Είναι δυνατόν μια κοινοβουλευτική διαδικασία να δημιουργήσει πολιτική κρίση; Θα ήταν αθεράπευτα δογματικός όποιος απαντούσε όχι. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μια κοινοβουλευτική διαδικασία μπορεί να δημιουργήσει πολιτική κρίση.
Πολιτική κρίση που μπορεί να μετατραπεί και σε επαναστατική κρίση, πάλι υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Η ζωή προσφέρει καταστάσεις πολύ πιο σύνθετες απ’ αυτές που μπορεί να σχηματοποιήσει η οποιαδήποτε θεωρία. Αλλωστε, οι θεωρίες που θέλουν να είναι επιστημονικές δεν προσπαθούν να καλουπώσουν τη ζωή, αλλά αυτοδιορθώνονται μέσα από τις εμπειρίες της, γενικεύοντας κάθε φορά τα καινούργια δεδομένα και ενσωματώνοντας αυτή τη γενίκευση.
Πολιτική κρίση που μπορεί να μετατραπεί και σε επαναστατική κρίση, πάλι υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Η ζωή προσφέρει καταστάσεις πολύ πιο σύνθετες απ’ αυτές που μπορεί να σχηματοποιήσει η οποιαδήποτε θεωρία. Αλλωστε, οι θεωρίες που θέλουν να είναι επιστημονικές δεν προσπαθούν να καλουπώσουν τη ζωή, αλλά αυτοδιορθώνονται μέσα από τις εμπειρίες της, γενικεύοντας κάθε φορά τα καινούργια δεδομένα και ενσωματώνοντας αυτή τη γενίκευση.
Οπως καταλάβατε, αναφερόμαστε στο γαλλικό δημοψήφισμα για το ευρωσύνταγμα, που ολοκληρώθηκε με μια ηχηρή νίκη του «όχι», προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις σε όλο το οικοδόμημα της ΕΕ. Πολιτική κρίση ασφαλώς και προκάλεσε το γαλλικό «όχι» (συνεπικουρούμενο και από το ολλανδικό, το αποτέλεσμα του οποίου δεν ήταν γνωστό όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, θεωρούνταν όμως σίγουρο). Επαναστατική κρίση αποκλείεται να προκαλέσει στις σημερινές συνθήκες.
Ακριβώς επειδή πρόκειται για μια κοινοβουλευτική διαδικασία, χωρίς τις άλλες προϋποθέσεις που απαιτούνται για να υπάρξει εξέλιξη σε επαναστατική κατεύθυνση. Δεν υπάρχει η άρνηση των «κάτω» να κυβερνηθούν και η αδυναμία των «πάνω» να κυβερνήσουν. Αντίθετα, οι «πάνω» έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν την πολιτική κρίση, να την τιθασεύσουν, ακόμα και να τη μετατρέψουν σε όπλο τους.
Ακριβώς επειδή πρόκειται για μια κοινοβουλευτική διαδικασία, χωρίς τις άλλες προϋποθέσεις που απαιτούνται για να υπάρξει εξέλιξη σε επαναστατική κατεύθυνση. Δεν υπάρχει η άρνηση των «κάτω» να κυβερνηθούν και η αδυναμία των «πάνω» να κυβερνήσουν. Αντίθετα, οι «πάνω» έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν την πολιτική κρίση, να την τιθασεύσουν, ακόμα και να τη μετατρέψουν σε όπλο τους.
Με τα παραπάνω δεν θέλουμε να μειώσουμε καθόλου τη σημασία της νίκης του «όχι» στο γαλλικό δημοψήφισμα. Θέλουμε απλώς να καλέσουμε σε αυτοσυγκράτηση ως προς τους πανηγυρισμούς και σε ψύχραιμες εκτιμήσεις, χωρίς λαϊκιστικές υπερβολές και χάιδεμα αυτιών. Δεν έχουμε ανάγκη από ενέσεις τόνωσης ηθικού, σε σύγκρουση με την πραγματικότητα.
