Η συνεδρίαση ξεκίνησε με την ανάγνωση εγγράφων, αφού το δικαστήριο δεν ανακοίνωσε απόφαση για τα εκκρεμή αιτήματα κλήτευσης μαρτύρων, που έχει υποβάλει ο Κ. Αγαπίου. Ο Αγαπίου υπενθύμισε την εκκρεμότητα και ο πρόεδρος του απάντησε ότι θα αποφανθούν έγκαιρα.
Τα πρώτα έγγραφα που αναγνώστηκαν ήταν οι εκθέσεις έρευνας και κατάσχεσης. Είναι έγγραφα που περιγράφουν, αποσπασματικά, τα πράγματα που κατέσχεσε η Αντιτρομοκρατική όταν εισέβαλε στα σπίτια των Τσιγαρίδα, Αγαπίου, Κανά, Αθανασάκη, καθώς και σε σπίτια συγγενικών και φιλικών τους προσώπων, τη μέρα της σύλληψής τους. Το δικαστήριο είχε την πρόθεση να περάσει την ανάγνωση αυτών των εγγράφων τυπικά, αφού δεν περιέχουν τίποτα, όπως είπε ο πρόεδρος.
Ο Κ. Αγαπίου, όμως, ζήτησε να αναγνωστούν προσεκτικά και να προσκομιστούν και όλα τα κατασχεθέντα, γιατί αυτά είναι που διαφημίστηκαν ως τεκμήρια ενοχής από την Αντιτρομοκρατική και τα παπαγαλάκια της. Το ίδιο αίτημα υπέβαλε και ο Α. Κανάς. Ο Χρ. Τσιγαρίδας είπε πως το μόνο που θέλει να του επιστραφεί είναι ένα παραμύθι που έγραφε για την εγγονή του, ενώ με προφανή περιπαικτική διάθεση ζήτησε να ψαχτούν τα τραπεζικά βιβλιάρια που κατασχέθηκαν από το σπίτι του, μήπως βρεθούν τίποτα χρήματα που δεν τα ‘χει υπόψη του. «Δεν βλέπω και κανένα Ε2 για το ξενοδοχείο», είπε ο πρόεδρος, πιάνοντας τη μπηχτή. «Ανησυχείτε για τις διακοπές σας;», ανταπάντησε ο Τσιγαρίδας. «Οσο να ‘ναι, πλησιάζει και το Πάσχα», έκλεισε τον σύντομο διάλογο ο πρόεδρος.
Το δικαστήριο επιφυλάχτηκε να αποφασίσει επί του αιτήματος και προχώρησε στην ανάγνωση των εκθέσεων έρευνας και κατάσχεσης. Μετά το πρώτο διάλειμμα, ο πρόεδρος ανακοίνωσε πως το αίτημα έγινε δεκτό και το δικαστήριο ζήτησε την προσκόμιση των πειστηρίων.
Συζήτηση έγινε, επίσης, για τα υποτιθέμενα αποτυπώματα του Αγαπίου και της Αθανασάκη, που –κατά τους ισχυρισμούς της Αντιτρομοκρατικής- βρέθηκαν σε παλιές προκηρύξεις όχι του ΕΛΑ αλλά άλλων οργανώσεων. Ο Αγαπίου ενημέρωσε το δικαστήριο για τα κόλπα που χρησιμοποιήθηκαν στην προηγούμενη δίκη, στην οποία ουδέποτε ήρθαν αυτά τα υποτιθέμενα αποτυπώματα, με αποτέλεσμα το δικαστήριο εκείνο να δηλώσει πως είναι σαν να μην υπάρχουν. Ο εισαγγελέας πρότεινε να κληθεί κάποιος ειδικός των εργαστηρίων της Ασφάλειας για να διαφωτίσει το δικαστήριο σ’ αυτό το ζήτημα.
Τι νόημα, όμως, έχει αυτή η διαδικασία; Πρόκειται για προκηρύξεις του 1977, που δεν αφορούν ένα δικαστήριο που δικάζει υποθέσεις του 1986. Το δικαστήριο αναζητά αποδείξεις ενοχής, για να μπαλώσει τρύπες του προηγούμενου δικαστήριου και –δυστυχώς- έχει γίνει το μεγάλο λάθος να σιγοντάρεται σ’ αυτή την προσπάθεια, από τον Κανά (που πήρε αυτή τη θέση από την έναρξη της δίκης) και από τον Αγαπίου (ο οποίος αρχικά είχε συνταχθεί με τους Τσιγαρίδα, Αθανασάκη, υποστηρίζοντας το αίτημα της αναβολής μέχρι να τελεσιδικήσει η προηγούμενη δίκη, αλλά στη συνέχεια παίρνει ενεργά μέρος στη διερεύνηση της συμμετοχής στον ΕΛΑ, που ως κατηγορία δεν υπάρχει σ’ αυτή τη δίκη).
Αυτή η διερεύνηση έχει θέση μόνο στο εφετείο. Το δικαστήριο, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, αποφάσισε να κληθεί να καταθέσει ο υπεύθυνος για τα αποτυπώματα στη Διεύθυνση Ερευνών της ΓΑΔΑ Γιαννακούρης (είχε καταθέσει και στη δίκη για την υπόθεση της 17Ν).
Οπως όλα δείχνουν (γιατί, βέβαια, δεν ήταν τυχαία η πρόταση του εισαγγελέα), θα καταβληθεί προσπάθεια να στηθεί σκηνικό πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων για τους Αγαπίου και Αθανασάκη, με τη μαρτυρία του Γιαννακούρη, που εμφανίζεται ως αυθεντία στη διερεύνηση αποτυπωμάτων.
Η υπόλοιπη συνεδρίαση αναλώθηκε με την ανάγνωση προκηρύξεων και εντύπων του ΕΛΑ.