Γαργάρα έκανε η κυβέρνηση την προ ημερών δήλωση Ρουσόπουλου, ότι δεν υπάρχει θέμα συνάντησης του πρωθυπουργού με τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες. Τρομοκρατημένη από τη συνέχιση της απεργίας των εκπαιδευτικών και από τις διαστάσεις που παίρνει το κίνημα στην Παιδεία, με την προβολή στο προσκήνιο των μαθητών και των φοιτητών, προσπάθησε να διασπάσει το μέτωπο και με μια κίνηση «καλής θέλησης» να βγάλει από τη μέση την ατμομηχανή των κινητοποιήσεων, τους δασκάλους.
Αφού, λοιπόν, δεν απέδωσε το πρόσωπο του θατσερισμού, με το οποίο ο Καραμανλής προσπάθησε να κάμψει τους εκπαιδευτικούς, και αφού είδαν τη δημοσιότητα γκάλοπ, όπως αυτό της ΜETRON ANALYSIS, που παρουσίασε η εφημερίδα «Το Θέμα», σύμφωνα με το οποίο το 93,5% των ερωτηθέντων πιστεύει πως πρέπει να υπάρξει «συμβιβαστική λύση για ν’ ανοίξουν τα σχολεία», ενώ το ίδιο ζητά και το 91,8% των ψηφοφόρων της ΝΔ, ο πρωθυπουργός κάλεσε ΔΟΕ-ΟΛΜΕ στο Μαξίμου για τσάι και συμπάθεια.
Διαισθανόμενος ο Καραμανλής ότι το παιχνίδι είναι χαμένο με την υπουργό Παιδείας, που ως τώρα -με την κάλυψή του βεβαίως- έβγαλε ένα αποκρουστικό πρόσωπο, έγινε ο ίδιος «μπακάλης» και διαπραγματεύθηκε με τους εκπαιδευτικούς. Σε γενικές γραμμές παρουσίασε την πρόταση Γιαννάκου, ελαφρώς διαφοροποιημένη, κάνοντας δηλαδή μισό βήμα πίσω. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτό, όπως και η ίδια η συνάντηση δεν θα γινόταν, αν οι δάσκαλοι σταματούσαν την απεργία τους από την προηγούμενη εβδομάδα, και αυτό οφείλουν να το πάρουν σοβαρά υπόψη τους οι εκπαιδευτικοί προκειμένου να αποφασίσουν για τη συνέχιση του αγώνα τους, εκτιμώντας ότι ήταν η δυναμική απεργία τους αυτή που υποχρέωσε την κυβέρνηση ακόμα και σ’ αυτή την υποχώρηση (το άρθρο αυτό γράφτηκε πριν γίνει γνωστή η απόφαση της ΔΟΕ και των εκπαιδευτικών για τη συνέχιση ή μη της απεργίας).
Σχετικά με το κυρίαρχο οικονομικό αίτημα των εκπαιδευτικών, ο Καραμανλής εμφανίστηκε επί της ουσίας αμετακίνητος. Προσπάθησε δε να μπετονάρει τη στάση του αυτή με το φόβητρο των επιταγών της ΕΕ και του Συμφώνου Σταθερότητας, ασκώντας ιδεολογική τρομοκρατία στους εκπαιδευτικούς, ώστε να οδηγηθούν σε υποχώρηση, αφού ο αγώνας τους -κατά τον Καραμανλή- δεν έχει νόημα μιας και έχουν να κάνουν με το σύνολο του κεφαλαίου της ΕΕ.
Είπε, λοιπόν, πως το αίτημα για μισθό 1400 ευρώ θα το εξετάσει στο πλαίσιο των συζητήσεων με την ΑΔΕΔΥ για το νέο μισθολόγιο, σε χρονικό ορίζοντα πενταετίας ή εφταετίας! Και για να δώσει και κάποιο ιδιαίτερο νόημα στην «πρωτοβουλία» που ανέλαβε να συζητήσει με τους εκπαιδευτικούς, τους πρόσφερε τα 105 ευρώ του στοιχειωμένου επιδόματος σε 4 δόσεις αντί για τις 6 εξαμηνιαίες που είχε προτείνει η Γιαννάκου, με την πρώτη να καταβάλλεται σε δυο μέρη (εξάμηνα) μέσα στο 2007 (προφασιζόμενος το καθεστώς της επιτήρησης της οικονομίας) και τις δυο επόμενες σε ετήσια βάση την 1/1/2008 και την 1/1/2009 αντίστοιχα. Δηλαδή, πρόσφερε στους εκπαιδευτικούς 210 ευρώ παραπάνω μέσα σε μια τριετία από αυτά που τους πρόσφερε η Μαριέττα Γιαννάκου! Αν κάνετε τη διαίρεση, θα καταλήξετε στο τρομερό ποσό των 20 λεπτών την ημέρα!
