♦ ΜΑΡΖΑΝ ΣΑΤΡΑΠΙ – ΒΕΝΣΑΝ ΠΑΡΟΝΟ
Περσέπολις
Πιθανότατα η καλύτερη ταινία της φετινής σεζόν βγαίνει αυτή τη βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Η Μαρζάν Σατραπί, γόνος αστικής οικογένειας ιρανών προοδευτικών διανοουμένων, διηγείται την αυτοβιογραφία της στο φόντο μιας αναλυτικής παρουσίασης της σύγχρονης ιστορίας του Ιράν. Η ταινία βασίζεται στην ομώνυμη τετράτομη σειρά κόμικς της σχεδιάστριας, που δημιούργησε αίσθηση σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Προς τιμή της, αρνήθηκε προτάσεις από μεγάλα αμερικανικά στούντιο και με συνεργάτη τον κομίστα Β. Παρονό έφτασε σ’ ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα που δεν μπορεί να αποδοθεί εύκολα με λόγια.
Δεν είναι μόνο η υψηλή αισθητική ενός πολύμοχθου σχεδιαστικού έργου. Είναι πάνω απ’ όλα η αυθεντικότητα, η αλήθεια, η φρεσκάδα, το ανοικτό πνεύμα, ο σεβασμός στην ιστορία, η αγάπη για την πατρίδα της, που επιτρέπουν στην Σατραπί να ξεπεράσει το σκόπελο μιας ναρκισσιστικής, κοσμοπολίτικης ρηχής εκδοχής της ιστορίας της και να στείλει μηνύματα για τη θρησκεία, την πολιτική, τη γυναικεία χειραφέτηση, την οικογένεια. Το «Περσέπολις» (τίτλος δηλωτικός της χιλιόχρονης ιστορίας του Ιράν) είναι ένας σπάνιος συνδυασμός αιχμηρού χιούμορ και συγκίνησης που καλεί σε απόλαυση όλες τις αισθήσεις του θεατή. Μόνο «μειονέκτημα» της ταινίας θα μπορούσε να θεωρηθεί η «δυτικότροπη» απόδοσή της, που όμως την κάνει ταυτόχρονα πιο οικουμενική.
Εννοείται ότι η Σατραπί με την ταινία αυτή μπήκε στο στόχαστρο του Αχμαντινετζάντ (νότα διαμαρτυρίας της Ιρανικής κυβέρνησης στη Γαλλική Πρεσβεία της Τεχεράνης). Ταυτόχρονα όμως μπήκε και στο «κλαμπ» των πιο αξιόλογων σύγχρονων κινηματογραφικών δημιουργών. Δεν χρειάζεται να σας πούμε αναλυτικά την υπόθεση ή περισσότερα γι’ αυτή την ταινία. Ετσι κι αλλιώς θα τη δείτε!
♦ ΑΝΓΚ ΛΙ
Προσοχή, πόθος
Μερικοί νομίζουν ότι αν έχουν χρήματα και ταλέντο μπορούν ν’ ασχοληθούν με οτιδήποτε. Ετσι, ο Ανγκ Λι , δημιουργός μιας σειράς αξιόλογων ταινιών, καταπιάνεται μ’ ένα θέμα που είναι φανερό ότι του είναι αδύνατο να κατανοήσει. Και ιδού γιατί.
Στην υπό ιαπωνική κατοχή Κίνα, με όλων των ειδών τις αντιθέσεις πολύ οξυμένες, μια νεαρή φοιτήτρια εμπλέκεται στην αντίσταση και στο σχέδιο δολοφονίας του δοσίλογου αρχηγού της μυστικής αστυνομίας. Μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα, γίνεται επιτέλους ερωμένη του. Στο πρώτο ραντεβού εκείνος τη βιάζει. Εκείνη αδημονεί να ολοκληρωθεί το σχέδιο εναντίον του, πολύ περισσότερο που είναι ερωτευμένη με τον αρχηγό της αντιστασιακής ομάδας. Στο μεταξύ, η σχέση με το δοσίλογο προχωρεί, ένας ερωτισμός υποβόσκει ανάμεσά τους και όταν εκείνος της χαρίζει ένα διαμαντένιο μονόπετρο, αυτή, την τελευταία στιγμή, τινάζει στον αέρα την ενέδρα που του έχουν στήσει οι σύντροφοί της. Ολη η ομάδα, και η ίδια, συλλαμβάνονται και εκτελούνται.