Γιατί το μόνο αποτέλεσμα τέτοιων αντιμετωπίσεων είναι η απογοήτευση πολύ σύντομα, που ανοίγει το δρόμο στους δημαγωγούς της αστικής πολιτικής.
Γιατί το μόνο αποτέλεσμα τέτοιων αντιμετωπίσεων είναι η απογοήτευση πολύ σύντομα, που ανοίγει το δρόμο στους δημαγωγούς της αστικής πολιτικής.
Το γαλλικό «όχι» ήταν σπουδαίο πρώτα και κύρια επειδή νίκησε κόντρα όχι μόνο στο μπλοκ των κυρίαρχων αστικών δυνάμεων της Γαλλίας αλλά συνολικά των αστικών δυνάμεων της ΕΕ. Ο εκβιασμός επί των γάλλων ψηφοφόρων ήταν ιδιαίτερα χοντρός. Ηγέτες και στελέχη από τα δυο κυρίαρχα πολιτικά ρεύματα ολόκληρης της Ευρώπης (συντηρητικοί και σοσιαλδημοκράτες) επισκέφτηκαν το Παρίσι για να μιλήσουν σε συγκεντρώσεις, έγραψαν άρθρα σε εφημερίδες, μονοπώλησαν τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, άσκησαν εκβιασμούς, διέστρεψαν την πραγματικότητα, κινδυνολόγησαν, σε μια προσπάθεια να κερδίσει το «ναι», έστω και οριακά. Δεν τα κατάφεραν. Δεν τα κατάφεραν, μολονότι το μπλοκ των πολιτικών δυνάμεων που υποστήριξε το «όχι» ήταν εμφανώς υποδεέστερο από άποψη κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Είναι από τις λίγες φορές που μπορεί κάποιος να πει με κατηγορηματικότητα ότι το «όχι» κερδήθηκε όχι χάρη σε κάποιες πολιτικές δυνάμεις που το υποστήριξαν αλλά χάρη στην αυθόρμητη στήριξή του από τις εργαζόμενες τάξεις της γαλλικής κοινωνίας.
Οι στατιστικές κατέγραψαν σχεδόν μονοκούκι υπέρ του «όχι» σε περιοχές υψηλής προλεταριακής συγκέντρωσης. Υπέρ του «ναι» ψήφισαν τα μικροαστικά στρώματα, η πλειοψηφία της διανόησης, τα μισθωτά μικροαστικά στρώματα και μεγάλο μέρος της αγροτιάς. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είχαμε ένα αποτέλεσμα που ξεπήδησε απευθείας από μια όξυνση της αντίθεσης κεφάλαιου-εργασίας, η οποία αποτυπώθηκε σε μια εκλογική διαδικασία. Οι πολιτικές δυνάμεις που υποστήριξαν το «όχι» ήταν ετερόκλητες. Από τους εθνικοφασίστες του Λεπέν με την ξενοφοβική συμπεριφορά, μέχρι τη ρεφορμιστική αριστερά που ζητούσε «ένα δημοκρατικό ευρωσύνταγμα» και μέχρι τις μειοψηφικές ομάδες της άκρας αριστεράς, που έδιναν στην παρέμβασή τους γενικότερο αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να πούμε ότι το «όχι» ήταν μια πολιτικά συγκροτημένη αντίδραση.
