα που το πέτυχε μετά από 15 χρόνια, αφοπλίζοντας τις περισσότερες μιλίτσιες (όχι όμως και τους Χριστιανούς Φαλαγγίτες, που είχαν τη στήριξη των ισραηλινών στρατευμάτων στο Νότιο Λίβανο), αλλά και ελέγχοντας τους παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς μετά από σφοδρές συγκρούσεις με τους Παλαιστίνιους στα τέλη της δεκαετίας του ’80 (που σήμερα αριθμούν γύρω στις 200 με 250 χιλιάδες)[1].
Το αγκάθι για τους Αμερικάνους δεν ήταν επομένως η Συρία που μετά την κατάρρευση της «ΕΣΣΔ» ήταν ακόμα πιο ευάλωτη στις πιέσεις τους. Ο νέος εχθρός ακούει στο όνομα Χεζμπολά, η σιιτική οργάνωση που δημιουργήθηκε το 1982, μετά από διάσπαση του φιλοσυριακού κινήματος Αμάλ. Η Χεζμπολά (κόμμα του Θεού) – που στηρίχτηκε πρωτίστως από το Ιράν και δευτερευόντως από τη Συρία – κατόρθωσε να αποκτήσει ευρεία λαϊκή επιρροή μέσω του ένοπλου αγώνα κατά των Ισραηλινών και των χριστιανών Φαλαγγιτών (τον αυτοαποκαλούμενο στρατό του Νοτίου Λιβάνου). Ενός αγώνα που είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων και τη διάλυση της μιλίτσιας των Φαλαγγιτών, 2000 από τους οποίους παραδόθηκαν σ’ αυτή μετά την αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων τον Ιούνη του 2000.
Σύμφωνα με παλαιότερη έκθεση του αμερικάνικου Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS), με τίτλο «Ισραήλ και Λίβανος – Ο κίνδυνος νέων συγκρούσεων» 23/10/2000, η Χεζμπολά εκτιμάται ότι αριθμεί 2.500 με 3.000 μαχητές, με μόνο 300 με 400 μαχητές να αποτελούν τον «σκληρό πυρήνα». ενώ οι υπόλοιποι είναι άτακτος στρατός πολύ έμπειρος και καλά εκπαιδευμένος. Εχει όμως τη δυνατότητα να κινητοποιήσει πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις σύμφωνα με το CSIS. Μια δύναμη που δε μπορεί να μη ληφθεί υπόψη, τη στιγμή που ο λιβανέζικος στρατός αριθμεί – σύμφωνα με την ίδια έκθεση – όχι περισσότερους από 65.000 άνδρες, ελαφρά οπλισμένους και μερικές εκατοντάδες τανκς, ενώ δεν διαθέτει σχεδόν καθόλου αεροπορία και ναυτικό (800 άνδρες αποτελούν το δυναμικό της αεροπορίας και 1000 του ναυτικού, κι αυτοί μόνο στα χαρτιά).
Επομένως, η Χεζμπολά – που συγκαταλέγεται στον κατάλογο των «τρομοκρατικών οργανώσεων» που το αμερικάνικο ΥΠΕΞ εξέδωσε τον Απρίλη του 2001 – είναι ο απώτερος στόχος των αμερικάνικων πιέσεων και του ψηφίσματος 1559 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που πάρθηκε στα τέλη του περασμένου χρόνου. Η Χεζμπολά δεν αναγνωρίζει αυτό το ψήφισμα, υποστηρίζοντας τη λιβανοσυριακή συμφωνία του Τάιφ το 1989, που της επέτρεψε τη δράση, αναγνωρίζοντάς την ως αντιστασιακή οργάνωση κι όχι ως μιλίτσια. Οι Αμερικάνοι επομένως δεν θα αρκεστούν στην αποχώρηση των συριακών στρατευμάτων – ακόμα κι αν τελικά επιτευχθεί ολοκληρωτικά αυτή – αλλά θα απαιτήσουν περισσότερα. Με στόχο να ελέγξουν κι αυτή τη χώρα της Μέσης Ανατολής και να πιέσουν ακόμα περισσότερο τη Συρία να λάβει τα επόμενα μέτρα που αφορούν στο διωγμό των παλαιστινιακών οργανώσεων (Χαμάς και Τζιχάντ πρώτα απ’ όλα) που δρουν ελεύθερα στο έδαφός της και το κλείσιμο των συνόρων με το Ιράκ με στόχο την πλήρη απομόνωση των Ιρακινών ανταρτών. Η πρόσφατη κίνηση των μαζών στο Λίβανο μπορεί να τους έκοψε τα πόδια, αλλά δεν πρόκειται να τους κάνει να σταματήσουν τις προσπάθειες για να επικρατήσει «επιτέλους» η «δημοκρατία» στη Μέση Ανατολή.
[1] Για περισσότερες πληροφορίες βλ. το βιβλίο «Εξεγερμένοι Κόσμοι» (εκδ. Δαρδανός-Γκούτεμπεργκ), σελ. 360-380.