Σημαντικό για όλη την εργαζόμενη κοινωνία -και αυτό δεν έχει να κάνει με το «στενό» οικονομικό αίτημα των εκπαιδευτικών- είναι και το γεγονός ότι ο Καραμανλής ήταν ανένδοτος και ως προς την αύξηση των δαπανών για την Παιδεία στο 5% του ΑΕΠ, αναιρώντας ο ίδιος την προεκλογική δέσμευση της ΝΔ, που μιλούσε για ικανοποίηση αυτού του αιτήματος μέσα σ’ αυτή την τετραετία. Οχι μόνο απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο υλοποίησης του αιτήματος μέσα στο υπόλοιπο της τετραετίας, αλλά έκοψε και τις γέφυρες για τέτοιες σκέψεις και για τα επόμενα 4 ή 5 χρόνια. Καταδίκασε έτσι την Παιδεία σε βαριά λιτότητα για μια ακόμα εφταετία και μαζί τον γονιό, τον ελληνικό λαό, σε νέα δυσβάστακτα βάρη, αφού θα κληθεί να σηκώσει το έλλειμμα, το βάρος αυτής της πολιτικής.
Χαρακτηριστική από άποψη ουσίας ήταν και η τοποθέτηση Καραμανλή για το μικρότερης σημασίας ζήτημα των σχολικών βιβλιοθηκών. Ο πρωθυπουργός περιέγραψε το σχολείο της αγοράς, το ιδιωτικοποιημένο «Δημόσιο» και «Δωρεάν» Σχολείο, που θα φυτοζωεί και θα πορεύεται με τις τσέπες των γονιών και των κάθε λογής «χορηγών» (που βεβαίως δεν θα το επιδοτούν για την ψυχή της μανούλας τους, αλλά προσβλέποντας σε κοντοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα κέρδη), αναφερόμενος στην αναγκαιότητα να στηριχθούν οι σχολικές βιβλιοθήκες μέσω «χορηγιών». Μάλιστα, είπε ότι θα αναλάβει ο ίδιος πρωτοβουλίες σ’ αυτή την κατεύθυνση. Αν λοιπόν τώρα είναι οι βιβλιοθήκες, φανταστείτε τι θα γίνει αργότερα, αν εκπαιδευτικοί και εργαζόμενη κοινωνία δεν αντιδράσουν σ’ αυτή την πολιτική.
Εκεί που προσπάθησε να «παίξει μπάλα» ο Καραμανλής ήταν στο ζήτημα της Προσχολικής Αγωγής, λέγοντας ότι θα υπάρξει πρωτοβουλία ως τα Χριστούγεννα για νομοθετική κατοχύρωση της υποχρεωτικότητάς της για ένα χρόνο.
Για όλα τα υπόλοιπα αιτήματα δεν υπήρξε καμιά συγκεκριμένη δέσμευση και η κυβέρνηση φάνηκε αμετακίνητη σε σχέση με την πρόταση Γιαννάκου, εμπλέκοντας εμμέσως είτε ευθέως το υπουργείο Οικονομικών, με το οποίο θα έχει διαβουλεύσεις, λες και ο Αλογοσκούφης κινείται ανεξάρτητα και δεν είναι μέρος μιας πολιτικής που χαράσσεται ενιαία. Αυτό αφορά και στο αίτημα για μείωση των μαθητών ανά τμήμα (τουλάχιστον στο 1/25, όπως αναφέρει η φετινή εγκύκλιος του υπουργείου Παιδείας, πλην όμως όχι δεσμευτικά και τελεσίδικα, οδηγώντας το όριο στο 1/28), αλλά και στο αίτημα για αύξηση της ωριαίας αποζημίωσης των ωρομίσθιων εκπαιδευτικών από 7 ευρώ που είναι σήμερα στα 10 ευρώ. Σημειώνεται ότι το αίτημα αυτό το έθεσε αυτόνομα ο Μπράτης στην προηγούμενη συνάντηση με τη Γιαννάκου, ενώ το αίτημα της απεργίας ήταν η οριστική κατάργηση της ωρομισθίας.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε πως η κυβέρνηση οριοθέτησε πια τη σύγκρουση με τους εκπαιδευτικούς στο ανώτατο επίπεδο, χρησιμοποιώντας συμβολικά το ίδιο το πρόσωπο του πρωθυπουργού. Από δω και πέρα δεν έχει πια άλλα περιθώρια. Περιμένει να τεστάρει τις αντοχές των εκπαιδευτικών, την αποφασιστικότητά τους για να κάνει και άλλο πίσω ή να δείξει το πιο απροκάλυπτο πρόσωπο της καταστολής μέσω ας πούμε μιας πολιτικής επιστράτευσης.
Γιούλα Γκεσούλη








