Αγαπητά μου παιδιά
Επειδή η κατάσταση με την ποίηση μπορεί κάποτε να γίνεται πεζή, σήμερα θα ασχοληθούμε με τον καθ’ αυτό… πεζό λόγο (Peugeot: καμία σχέση, αν και σύντομα αυτές οι επιστολές θα χρειαστούν χορηγούς και οι χορηγοί επιστολές). Ωστόσο, δεν θ’ απαρνηθούμε την ποίηση επειδή το επιτάσσει η μόδα των καιρών, αντίθετα θα επιστρέψουμε Δρυ μυτεροί μετά τη σημερινή παρένθεση.
Είναι διαπιστωμένο ότι ο ποιητικός οίστρος εμφανίζει πια μια αθεράπευτη μονομανία προς τα οιστρογόνα (σπανίως δε και προς την τεστοστερόνη, από πρωτοπόρες και αφιονισμένες πρώην σουφραζέτες), όταν δεν περιορίζεται στην ατομικότητα και εσωστρέφεια του –λεκτικού, συχνά δε και δυσλεκτικού– αυνανισμού. Γεγονός που καταδεικνύεται ακόμη και από την απλή εκδήλωση της ανίατης ποιητικής συμπτωματολογίας, τη στιχουργική. Φαντάζομαι ότι δεν είμαι ο μόνος που έχει παρατηρήσει ότι –ελλείψει νέων στίχων– οι τροβαδούροι του Αδου άδουν πλέον ο ένας τα τραγούδια του άλλου και ο άλλος τα τραγούδια του ένα. Διασκευασμένα, συσκευασμένα ή μετασκευασμένα.
Θα παραθέσουμε (χωρίς να το παρα@έσουμε) σήμερα ένα ιστορικό απόσπασμα από την τριλογία «GAP: Ο τελευταίος των μη ικανών», ένα θεόπνευστο μεσαιωνικό κείμενο άγνωστου συγγραφέα, που εκτυλίσσεται στα χρόνια της βρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τότε που τρυφηλοί, τρίφυλλοι και τρίφυλοι ανθρωπίδες –και οι γκέι είναι αναγκαίοι– απολάμβαναν την καθυπόταξη (έτσι νόμιζαν οι δύσμοιροι) του γνωστού κόσμου, λίγο πριν τους πάρει όλους ο διάολος παρ’ αγνώστων… Ιδού:
«Ναι, γίνεται», αναφώνησε προς το αλαλάζον και άλλα αλλάζον πλήθος ο Σεπτέμβριος Καίσαρας, που συμπλήρωνε την τρόικα των Ιουλίου και Αυγούστου ομοιοβάθμων του. Ο αγνώστου μητρός γιος του Ιανού πέρασε τη μπέρτα του στον ώμο με τη σεμνή αυταρέσκεια –κατ’ άλλους αυτάρεσκη σεμνότητα– που τον διέκρινε, καθώς οι συγκεντρωμένοι κρατούσαν τη μύτη τους από τη μυρωδιά της. Βρωμούσε από μακριά περί τίνος επρόκειτο… Συνοδευόμενος από μόνιππα και ιππουργούς πάνω τους, μπήκε στην αρένα του Κολοσσαίου λάθους, συνοδευόμενος από την τριανδρία (τρόικα, βαρβαριστί) των χιλίαρχων του βορρά.
«Ασσάρια υπάρχουν, είχα πει πέρυσι τέτοιο καιρό», είπε στην τρόικα, καθώς περνούσαν από τη στενωπό της Imperiale Maccabei Fabbrica (Αυτοκρατορικής Βιομηχανίας Ηλιθίων), τη γνωστή IMF. «Μα το είπα για σας και όχι για τους πληβείους. Aquila non captat muscas, cibus, onus et virga asino», είπε στη μητρική του γλώσσα, αυτή της αγίας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. «Ο αετός δεν κυνηγάει μύγες. Κι ο γάιδαρος χρειάζεται τροφή, φορτίο και μαστίγιο», μετέφρασε ο παχύσαρκος αντικαίσαρας και εγγονός του ομώνυμου χιλίαρχου, απηνής διώκτης εχθρών και φίλων της αυτοκρατορίας και μέγας τσανακογλείφτης. Που από κει που έβριζε τον Σεπτέμβριο Καίσαρα βρέθηκε να είναι το δεξί του χέρι (ή άλλο χρήσιμο μέλος, δεξί πάντως).
«Build a burg» (Μπίλντ ε μπεργκ, δηλαδή χτίστε ένα κάστρο), διέταξε στη δεύτερη επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας ο ιππουργός ιπποδομών (τη δεύτερη γλώσσα είχε καθιερώσει μια κλώσα, η πρώτη τραχιά χωρική –από την επαρχία της Μακεδονίας– ιππουργός που δεν τολμούσε να κυκλοφορήσει έξω χωρίς πραίτορες). Αμέσως ο σκελετός της υποσιτιζόμενης ιππουργού περί βάλλοντος κινητοποιήθηκε (ευτυχώς γυμναζόταν στις αρένες του imperium, όπου άλλωστε γνώρισε και τον Σεπτέμβριο Καίσαρα). Τσακίστηκε να βρει τον Ομέρ Πριόνη, έναν φιλόδοξο κρετίνο που το πάθος του ήταν «όπου είναι δάσος να μην ξαναγίνει ποτέ δάσος», για να εκτελέσει τη διαταγή του σοβαροφανούς και δήθεν λιγομίλητου joculatore της αυτοκρατορίας, που του έδωσαν ιππουργείο στα πλαίσια ενός προγράμματος του ΕΣΠΑ (Εξανθρωπισμός Σοβαροφανών Πιθηκάνθρωπων Αυτοκρατορίας).
Ο Σεπτέμβριος Καίσαρας ήταν ένας εκπληκτικής βραδύνοιας χαρισματικός «άχρηστος», όπως τον είχε χαρακτηρίσει τόσο το παχύδερμο (έτσι φώναζαν το δεξί του χέρι, από τον καιρό των ελεφάντων του Αννίβα), όσο και ο επίτιμος ραδι-ούργος δρυίδης από τις τυλιγμένες γαλάζια ομίχλη χώρες της μαγγανείας, που ισχυριζόταν ότι «δεν κάνει το παιδί για καίσαρας…». Κι όμως, ο καίσαρας αυτός ήταν ο μόνος από κτίσεως Ρώμης που επιχείρησε ν’ αλλάξει πέταλα εν κινήσει στο άλογό του, ο μόνος που έπαιρνε την πιρόγα του και ξανοιγόταν, καταφέρνοντας πάντοτε να επιστρέφει… Ο μόνος που κατάφερε να μετατρέψει τα ματωμένα εδάφη σε προσοδοφόρο εμπόρευμα, πιστεύοντας ότι είχε κάμψει κάθε αντίσταση.
Τότε όμως… (η συνέχεια σε άγνωστο χρόνο, διαδραστικά).
Seneca Neneca, Titus Koitame Re