Δεν ξέρω εσείς τι καταλαβαίνετε απ’ αυτό το ανερμάτιστο σενάριο, εμείς πάντως εκείνο που προσλάβαμε σαν πρόθεση του σκηνοθέτη είναι να παρουσιάσει την καρδιά μιας γυναίκας ως ένα διακύβευμα, που το κερδίζει ο πιο μάγκας της ιστορίας, που δεν είναι άλλος από το δοσίλογο. Εδώ, πέρα από την υποβάθμιση μιας γυναίκας, που μετατρέπεται σε γυναικούλα και έρμαιο της συναισθηματικής της ανασφάλειας, παρακάμπτονται όλα τα κοινωνικοϊστορικά δεδομένα, δηλαδή η κατοχή μιας χώρας, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας, το μίσος και η αντίσταση ενός λαού, και αναποδογυρίζει κάθε λογική. Οι χαρακτήρες χάνουν κάθε βάθος και το «είναι» υποτάσσεται σ’ ένα ανορθολογισμό που ακούει στο όνομα «βαθύτερη ανθρώπινη υπόσταση». Εδώ δεν πρόκειται για την περίεργη –πλην υπαρκτή– ψυχολογική εξάρτηση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο θύτη και το θύμα. Εδώ έχουμε απλώς μια μεγαλοπρεπή ανοησία ενός Αμερικανού ταϊβανέζικης καταγωγής, που αδυνατεί να κατανοήσει έννοιες όπως κατοχή, αντίσταση κ.λπ. Μια σύγκριση με την «Ο 41ος» (Γκριγκόρι Τσουχράι, ΕΣΣΔ, 1956), που έχει παρεμφερές θέμα, δείχνει την κενότητα σκηνοθετών σαν τον Ανγκ Λι, αλλά και τις ταξικές διαχωριστικές γραμμές στην τέχνη.
Είπαμε πολλές φορές πως αν δεν έχει κανείς να πει κάτι αληθινό και ουσιαστικό, τότε δεν υπάρχει λόγος να ταλαιπωρεί και μας τους υπόλοιπους. Ή μάλλον υπάρχει. Το box office φυσικά! Πολλοί και ιδίως οι Αμερικανοί θα τιμήσουν αυτή την ταινία. Ας αφήσουμε που έχει ένα πανάκριβο και ωραίο ντεκόρ εποχής, εκτός από πολύ ενδιαφέρουσες ερωτικές σκηνές !!!
♦ ΜΑΙΚΛ ΓΟΥΪΝΤΕΡΜΠΟΤΟΜ
Μια γενναία καρδιά
Ποτέ δεν φανταζόμασταν ότι ο δημιουργός ταινιών όπως το “Ιn this world” και “The road to Guadanamo”θα γύριζε μια τόσο απογοητευτική από κάθε άποψη ταινία. Μια ταινία που επί της ουσίας και με το δικό της τρόπο προσχωρεί στο στρατόπεδο της λεγόμενης αντιτρομοκρατίας, χωρίς καν να κρατάει ίσες αποστάσεις από τα πολεμικά χτυπήματα του ριζοσπαστικού Ισλάμ.
Η απαγωγή, ομηρία και εκτέλεση ενός αμερικανού δημοσιογράφου στο Πακιστάν γίνεται βιβλίο από την επίσης δημοσιογράφο σύζυγό του. Πέντε χρόνια μετά, γίνεται ταινία από τον Γουϊντερμπότομ και ξαφνικά ξαναγυρνάμε στα ίδια και πρέπει να τα ξαναπούμε από την αρχή. Επιτέλους, η ζωή του κάθε αμερικανού ή δυτικού υπήκοου δεν είναι πολυτιμότερη από τη ζωή 800.000 παιδιών που πέθαναν στο Ιράκ μετά το αμερικανόπνευστο διεθνές εμπάργκο του 1991, ούτε των δεκάδων που βομβαρδίστηκαν σε γιορτές και τελετές γάμων στο Αφγανιστάν, ούτε των Παλαιστινίων και των αναρίθμητων θυμάτων της αμερικανικής πολιτικής παντού στον κόσμο. Επιτέλους, τι περίμεναν να συμβεί σ’ έναν αμερικανό δημοσιογράφο της “Wall street journal”, που δηλώνει Εβραίος( έστω κι αν και για μας και για κείνον αυτό δεν σήμαινε τίποτα), που επιχειρεί δύο φορές να δραπετεύσει, που η σύζυγός του έχει σπιτώσει τον αρχηγό της πακιστανικής μυστικής αστυνομίας και τον αμερικανό πρόξενο (οι οποίοι έχουν φέρει τα πάνω-κάτω) και διαπραγματεύεται μέσω αυτών, που ο ίδιος ο Κόλιν Πάουελ κάνει δηλώσεις για το θέμα και αρνείται οποιαδήποτε συνεννόηση με τους απαγωγείς, που όλοι οι χειρισμοί ήταν οι χειρότεροι δυνατοί (σε σύγκριση π.χ. με ιταλούς ομήρους που απελευθερώθηκαν) που έγιναν; Ο,τι έγινε στην περίπτωση του Ντάνιελ Περλ ήταν απολύτως αναμενόμενο.
Οσοι είναι μακριά νυχτωμένοι για τις συνέπειες της αμερικανικής πολιτικής στην ευρύτερη Ανατολή, όσοι δεν έχουν καταλάβει ότι εκεί γίνεται πόλεμος και προτάσσουν την υποτιθέμενη ουδετερότητά τους, τον κοσμοπολιτισμό και τον φιλελευθερισμό τους, αντί για τη συντριβή μπροστά στα εγκλήματα των ηγετών τους, ενδέχεται να εισπράξουν κάποια στιγμή τα επίχειρα αυτής της στάσης. Κι αυτό δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη σε κανένα. Ούτε βέβαια στον Μάικλ Γουϊντερμπότομ, που παραείναι ενημερωμένος για να συγκινηθεί από το βιβλίο της Μάριαν Περλ και του οποίου τα πραγματικά κίνητρα για τη δημιουργία αυτής της ταινίας μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ…
Ελένη Σταματίου