Η συνεδρίαση ξεκίνησε με μια δήλωση της προέδρου που έδινε εξηγήσεις για το επεισόδιο με τους δημοσιογράφους. Είχε προηγηθεί συνάντηση στο γραφείο των δικαστών με τους δημοσιογράφους που καλύπτουν τη δίκη και εκπρόσωπο της ΕΣΗΕΑ, ο οποίος διάβασε μια σκληρή ανακοίνωση η οποία περιέγραφε τα περιστατικά που έγιναν (σχετικά γράψαμε σε περασμένο ρεπορτάζ). Η πρόεδρος από έδρας δήλωσε ότι δεν είχε πρόθεση να προσβάλει τους δημοσιογράφους, ούτε να παρεμποδίσει το έργο τους.
Στη συνέχεια, ζήτησε το λόγο ο Κ. Αγαπίου που είπε τα εξής (σε ελεύθερη, αλλά πιστή απόδοση:
«Προκειμένου να προχωρήσει η διαδικασία με τον ομαλότερο τρόπο, πιστεύω ότι πρέπει να συνεχιστεί η κατάθεση του μάρτυρα Ζήση. Δεν νομίζω ότι διακατέχεται από προσωπικά κίνητρα εναντίον μου, αλλά ότι με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται αυτός τα πράγματα προσπαθεί να συμβάλει στην αναζήτηση της αλήθειας. Να καταθέσει, λοιπόν, και μετά να προσκομιστούν τα έγγραφα από όλες τις χώρες. Να έρθουν όλα για να τελειώνουμε μ αυτή την ιστορία. Να φέρουν όλα τα έγγραφα από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ουγγαρία, τη Γιουγκοσλαβία και από όπου αλλού, αλλά και από μια χώρα που την ξεχνάμε, που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον Καναδά και το Μεξικό. Εγώ επί δεκαετία υφίσταμαι μια εγγραφολογία πάνω στο πετσί μου. Τι θα γίνει μ αυτό; Τα έγγραφα αναφέρονται σε πολλά ονόματα. Γιατί επιλέχτηκαν δυο άτομα και μάλιστα άγνωστα μεταξύ τους;
Ζητώ να κληθούν και ορισμένοι μάρτυρες. Κατ αρχήν όλοι οι μάρτυρες που έχουν προταθεί. Καμμένος, Παπαθεμελής, Νηστικάκης, Μπόση, Γιαλλουρίδης, αλλά και οι έγκριτοι δημοσιογράφοι που χρησιμοποίησαν το έργο του Ζήση για να γίνουν αυτοί λαμπροί αστέρες και ο κ. Ζήσης να λοιδωρείται. Οι Παπαχελάς, Τέλογλου, Λαμπρόπουλος, Κακαουνάκης, Τράγκας και ο Θοδωρής Μπλατσής που έκανε στο PLAYBOY μια σύνθεση με ευθείες βολές, η οποία αποτέλεσε το βασικό υπόβαθρο της πρότασης του εισαγγελέα Μύτη για την παραπομπή μας. Να μας πει πού τα βρήκε όλα αυτά που έγραψε. Επίσης να έρθει και ο Μίκης Θεοδωράκης, όπως προτάθηκε. Επιφυλάσσομαι να προτείνω και άλλους».
Ο εισαγγελέας Πατσής πρότεινε να επιφυλαχθεί το δικαστήριο επί του αιτήματος Αγαπίου και να απορρίψει το αίτημα που είχε υποβάλλει ο Α. Κωνσταντάκης, για διακοπή της δίκης ώστε να κληθεί να καταθέσει ο Βάινριχ, όταν τελειώσει η δίκη του στη Γερμανία. Η πολιτική αγωγή συμφώνησε με το αίτημα Αγαπίου για την κλήτευση μαρτύρων και με την πρόταση του εισαγγελέα για μη διακοπή της δίκης.