Τί ήταν αυτό που οδήγησε τα πιο φτωχά, τα πιο καταπιεσμένα στρώματα της γαλλικής κοινωνίας στο «όχι»; Ηταν η κατάσταση που βιώνουν και η απειλή για παραπέρα χειροτέρευση της κατάστασής τους. Ηταν η απειλή του νεοφιλελευθερισμού, όπως με αλαζονικό τρόπο είναι αποτυπωμένη στο Ευρωσύνταγμα. Αυτή η απειλή συνειδητοποιείται από τον καθένα με διαφορετικό τρόπο. Αλλού παίρνει την πισωδρομική μορφή της ξενοφοβίας (εξού και η σημαντική επιρροή του Λεπέν στα εργατικά στρώματα), αλλού μετατρέπεται σε ρεφορμιστικές αυταπάτες. Το δημοψήφισμα για το ευρωσύνταγμα ήταν η ευκαιρία όλες αυτές οι στρεβλές τάσεις να συγκλίνουν σε μια ενιαία κατεύθυνση. Να μετατραπούν σε ένα αυθόρμητο κοινωνικό ρεύμα, με κορμό την εργατική τάξη της Γαλλίας, το οποίο δεν μπόρεσε να τιθασεύσει η αστική πολιτική, η οποία αιφνιδιάστηκε, συμπεριφέρθηκε αλαζονικά και μετά, μες στη βιασύνη της, συμπεριφέρθηκε ακόμα πιο αλαζονικά, επιστρατεύοντας όλο τον εσμό της ευρωπαϊκής πολιτικής, που συμπεριφέρθηκε στους Γάλλους λες και ήταν ιθαγενείς σε αποικία.
Και μετά το «όχι» τί; Τα μούτρα που είχαν ο προεδρεύων της ΕΕ Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ με τον πρόεδρο της Κομισιόν Μανουέλ Μπαρόζο, όταν προσήλθαν στο κέντρο Τύπου για να μιλήσουν για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, ήταν μια εικόνα που μιλούσε μόνη της. Τα πρόσωπά τους ήταν σκυθρωπά και οι λέξεις έβγαιναν σαν ψίθυρος από το στόμα τους.
Προσπάθησαν να πείσουν ότι η ΕΕ θα συνεχίσει την πορεία της, όμως απαντώντας στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων δεν μπόρεσαν να κρύψουν πως θα υπάρξουν προβλήματα στη λειτουργία της ΕΕ και θα χρειαστεί να τεθούν υπό επαναδιαπραγμάτευση πολλά ζητήματα. Τις επόμενες μέρες υπήρξε έντονη φιλολογία σε ολόκληρη την ΕΕ. Ειπώθηκαν και γράφτηκαν πάρα πολλά. Για διάσπαση του γαλλογερμανικού άξονα, για ανάδυση ενός νέου ατλαντικού άξονα υπό την ηγεσία του Μπλερ, για κρίση της κυβέρνησης Σιράκ, για επαναδιαπραγμάτευση του Δ’ ΚΠΣ κ.λπ. Αλλα απ’ αυτά αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα, άλλα αποτελούν υπερβολές. Γι’ αυτό ας κρατήσουμε την ουσία.
Προσπάθησαν να πείσουν ότι η ΕΕ θα συνεχίσει την πορεία της, όμως απαντώντας στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων δεν μπόρεσαν να κρύψουν πως θα υπάρξουν προβλήματα στη λειτουργία της ΕΕ και θα χρειαστεί να τεθούν υπό επαναδιαπραγμάτευση πολλά ζητήματα. Τις επόμενες μέρες υπήρξε έντονη φιλολογία σε ολόκληρη την ΕΕ. Ειπώθηκαν και γράφτηκαν πάρα πολλά. Για διάσπαση του γαλλογερμανικού άξονα, για ανάδυση ενός νέου ατλαντικού άξονα υπό την ηγεσία του Μπλερ, για κρίση της κυβέρνησης Σιράκ, για επαναδιαπραγμάτευση του Δ’ ΚΠΣ κ.λπ. Αλλα απ’ αυτά αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα, άλλα αποτελούν υπερβολές. Γι’ αυτό ας κρατήσουμε την ουσία.
Μας έχει δοθεί και άλλη φορά η ευκαιρία να σημειώσουμε, εκφράζοντας την αντίθεσή μας σε εκείνους που μιλούν για «ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση» ή «μεταϊμπεριαλιστικό στάδιο», πως το εθνικό κράτος εξακολουθεί και θα εξακολουθήσει να αποτελεί τη βάση εξόρμησης του μονοπωλιακού κεφάλαιου και στις συνθήκες της ιμπεριαλιστικής ΕΕ, η οποία δεν μετασχηματίζεται σε ένα ευρωπαϊκό υπερκράτος αλλά αποτελεί κυρίως μια ιμπεριαλιστική συμμαχία. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός τείνει προς ένα παγκόσμιο κρατικό-καπιταλιστικό τραστ, όμως όλες οι αντιθέσεις του δρουν ανασταλτικά σ’ αυτή την τάση. Οπως σημείωνε ο Λένιν πριν από σχεδόν ένα αιώνα, χωρίς η εκτίμησή του να έχει διαψευστεί, πολύ πριν οι ιμπεριαλιστικές διεργασίες οδηγήσουν τη συγκέντρωση σ’ ένα παγκόσμιο κρατικό-καπιταλιστικό τραστ, ο ιμπεριαλισμός θα έχει εξαφανιστεί από την προλεταριακή επανάσταση.
