Αγαπητά μου παιδιά
Με τα γαμψά νύχια μου έρχομαι να ξύσω παλιές πληγές την ώρα που τα καθεστωτικά δουλικά κι οι νεοταξικές αυλητρίδες ξύνουν χορτασμένα το μαλακό τους υπογάστριο. Ετεροχρονισμένα κάλαντα σ’ αυτό το πρώτο γράμμα της νέας χρονιάς, σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε, με τις ραγισμένες πέτρες και τους νοικοκύρηδες – θνησιγενή ανδρείκελα. Σ’ αυτούς απευθύνεται αυτό το γράμμα, το πρώτο για το νέο φ-έτος.
Χρόνια θολά, χρόνια χωλά, χρόνια λωλά. Σαν σήμερα – 13/1 – δεν ήταν, πριν 86 χρόνια, που σκοτώσατε 42 κομμουνιστές μπροστά στη γερμανική βουλή; Σαν σήμερα δεν ήταν πριν 111 χρόνια, που τσεπώσατε 920.000 χρυσές δραχμές για την «αναμαρμάρωσιν και περάτωσιν του Παναθηναϊκού σταδίου»; Ας μιλήσουμε λοιπόν για το μάρμαρο, παραχωρώντας σας τη νομή του καλλιμάρμαρου και του μαρμαρωμένου βασιλιά, σ’ αυτό το «σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή» της θλίψης του Καρυωτάκη που συμμεριζόμαστε.
Ω εσείς ex cathedras και ex parte ακτινοβολούντα υποκείμενα, που αναπλάθετε και μετασκευάζετε τη γνώση, διαστρέφετε την αλήθεια, λίγο κι ακόμα λίγο, χρόνο με το χρόνο, με την εγγεγραμμένη στα γονίδιά σας γαϊδουρινή υπομονή. Που όταν εξαντλείται γίνεται κλοτσιά, πιστή σε ζωώδη ένστικτα κι αγνοώντας το ενδιάμεσο διάστημα που διαφοροποιεί το άλογον από το έλλογον. Εσείς με την άθλια ομοιομορφία, τα ελεγχόμενα όσο κι απονεκρωμένα θυμικά και την οριστική ρήξη με τη φύση και την ισορροπία της. Σ’ εσάς υψώνω τον δείκτη (σε βάρος του μέσου κατ’ εξαίρεση σήμερα) και βρίζοντάς σας με ακατονόμαστους – και γι’ αυτό αναπόδεικτους – χαρακτηρισμούς, σας αναγγέλλω στα σαλόνια των τεθνεώτων, πριν καν ξεκουμπιστούν τα αηδή σαρκία σας από τον βασανισμένο και γι’ αυτό ξένο για σας κόσμο των ζωντανών.
Σ’ εσάς μιλώ, σ’ εσάς με τις λερωμένες, στοιχειωμένες εικόνες από το ακατάπαυστο φτύσιμο και τις κατάρες μυριάδων ανθρώπων. Σ’ εσάς που περιφέρεστε δήθεν περήφανοι, δήθεν πολυάσχολοι και δήθεν άψογοι. Πόσοι τόνοι λυματολάσπης κυλούν στις άκαμπτες φλέβες σας, πόσα σαπρόφυτα λικνίζονται στα βάθη των σπλάχνων σας, πόσοι τόνοι περιττωμάτων αποτελούν το συνεκτικό υλικό των ιστών του σώματος και των –ισμών της νοσηρής σκέψης σας!
Σας αντάμωσα στο Φαρδύκαμπο, στο Λιτόχωρο, στα Γιάννενα, στο Βίτσι κι αλλού. «Φλώροι, να» σας φώναζα χειρονομώντας, βαφτίζοντας τη Φλώρινα. Αδειασα πάνω σας δεσμίδες ολάκερες, μα επιζήσατε και σήμερα αδειάζετε εσείς άλλες δεσμίδες, τραπεζικές. Σας αντάμωσα στα ξερονήσια και στα χαμόσπιτα, στις λάσπες όπου ερχόσαστε κάθε τέσσερα χρόνια, αφήνοντας τις θεραπευτικές λάσπες των πολυτελών κελιών σας όπου κυλιέστε, για να ζητήσετε φρέσκο αίμα, βδελυρές βδέλλες εσείς στον αγώνα της παρασιτικής επιβίωσης.
Σας ήξερα. Η αποτρόπαιη λάμψη στο βάθος των απύθμενων ματιών σας δεν μπορεί να κρυφτεί απ’ όποιον την αντίκρισε μια φορά. Απ’ όποιον δεν απαρνήθηκε τη φύση του για μια θέση στο αποστειρωμένο – και δυστυχώς μη στειρωμένο – θέατρο των σκιών, την μοναδική πολιτική πρότασή σας, ίδια κι απαράλλακτη στους αιώνες. Σας ήξερα, όπως κι οι περισσότεροι σύντροφοι, όπως οι λίγοι που τολμούν να μιλήσουν (γεια σου ρε λεβέντη ψηλόκοντε χοντροχλεμπονιάρη ξανθομελαχρινέ). Εσείς παραδώσατε την Αθήνα στους γερμανούς, την Κύπρο στους τούρκους, την Ελλάδα στους αγγλοαμερικανούς, τη ζωή στις επιχειρήσεις, το μέλλον στον εφιάλτη, την ύπαρξή σας στη χαμέρπεια. Εσείς παραδώσατε λεβέντες στο θάνατο και τα βουτυρωμένα εξαμβλώματά σας στη ζωή, με την ανάθεση της εντολής για αδιατάρακτη συνέχεια. Εσείς τσακίσατε κινήματα και γενιές με κάθε μέσο, αγιάζοντας μετέπειτα το σκοπό.
Ω εσείς λαμπρά καθάρματα, στάρλετ που επιβουλεύονται πρωταγωνιστές σε αμερικάνικα b – movies, ερωμένες αλλοδαπών κτηνοβατών που σας έκαναν τη χάρη, βιαστές συνειδήσεων που τους κάνατε τη χάρη. Τι είστε όλοι εσείς, αν όχι η αυθάδεια της αμάθειας, η αποπλάνηση της ανθρωπιάς, βρόχινα σκουλήκια που ξεραίνει ο ήλιος, μεταλλαγμένοι που αναρριχώνται όπως οι σάλιαγκες γλείφοντας, έρποντας και με τα κέρατά σας. Τι είστε όλοι εσείς – όπως αναρωτιόταν κείνη η δασκάλα του φωτός που σκοτώνει – και γιατί υπάρχετε;
Γε-όργιος Γ’
εν δυνάμει βασιλεύς των ελλήνων αν δεν μεσολαβούσε εκείνη η έκτρωση