Με το αίτημα Αγαπίου συμφώνησαν οι συνήγοροι του Χ. Τσιγαρίδα, ενώ οι συνήγοροι του Μ. Κασσίμη είπαν πως δεν έχουν πρόβλημα, γιατί δεν τους αφορούν τα όσα έχουν γράψει οι διάφοροι δημοσιογράφοι-συγγραφείς. Η υπεράσπιση Κανά διαφώνησε, θεωρώντας ότι οι συγκεκριμένοι δεν έχουν να συνεισφέρουν τίποτα και απλά θα καθυστερήσει η πρόοδος της δίκης. Ο Α. Κωνσταντάκης (Αθανασάκη) είπε ότι οι σεναριολόγοι και συγγραφείς κατ εντολήν ξένων μυστικών υπηρεσιών δεν έχουν να εισφέρουν τίποτα, γι αυτό και δεν τους κάλεσε και ο ανακριτής, πλην ενός που κατέθεσε και δεν κλήθηκε στη δίκη, διότι δεν είχε να πει τίποτα. Για την Αθανασάκη, έτσι κι αλλιώς, δεν λένε τίποτα. Σε ό,τι αφορά το αίτημα για διακοπή της δίκης και κλήτευση του Βάινριχ έκανε την εξής διευκρίνιση: Αν το κρίσιμο αποδεικτικό υλικό της δίκης είναι τα αρχεία μυστικών υπηρεσιών, τότε αυτό πρέπει να γίνει με συνέπεια. Να φέρουμε και τον Βάινριχ και τον Κάρλος και όποιον άλλο αναφέρεται σ αυτά τα αρχεία.
Η Κ. Ιατροπούλου συμπλήρωσε: Ο Κ. Αγαπίου εκφράζει το αίσθημά του για την κακοποίηση που υπέστη από τους συγκεκριμένους. Είχε μια ειρωνεία το αίτημά του. Τα βιβλία αυτά έχουν καταγγελθεί και έχουν καταδικαστεί στη συνείδηση του ελληνικού λαού. Δεν έχουν καμιά θέση οι «ειδικοί» σ αυτή τη δίκη. Απλά θα επιτείνουν τη σύγχυση και την πρακτορολογία.
Ο Κ. Αγαπίου ξαναπήρε το λόγο και δήλωσε: «Εχω σοβαρότατες αμφιβολίες αν τους έχει καταδικάσει η κοινωνία αυτούς τους συγγραφείς. Εγώ θεωρώ απαραίτητη την παρουσία τους. Στον ίδιο βαθμό με τον Ζήση, για να μην είναι αυτός ο αποδιοπομπαίος». Το δικαστήριο επιφυλάχτηκε ως προς τα αιτήματα για τα έγγραφα και για νέους μάρτυρες και απέρριψε το αίτημα για διακοπή της δίκης και κλήτευση του Βάινριχ.
Στη συνέχεια εξετάστηκε ο μάρτυρας Ν. Ταραβήρας, που παρεμβλήθηκε στην κατάθεση του Ζήση, επειδή είχε σοβαρό πρόβλημα υγείας. Πρόκειται για ιδιοκτήτη διαμερίσματος στην οδό Πολέμωνος 13 στο Παγκράτι, δίπλα στο διαμέρισμα που, σύμφωνα με την κατάθεση της Κυριακίδου, είχε νοικιαστεί από την ίδια με πλαστή ταυτότητα στο όνομα Σκουντουδάκη και χρησιμοποιούνταν ως γιάφκα του ΕΛΑ. Ο άνθρωπος δεν θυμόταν απολύτως τίποτα για το ποιοι έμεναν ή ποιοι μπαινόβγαιναν στο συγκεκριμένο διαμέρισμα την περίοδο 1981-84. Είπε ότι τον ενοχλούσε συνεχώς η Αστυνομία το 2000-2001 και ψάχνοντας το αρχείο με τα κοινόχρηστα βρήκε ότι κάποια περίοδο έμενε κάποια Σκουντουδάκη. Οταν η πρόεδρος παρατήρησε ότι τα στοιχεία που έδωσε στην Αστυνομία αφορούν την περίοδο 1984-88, ο ηλικιωμένος δήλωσε ότι δεν μπορεί να θυμηθεί, γιατί ο ίδιος έλειπε στη δουλειά του όλη την ημέρα, ενώ ούτε έβλεπε ποιος μπαινόβγαινε στο διαμέρισμα, γιατί αυτό το διαμέρισμα βρισκόταν δίπλα από το κλιμακοστάσιο και δεν μπορούσε να ξέρει ποιος πάει για να ανέβει στους πάνω ορόφους και ποιος πάει στο συγκεκριμένο διαμέρισμα.