Το τελευταίο μπορεί να ακούγεται πολύ μακρινό (από κάποιους ενδεχομένως και γραφικό) στις μέρες μας, όμως αυτό που έχει σημασία εδώ είναι η τάση. Και η τάση προς την (ιμπεριαλιστική) ευρωπαϊκή ολοκλήρωση κάθε άλλο παρά γραμμική είναι. Πολύ συχνά είναι οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί που εμποδίζουν την προώθηση των διαδικασιών ενοποίησης.
Αυτό συνέβη και με το Ευρωσύνταγμα. Είδαν και έπαθαν μέχρι να τα βρουν μεταξύ τους σ’ ένα παζάρι που κράτησε κάμποσα χρόνια. Κι όταν κατάφεραν να πετύχουν ένα συμβιβασμό, που θα τους άνοιγε δρόμους για το μέλλον (το ευρωσύνταγμα είναι μια βάση εξόρμησης και όχι ένα τελικό σημείο), ήρθε η αυθόρμητη αντίδραση ενός τμήματος του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, σε μια χώρα που έχει μακρά κοινοβουλευτική παράδοση και στην οποία ήταν αναγκασμένοι να θέσουν το ευρωσύνταγμα σε διαδικασία δημοψηφισματικής έγκρισης, να τους γυρίσει και πάλι εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν.
Αυτό συνέβη και με το Ευρωσύνταγμα. Είδαν και έπαθαν μέχρι να τα βρουν μεταξύ τους σ’ ένα παζάρι που κράτησε κάμποσα χρόνια. Κι όταν κατάφεραν να πετύχουν ένα συμβιβασμό, που θα τους άνοιγε δρόμους για το μέλλον (το ευρωσύνταγμα είναι μια βάση εξόρμησης και όχι ένα τελικό σημείο), ήρθε η αυθόρμητη αντίδραση ενός τμήματος του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, σε μια χώρα που έχει μακρά κοινοβουλευτική παράδοση και στην οποία ήταν αναγκασμένοι να θέσουν το ευρωσύνταγμα σε διαδικασία δημοψηφισματικής έγκρισης, να τους γυρίσει και πάλι εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν.
Οι τσαμπουκάδες μερικών ευρωπαίων ηγετών (μεταξύ των οποίων και ο Καραμανλής), του τύπου «θα προχωρήσουμε ό,τι κι αν γίνει», είναι περισσότερο για εσωτερική κατανάλωση και αποκαλύπτουν αμηχανία και εκνευρισμό. Ξέρουν πολύ καλά ότι δεν μπορούν να προχωρήσουν όπως είχαν σχεδιάσει. Ούτε μπορούν να ελπίζουν ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα κάνουν νέα δημοψηφίσματα και θα κερδίσουν το «ναι». Οι διαφορές είναι μεγάλες και δεν αλλάζουν μέσα σε λίγους μήνες.
Στη Γαλλία ποντάριζαν στην αποχή, όμως η συμμετοχή ξεπέρασε τελικά και αυτή των προεδρικών εκλογών. Δεν τους βγήκε τίποτα. Είναι τόσο φοβισμένοι και αμήχανοι που στην Αγγλία αναπτύσσεται έντονη φιλολογία για ακύρωση του δημοψηφίσματος που ο Μπλερ έχει δεσμευτεί να κάνει. Επομένως, θα πρέπει να αρχίσουν νέα παζάρια μεταξύ τους, να κάνουν αλλαγές και να ξεκινήσουν από την αρχή τον κύκλο. Διαδικασία που μπορεί να τους πάρει κάμποσα χρόνια και να οδηγήσει σε χαλάρωση των κοινοτικών διαδικασιών. Γιατί σ’ αυτές τις περιπτώσεις ενισχύονται οι κεντρόφυγες τάσεις και όχι οι κεντρομόλες.
