Αγαπητά μου παιδιά,
Η μεγαλύτερη εκδίκηση της χαλκευμένης προϊστορίας προς τα ατελέσφορα έργα μας είναι η σιωπηρή παράτασή της. Η μη ανατροπή της στα στενά όρια του βίου. Χρωματισμένη από τη λύσσα τού να φύγουμε χωρίς να κάνουμε τη γη να κοκκινίσει έστω και από ντροπή. Δεν είναι εγωιστικό να θέλεις να δρέψεις έστω και μια τόση δα ικανοποίηση. Δεν είναι ουτοπιστές οι σύντροφοι που με τσαλακωμένα μούτρα, σώμα και μυαλό, θέλουν απεγνωσμένα την μεγάλη αποκατάσταση: Την επιστροφή στους φυσικούς ρόλους, την αντικατάσταση των ανθρώπων από τα γουρούνια, στον βιότοπο της λάσπης που ανήκει αποκλειστικά και μόνο στα δεύτερα. Μια αποκατάσταση που τη χρωστούν οι καιροί σ’ έναν αδικοχαμένο στρατό από ζωές που τις παρέσυρε ο μανιασμένος αέρας. Αέρας κατευθυνόμενος πια από τεράστιους αθέατους ανεμιστήρες στα θλιβερά παράθυρα των κρατικών και κρατικοδίαιτων κτιρίων, που – αλίμονο – τα δικά μας χέρια έχτισαν.
Τα καλύτερα λόγια μας τ’ αφήσαμε γραμμένα σε χαρτιά, εύκολη λεία για τους άγριους, ηλεκτρικούς ανέμους που φυσάνε από παντού. Ταξιδεύουν πάνω από ερήμους και πολιτείες, γίνονται σιδερένια κάγκελα στα χέρια των εχθρών του ανθρώπου, μας τυλίγουν σαν μέγγενη αντί να πέσουν σαν χρυσή βροχή στα μυαλά και στις μέρες μας, να ριζώσουν και να καρπίσουν.
Οι καλύτερες πράξεις μας έμειναν ακατανόητες, ανερμήνευτες, ατελέσφορες. Πλανώνται κι αυτές μυστικά στον αέρα, πάνω σε αναπηρικά υπερηχητικά κι εκρηκτικές πομφόλυγες. Στον εξοπλισμό που τους έδωσαν οι εχθροί του ανθρώπου (ξανά, πάντα) ώστε να αφομοιωθούν στο πολύχρωμο καρναβάλι της ακατανοησίας και να μετουσιωθούν σε αλυσιτελή λύσσα κατά της αλυσίδας που αόρατη τριγυρνά τα μέλη των ανθρώπων. Των ανθρώπων που με μύρια τεχνάσματα εξαναγκάστηκαν στην υποταγή. Κάποιοι απ’ αυτούς, μεταφέρουν καρτερικά τις μέρες τους σ’ έναν κόσμο που δεν υπάρχει, ζουν μέσα στ’ αβυσσαλέα βάθη του νου και στην απόλυτη τρέλα που ενδύεται τη φορεσιά της παραίτησης. Κάποιοι χτυπούν τα μυαλά τους σε τοίχους και τα χέρια τους σε μαχαίρια. Βρίζουν την αθέατη περίφραξη και βλαστημάνε τα καθάρματα απέναντί τους, την ώρα που εκείνα τελειοποιούν τις διεκπεραιωτικές εργασίες τους, ώστε απερίσπαστα να επιδοθούν στις κύριες ασχολίες τους: το κυνήγι του θεοποιημένου τίποτα, την αγιοποίηση της μαζικής εξαπάτησης, την αναγωγή των ανάγωγων αγωγών του ψεύδους και της επαίσχυντης απάτης σε κυρίαρχη λειτουργία.
Απέναντί μας στέκουν πάνοπλοι οι φύσει γυμνοί εξολοθρευτές της αλήθειας (γελώντας με τις ειρηνικές εκδηλώσεις την ώρα του πολέμου και τα ατελέσφορα λιανοτούφεκά μας), οι βιαστές των ονείρων, οι σφαγείς των πανανθρώπινων οραμάτων, οι αρνητές της ζωής. Οι κραταιοί κρατιστές κρατώντας το κρασί της λήθης στο ένα χέρι και το σπαθί του Δαμοκλή στο άλλο. Το σπαθί που δεν επικρέμεται πια απειλητικά πάνω από άρχοντες, μα εξοντώνει αδιάκοπα τους μη υποταγμένους. Που πηγαίνουν κατά κει που πήγαν και τα καλύτερα λόγια μας πάνω στα χαρτιά, κατά κει που πήγαν οι καλύτερες πράξεις μας πάνω στο κόκκινο ποτάμι της ιστορίας. Που – αλίμονο – όλο και λιγότεροι συνομιλούν πια μαζί της κι ελάχιστοι κάθονται να την ακούσουν.
Ας ειπωθούν τα λόγια, ας πάψουν να μένουν γραμμένα σε χαρτιά που παίρνει ο αέρας. Να κλείσουν οι τόσοι φούρνοι της αυταπάτης και το ψωμί ας ζυμωθεί στο δρόμο. Να γίνουν εκείνα που δεν υπαγορεύει κανένα τελετουργικό, κανένα τυπικό και κανένα δόγμα, παρά μόνο η γνώση, η συνειδητοποίηση και η απόλυτη ελευθερία επιλογής, οι ανενόχλητες διαδικασίες του αέναου γίγνεσθαι.
Ας φτερουγίσουν επιτέλους πορφυρές, πυρφόρες πεταλούδες σ’ αυτό το ξεφτιλισμένο γκροτέσκο σκηνικό των αρπακτικών που επιβουλεύεται τις ζωές μας. Κι ας πάνε στον διάολο (κι αν δεν υπάρχει διάολος, ας τον συνοδέψουν στην ανυπαρξία) οι σιδερόφραχτες στρατιές των υπηρετών της λήθης και της αποκτήνωσης. Οχι μ’ ευχολόγια σαν αυτό, μα με δουλειά.
Φωνή ερήμου εν τω βοώντι