Οταν ρωτήθηκε για την κατάθεσή του στον ανακριτή, που του έδειξε μια φωτογραφία της Αθανασάκη και είπε ότι κάτι του θυμίζει, διευκρίνισε ότι του θύμιζε μια άλλη γυναίκα που έμενε στον πρώτο όροφο. Του ζητήθηκε να δει την Ειρ. Αθανασάκη και είπε ότι δεν του θυμίζει απολύτως τίποτα. Βέβαια, έγινε ένα μπέρδεμα, δεδομένου ότι η Σκουντουδάκη υποτίθεται ότι είναι η Κυριακίδου και όχι η Αθανασάκη, αλλά έτσι κι αλλιώς ο ηλικιωμένος κύριος δεν θυμόταν καμιά φυσιογνωμία και σ αυτό ήταν κατηγορηματικότατος. Οσο και αν τον πίεσε η Αστυνομία, ποτέ δεν προχώρησε σε καμιά αναγνώριση.
Είπε και κάτι άλλο, πολύ αποκαλυπτικό, ο κ. Ταραβήρας. Οτι στο διάδρομο τον πλησίασε η Κυριακίδου και του είπε «κάπου σε ξέρω, κάπου σε ξέρω», αυτουνού όμως η φάτσα της δεν του θύμιζε απολύτως τίποτα. Εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε πώς καταβλήθηκε προσπάθεια να οδηγηθεί ο κ. Ταραβήρας σε αναγνώριση της Κυριακίδου, για να επιβεβαιωθεί το σενάριο ότι αυτή ήταν η Σκουντουδάκη που κάποτε νοίκιασε το συγκεκριμένο διαμέρισμα, το οποίο έχει βαφτιστεί γιάφκα του ΕΛΑ, χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο, πέραν των ισχυρισμών της συνεργαζόμενης με την Αντιτρομοκρατική Σ. Κυριακίδου.
Κατά την εξέταση του συγκεκριμένου μάρτυρα προέκυψε ένα ζήτημα που είχε προκύψει και στη «δίκη της 17Ν». Η υπεράσπιση υπέβαλε ένσταση ότι κακώς επιτρέπεται στην πολιτική αγωγή να υποβάλει ερωτήσεις στον μάρτυρα, επειδή η πολιτική αγωγή δεν παρίσταται για το αδίκημα της συμμετοχής στην οργάνωση και δικαιούται να υποβάλει ερωτήσεις μόνο στους μάρτυρες που καταθέτουν για την υπόθεση για την οποία παρίστανται. Τα νομικά επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν ήταν πλήρη, εμείς όμως θα σταθούμε σε μια καίρια επισήμανση που έκανε ο Σ. Φυτράκης: Εγώ είμαι υπέρ των ανοιχτών διαδικασιών, να ρωτάνε όλοι για όλα. Από τη στιγμή, όμως, που σαν δικαστήριο έχετε επιλέξει μια συσταλτική ερμηνεία όλων των διατάξεων και εφαρμόζετε το μοντέλο εντατικοποίησης της καταστολής, οφείλετε και στην προκειμένη περίπτωση να κάνετε το ίδιο. Να είστε συσταλτικοί και στα ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα των κατηγορουμένων. Να μην εφαρμόζετε δυο μέτρα και δυο σταθμά.
Το δικαστήριο, φυσικά, απέρριψε την ένσταση. Αλλωστε, γι αυτό το ζήτημα η πρόεδρος είχε μιλήσει για «οιονεί προσωρινό δεδικασμένο» στην αρχή της δίκης, αναφερόμενη στη σχετική απόφαση που είχε πάρει το έκτακτο τρομοδικείο στη «δίκη της 17Ν». Ετσι, η πολιτική αγωγή συνέχισε να υποβάλλει ερωτήσεις στον μάρτυρα.
Οσο κι αν ρώτησαν δεν έβγαλαν τίποτα από τον κ. Ταραβήρα. Ο άνθρωπος δεν θυμόταν τίποτα, ούτε μπορούσε να αναγνωρίσει κάποια ως Σκουντουδάκη.