Η «Πρόταση τακτικής ενάντια στο νέο νόμο πλαίσιο» των πανεπιστημιακών καθηγητών Γιώργου Οικονομάκη, Τίνας Ζορμπαλά και Γιώργου Κάργα (οι δυο πρώτοι διδάσκουν στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και ο τρίτος στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο) είναι μια αξιόλογη πρόταση. Είναι μια πρόταση (προς τους συναδέλφους τους πανεπιστημιακούς), που υιοθετεί «την ανασύνταξη των δυνάμεων μέσα από συγκεντρώσεις, εκδηλώσεις, συζητήσεις σε κάθε περίπτωση σε συντονισμό με τους φοιτητές», «την επαναφορά σε δυναμικές κινητοποιήσεις, που πρέπει να προσδιοριστούν ως προς το στόχο τους, τη χρονική στιγμή εκδήλωσής τους, την κορύφωσή τους και τη δημιουργία των συνθηκών κλιμάκωσης» και την «αμφισβήτηση του νόμου στην πράξη με κινηματικούς όρους».
Οι τρεις πανεπιστημιακοί κάνουν σκληρή κριτική στην επιλογή που υιοθετήθηκε με το σταμάτημα των απεργιακών κινητοποιήσεων κατά του νόμου πλαισίου και τη «μη εφαρμογή του νόμου στην πράξη». Θεωρούν ότι η τακτική αυτή «ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε κατακερματισμό των δυνάμεων του κινήματος απέναντι σε ένα συγκεντρωμένο αντίπαλο: την κρατική εξουσία και τον κρατικό νόμο» και ότι αποτελεί -από την άποψη αυτή- ένα «ευφυολόγημα».
Οι συγγραφείς του κειμένου επισημαίνουν πως με την τακτική αυτή (σ.σ. που υιοθετήθηκε από την ΠΟΣΔΕΠ, αλλά και από τις δυνάμεις της ΚΝΕ-ΠΚΣ και του ΣΥΝ-Δικτύου και από ένα κομμάτι των δυνάμεων της ΕΑΑΚ -από το τελευταίο όχι τόσο ανοιχτά απεργοσπαστικά- και που τελικά οδήγησε στο σταμάτημα των απεργιακών κινητοποιήσεων και των καταλήψεων): 1) θα διασπαστούν οι δυνάμεις 2) το κίνημα θα αλλάξει αντίπαλο και αντί να αγωνίζεται ενάντια στην κυβέρνηση για την κατάργηση του νόμου, θα αγωνίζεται ενάντια στην πανεπιστημιακή διοίκηση για τη μη εφαρμογή πλευρών του νόμου.
Βεβαίως, υποστηρίζουν ότι οι μάχες εντός του κάθε πανεπιστημιακού ιδρύματος (όπως η μάχη για να μη περάσει από τη Σύγκλητο η συγκρότηση επιτροπής αξιολόγησης ή η μη εφαρμογή του πρότυπου εσωτερικού κανονισμού) έχουν αξία, πλην όμως δηλώνουν ότι αυτές θα έχουν αποτέλεσμα «μόνο αν και οι φοιτητές αντιδράσουν δυναμικά και συνδεθεί ο αγώνας αυτός με το αίτημα της συνολικής απόσυρσης του νόμου».
Σε κάθε περίπτωση, όμως, υπογραμμίζουν ότι «μια τέτοια πραχτική πάλης εντός του Πανεπιστημίου έχει όρια». Ταυτόχρονα, αναφέρουν τις αδυναμίες της πανεπιστημιακής κοινότητας να εμφανιστεί ως ομοιογενές σύνολο απέναντι στις μεθοδεύσεις της κυβέρνησης και στο νόμο πλαίσιο, αφού είναι γνωστό ότι δεν υπάρχουν σ’ αυτή ταυτόσημα συμφέροντα και ταυτόσημες ιδεολογικοπολιτικές αντιλήψεις.