Στη Γαλλία ποντάριζαν στην αποχή, όμως η συμμετοχή ξεπέρασε τελικά και αυτή των προεδρικών εκλογών. Δεν τους βγήκε τίποτα. Είναι τόσο φοβισμένοι και αμήχανοι που στην Αγγλία αναπτύσσεται έντονη φιλολογία για ακύρωση του δημοψηφίσματος που ο Μπλερ έχει δεσμευτεί να κάνει. Επομένως, θα πρέπει να αρχίσουν νέα παζάρια μεταξύ τους, να κάνουν αλλαγές και να ξεκινήσουν από την αρχή τον κύκλο. Διαδικασία που μπορεί να τους πάρει κάμποσα χρόνια και να οδηγήσει σε χαλάρωση των κοινοτικών διαδικασιών. Γιατί σ’ αυτές τις περιπτώσεις ενισχύονται οι κεντρόφυγες τάσεις και όχι οι κεντρομόλες.
Και από τη μεριά των οπαδών του «όχι» τί; Ποια είναι η επόμενη μέρα; Αυτό είναι το πιο κρίσιμο ερώτημα που τίθεται.
Εκείνο που είναι πέρα από κάθε αμφιβολία είναι πως ούτε ο καπιταλιστικός-ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της ΕΕ και των κρατών-μελών ακυρώνεται, ούτε οι βασικές λειτουργίες της ΕΕ παγώνουν. Δεν αλλάζουν καν οι κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί. Και δεν αλλάζουν, γιατί οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες, τα δημοψηφίσματα, δεν έρχονται από ένα παρελθόν εργατικών αγώνων, ούτε ακολουθούνται από τέτοιους αγώνες. Φαίνονται έτσι σαν ένα γεγονός μετέωρο, σαν αποστολή ενός μηνύματος που αναμένει απάντηση από τους αποδέκτες του. Και βέβαια, οι αποδέκτες έχουν τη δύναμη, έχουν τα μέσα, έχουν τη θέληση να πάρουν το μήνυμα και να το διαστρεβλώσουν εντελώς. Εχουν τις δικές τους αντιθέσεις, που θα τους δυσκολέψουν, όμως στο τέλος θα βρουν τη λύση, αν οι αποστολείς του μηνύματος σταυρώσουν τα χέρια και περιοριστούν να περιμένουν την απάντηση.
Αυτή είναι η μεγάλη παγίδα που κρύβουν οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες, οι πολιτικές λειτουργίες της αστικής δημοκρατίας. Ο λαός αποφαίνεται διά της ψήφου και αναθέτει τις λύσεις στους «εκπροσώπους του». Ο όρος για να μην υπάρξει η συνήθης εξέλιξη, δηλαδή η διαχείριση της κρίσης από τις δυνάμεις του κεφάλαιου, είναι να υπάρξει κοινωνική κεφαλαιοποίηση αυτής της κοινοβουλευτικής νίκης. Να υπάρξουν διαδικασίες που θα βαθύνουν την κρίση. Αν όχι για να τη μετατρέψουν σε επαναστατική κρίση, τουλάχιστον για να αλλάξουν ευρύτερους συσχετισμούς και να υπάρξει φραγμός στη νεοφιλελεύθερη επέλαση του κεφάλαιου. Στις συνθήκες της σημερινής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, ακόμα και αυτό θα ήταν ένα σημαντικό βήμα μπροστά, μολονότι δεν θα αμφισβητούσε τις βάσεις του καπιταλισμού. Θα δημιουργούσε, όμως, καλύτερους όρους γι’ αυτή την αμφισβήτηση.
Πέτρος Γιώτης