Ανατολίτικο παζάρι θυμίζουν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους πολιτικούς σχηματισμούς που πήραν μέρος στις διαβόητες εκλογές της 30ης Γενάρη. Ενάμιση μήνα τώρα το παζάρι συνεχίζεται και παραμένει άγνωστο πότε και πώς θα καταλήξει στο σχηματισμό κυβέρνησης. Θα χρειαστούν μέρες, ίσως και βδομάδες, όπως δηλώνουν εκπρόσωποι διάφορων κομμάτων.
Το παζάρι ξεκίνησε ανάμεσα στον πρώτο και το δεύτερο νικητή των εκλογών , την Ενωμένη Ιρακινή Συμμαχία (Σιίτες), που κέρδισε 140 έδρες σε σύνολο 275, και την Κουρδική Συμμαχία, που κέρδισε 75 έδρες και παίζει ρόλο κλειδί στο παζάρι που γίνεται. Η Ενωμένη Ιρακινή Συμμαχία πρότεινε για τη θέση του πρωθυπουργού τον Ιμπραήμ Αλ – Τζαφάρι (ο προερχόμενος από το ίδιο ψηφοδέλτιο και μέχρι πρότινος δεξί χέρι των Αμερικάνων Αχμάντ Τσαλάμπι απέσυρε την υποψηφιότητά του) και η Κούρδικη Συμμαχία τον Τζαλάλ Ταλαμπανί για τη θέση του προέδρου. Ομως οι Κούρδοι διεκδικούν πολύ περισσότερα από κάποια κυβερνητικά πόστα. Θέλουν εγγυήσεις που να διασφαλίζουν τα συμφέροντά τους ως μειοψηφικού εταίρου στη νέα κυβέρνηση και προτείνουν στη συμφωνία για το σχηματισμό κυβέρνησης να υπάρχει όρος που να προβλέπει ότι σε περίπτωση αποχώρησής τους η κυβέρνηση θα πέσει αυτόματα. Επίσης, απαιτούν τη συνταγματική κατοχύρωση της ομοσπονδιακής δομής του ιρακινού κράτους και διεκδικούν την ένταξη του μεικτού σε πληθυσμό Κιρκούκ, την καρδιά της πετρελαϊκής βιομηχανίας του βόρειου Ιράκ, στα κουρδικά εδάφη. Απαιτήσεις που είναι πολύ δύσκολο να ικανοποιηθούν στο σύνολό τους, γιατί συναντούν σφοδρές αντιδράσεις τόσο από τους εκπροσώπους των Σουνιτών που έχουν πρόθεση να συνεργαστούν με τους νικητές των εκλογών όσο και από την πλευρά του τουρκικού κράτους.
Στις δυσκολίες αυτές προστέθηκαν τις τελευταίες μέρες τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν στις γραμμές της Ενωμένης Ιρακινής Συμμαχίας. Την περασμένη βδομάδα αποχώρησαν από το πολυκομματικό σιιτικό μπλοκ οι επικεφαλής δύο μικρών κομμάτων. Ο Αλί Σαϊντ Γιούσα Χασέμ, επικεφαλής της Εθνικής Συμμαχίας, που κέρδισε 15 έδρες στη βουλή, και ο Αμπντέλ Καρίμ αλ – Μοχαμαντάουι, επικεφαλής του Κόμματος Χεσμπολά, το οποίο συνεργάστηκε εκλογικά με το Σιιτικό Συμβούλιο, που συγκροτήθηκε από τον Αχμάντ Τσαλάμπι και κέρδισε 10 έδρες. Οι δύο αποχωρήσαντες πολιτικοί δικαιολόγησαν την απόφασή τους ως αντίδραση στη μεγάλη καθυστέρηση στο σχηματισμό κυβέρνησης και δήλωσαν ότι είναι ανοιχτοί σε άλλες συνεργασίες. Η πραγματικότητα βέβαια είναι εντελώς διαφορετική. Οι κύριοι αυτοί έχουν ρίξει γέφυρες με τον αντίπαλο συνασπισμό του δοτού αμερικανόδουλου πρωθυπουργού Ιγιάντ Αλλάουι, με αντάλλαγμα προφανώς υπουργικά πόστα. Η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι ο σιιτικός συνασπισμός μένει με 138 έδρες, συνεπώς είναι πολύ εύκολο πλέον να χάσει την πλειοψηφία, αφού είναι πολύ πιθανό να ακολουθήσουν κι άλλες αποχωρήσεις, τις οποίες προανήγγειλαν ήδη οι δύο πρώτοι.
Οι αποσκιρτήσεις αυτές αποτελούν σοβαρή ρωγμή στο σιιτικό συνασπισμό και αποκαλύπτουν πόσο ευάλωτη είναι η ενότητά του. Τα προβλήματα αυτά θα προσπαθήσει να τα εκμεταλλευτεί ο Ιγιάντ Αλλάουι, που διεκδικεί τη θέση του πρωθυπουργού και στη νέα κυβέρνηση, επιχειρώντας να αποδυναμώσει όσο το δυνατόν περισσότερο την Ενωμένη Ιρακινή Συμμαχία και να συμμαχήσει με άλλα μικρότερα κόμματα καθώς και με τους Κούρδους, οι οποίοι είναι βέβαιο ότι θα πάνε με όποιον τους προσφέρει το καλύτερο πακέτο.
Ωστόσο, ακόμη και στην περίπτωση που ο σιιτικός συνασπισμός χάσει την πλειοψηφία, δε σημαίνει ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι μπορούν να τον παραμερίσουν. Θα του ψαλιδίσουν απλώς τα φτερά και θα περιορίσουν την επιρροή του στη διαμόρφωση του νέου συντάγματος. Αυτό είναι που θέλουν και μπορούν να πετύχουν οι Αμερικάνοι στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί.
Μόνο που όλοι λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο. Γιατί όποια κυβέρνηση και να σχηματιστεί θα κινείται στα προκαθορισμένα από τους κατακτητές όρια και συνεπώς θα ξεφτίσει γρήγορα στη συνείδηση κυρίως του σιιτικού πληθυσμού που εξακολουθεί να τρέφει αυταπάτες. Αυτή που τελικά θα βάλει τη σφραγίδα στις εξελίξεις είναι η ιρακινή αντίσταση, που, όπως επισημαίνουν πολλά ρεπορτάζ των διεθνών πρακτορείων κλιμακώνει τις επιθέσεις και «ξαναπαίρνει την πρωτοβουλία», την οποία θεωρούν ότι είχε χάσει, γιατί δεν κατάφερε να εμποδίσει τη διενέργεια των εκλογών.