Αγαπητά μου παιδιά
Τώρα που σας γράφω, κορυφώνονται οι καρναβαλικές εκδηλώσεις. Ξέρω πως όχι μόνο δεν σας λείπουν τα καρναβάλια, αλλά τα έχετε καθημερινά. Επιτρέψτε μου όμως να σας πω και για τα δικά μας, που δεν είναι και πολύ κατώτερα.
Τον καιρό των μασκαράδων, λοιπόν, ένας «Κύριε, είμαι καλό παιδί, κοιτάξτε τι γράφω», παρουσίασε μια αποκριάτικη ιστορία ελεύθερου χρόνου που μιλάει για το σπίτι και για το κελί (κάτι σαν το τραγούδι του Τζιμάκου για το μνι και το δελφίνι, δηλαδή). Το όνομά του παραπέμπει στην τάση του να είναι χωμένος εκεί που δεν τον σπέρνουν και να αυτοφύεται σε αγρούς που με το κατάλληλο λίπασμα, βγάζουν υπεραξία απ’ το τίποτα. Και βεβαίως επιδίδουν και διαπιστευτήρια, πετυχαίνοντας μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, τουτέστιν την μέγιστη καρποφορία. Στην ιστορία υπάρχει μια εταιρία, με αρχηγό έναν γαλλοθρεμμένο bon viveur και υπαλλήλους κάτι τρομοκράτες ΜΚΟ (Μη Κυβερνητικώς Οργανωμένους). Πάνω σ’ αυτό τον καμβά και μ’ αυτό το χαβά, εκτυλίσσεται μια μυθοπλασία, όπως την αποκαλεί ο συγγραφέας και οι κριτικοί. Το πώς την αποκαλώ εγώ δεν έχει σημασία α) γιατί είμαι ατάλαντος (δεν έχω τάλαντα – γενικώς – ούτε για δείγμα) και β) γιατί ξέρω πως την Κόντρα την διαβάζουν και μικρά παιδιά (διάφοροι σύντροφοι την αφήνουν εδώ κι εκεί στο σπίτι τους) και δεν επιθυμώ να διευρύνω τη φαντασία τους επί σεξουαλικών ζητημάτων ΑΔΑΕ (Ακατάλληλα Δι’ Ανηλίκους – Ενηλίκους).
Η εν λόγω ιστορία έχει σπουδαία αξία. Σύμφωνα με λογοτεχνικά τρίγωνα (πρώην κύκλους), κατέστησε μουγκό τον Ουγκώ, σόου τον Σο, σέξπυρ και μανία τον Σαίξπηρ και γλάστρα τον Βασιλικό. Ο οποίος παρεμπιπτόντως, δήλωσε ότι «στην 17Ν οι ηγέτες μπήκαν από την κύρια είσοδο, άλλοι από την πόρτα υπηρεσίας και οι νεότεροι και ακατάρτιστοι έπεσαν από την καμινάδα» (μη μου ζητήσετε ανάλυση, την περιμένω κι εγώ από ένα φίλο αρχιτέκτονα που ζωγραφίζει κι εκείνος σπιτάκια με πόρτες και καμινάδες, όπως άλλωστε και ο γιος του στο νηπιαγωγείο).
Διάγοντας λοιπόν τις αποκριάτικες μέρες που σηματοδοτούν την έναρξη της αποχής από το κρέας, στην παρουσίαση της ιστορίας παρίστατο ο (γαλλοτραφής, να σημειωθεί) Θεόδωρος Πάγκαλος, ο οποίος είπε ότι «κανείς δεν φανταζόταν ότι η 17Ν ήταν ό,τι είδαμε. Μας βγήκαν σκάρτοι οι τρομοκράτες, ιδεολογικά και οργανωτικά ήταν της πλάκας». Από τις δηλώσεις αυτές προκύπτει το εξής ενδιαφέρον και εισέτι αναπάντητο ερώτημα: Πώς γίνεται μια ομάδα της πλάκας να κάνει παιδική χαρά έναν ολόκληρο κρατικό μηχανισμό επί τρεις δεκαετίες; Μετριόφρων όπως πάντα ο περιηγητής της Βενσέν του Μάη του ‘68, παραδέχεται επαγωγικά ότι το κράτος που σεμνά υπηρετεί είναι περισσότερο της πλάκας κι από τους «τρομοκράτες της πλάκας»! Γέλως πάντων, τέλος πάντων.
Από κει και πέρα, η παρουσίαση της ιστορίας ξεφεύγει από κάθε έλεγχο δια της νοημοσύνης. Ο κύριος Βασιλικός δήλωσε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν τάξεις. Αν η δήλωσή του αυτή μπορούσε – λόγω των ημερών – να μετουσιωθεί σε αποκριάτικο άρμα, θα ελάμβανε ομόφωνα το πρώτο βραβείο των καρναβαλιστών. Ο κύριος Πάγκαλος το πήγε ακόμη μακρύτερα: «Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ξεχωριστός κόσμος. Οποιοσδήποτε μπορεί, αν μαζέψει χρήματα, να πάει σ’ ένα ακριβό εστιατόριο. Δεν υπάρχει εξαθλίωση, αν εξαιρέσει κανείς μια μικρή μερίδα τσιγγάνων και μεταναστών»!!! Τόνισε δε ότι τα χίλια ευρώ μηνιαίως οριοθετούν την αρχή της μεσαίας τάξης κι ότι αυτοί με τα χίλια ευρώ τα βγάζουν πέρα γιατί, βάσει στατιστικών, το 75% έχει το δικό του σπίτι.
Κατόπιν τούτου, διέρρηξα τα λούμπεν ιμάτιά μου, έκανα λίμπα το μεσοαστικό σπίτι μου, σκούπισα το μεγαλοαστικό φτύσιμο και πρότεινα στον αρμόδιο συντάκτη της Κόντρας που καταγράφει την «παπάρα της εβδομάδας», να καθιερώσει την παπάρα της χρονιάς, την παπάρα του αιώνα, την παπάρα της χιλιετίας και την παπάρα από εξαφανίσεως των δεινοσαύρων και εμφανίσεως των μετεξελίξεών τους.
Καταλαβαίνετε ότι κάπου εδώ πρέπει να κλείσω αυτό το γράμμα. Οι καρναβαλικές εκδηλώσεις κορυφώνονται αυτό το τριήμερο και δεν θέλω να χάσω καμία. Κρίμα που η πλειονότητα δεν τις παρακολουθεί, θα κέρδιζε πολλά. Αρχικά θα διασκέδαζε αφάνταστα, θα χτυπιόταν απ’ το γέλιο και θα τραβούσε τα μαλλιά της. Και στη συνέχεια, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα καταλάβαινε πως κράτησε πολύ αυτό το καρναβάλι…
Μια καθαρή (;) Δευτέρα σ’ έναν ολάκερο βρώμικο χρόνο