Οι συγγραφείς της «Πρότασης τακτικής ενάντια στο νέο νόμο πλαίσιο» αναφέρονται και στις λογικές που προσβλέπουν σε μια απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου περί αντισυνταγματικότητας του νόμου, αφού τα νομοθετικά αυτά όργανα σπάνια βγάζουν αποφάσεις αντίθετες με τις κεντρικές κυβερνητικές επιλογές και μάλιστα με απόν το κίνημα, ενώ οι διαδικασίες αυτές είναι και χρονοβόρες.
Κριτική κάνουν και σ’ αυτούς που προσδοκούν ότι ο νόμος θα εκπέσει, αφού είναι «μη εφαρμόσιμος». Γιατί είναι δυνατόν αν υπάρξουν -κάτω από την πίεση των διοικήσεων των ΑΕΙ, αλλά και διάφορων πανεπιστημιακών ελίτ- τροποποιήσεις πλευρών του νόμου, ώστε αυτός να γίνει «πιο λειτουργικός», ενώ οι βασικές κατευθύνσεις του θα μείνουν αναλλοίωτες.
Οι τρεις πανεπιστημιακοί καθηγητές θεωρούν ότι είναι αναγκαίο να οδηγηθούμε σ’ έναν «δεύτερο γύρο» «που θα προετοιμάσει κοινωνικά το έδαφος για την παραπέρα αποφασιστική σύγκρουση του κινήματος με την αντιμεταρρύθμιση».
Προτείνουν δε καταλήγοντας «από την έναρξη του νέου χειμερινού εξαμήνου, με κεντρικό αίτημα την κατάργηση του νόμου, απεργία διάρκειας τουλάχιστον τριών εβδομάδων ή, εάν υπάρξουν φοιτητικές καταλήψεις, απεργία τόσης διάρκειας ώστε να ξεπεραστούν οι δύο εβδομάδες επιτρεπόμενης παράτασης της διάρκειας του εξαμήνου».
Και συνεχίζουν: «Αν και δεν χρειάζεται κάποια ειδική «αφορμή» για μια τέτοια πρακτική, αφού ο νόμος είναι ενεργός, η αναγγελία από τώρα απεργίας όταν κατατεθεί ο πρότυπος εσωτερικός κανονισμός (πρέπει να έχει κατατεθεί μέχρι 20/9) αποτελεί ένα ενδεικτικό (και ουσιώδες) παράδειγμα της απεργιακής μας πρότασης».
Από τα παραπάνω, είναι φανερό, ότι η «Πρόταση τακτικής» των τριών πανεπιστημιακών καθηγητών είναι μια πρόταση που στον πυρήνα της έχει αυτό που και εμείς τονίσαμε επανειλημμένα στα κατ’ εξακολούθηση άρθρα και στις προκηρύξεις μας: ότι ο αγώνας ενάντια στο νόμο πλαίσιο πρέπει να διαφυλάξει, αλλά και να δώσει συνέχεια στη συλλογικότητα που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των καταλήψεων και να μη χαθεί παρασυρόμενος από τις σειρήνες της ατομικότητας. Οτι πρέπει να κρατηθεί συγκροτημένος ο πυρήνας του μπλοκ των καταλήψεων, που πρέπει άμεσα και καθημερινά να μην αφήσει την κυβέρνηση σε χλωρό κλαρί. Οτι οι στόχοι του κινήματος παραμένουν και ότι τίποτε ακόμα δεν έχει κριθεί. Και ότι εκεί στην πράξη, μόλις η κυβέρνηση επιδιώξει να εφαρμόσει τις βασικές διατάξεις του νόμου πλαισίου, θα δοκιμαστούν όλοι και θα φανεί αν οι δυνάμεις του κινήματος έχουν τα κότσια ενός νέου δυναμικού, μαζικού γύρου αντεπίθεσης, που θα απαιτεί την απόσυρση του νόμου πλαισίου στο σύνολό του.
Οι επισημάνσεις αυτές είναι πολύ σημαντικές και έχουν την αξία τους όταν γίνονται και από την πλευρά πανεπιστημιακών καθηγητών. Ιδιαίτερα σήμερα, που όλοι έχουν πέσει με τα μπούνια στο παζάρι των εκλογών και της «ταξικής» συλλογής ψήφων.







