Στεκόταν πάνω από το κεφάλι μου καθώς έγραφα το τηλέφωνό του στο κινητό μου. «Το Τσιόφφι με δύο φι, παρακαλώ». Ο Γκουΐντο Τσιόφφι, αυτός ο γελαστός γίγαντας, δεν είναι πια μαζί μας. Εφυγε ξαφνικά από τη ζωή. Στα 55 χρόνια του, γαμώτο. Κι εγώ θυμήθηκα τα δύο φι, διαβάζοντας το επώνυμό του γραμμένο με ένα, σε μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα. Ασήμαντη λεπτομέρεια, θα μου πείτε. Ετσι είναι. Μόνο που εγώ κάτι τέτοιες λεπτομέρειες θυμάμαι και σβήνω με θυμό το επώνυμο με τα δύο φι από τη λίστα του κινητού μου.
Δε θέλω να γράψω για τις αγωνιστικές του περγαμηνές. Τα είπαν οι σύντροφοί του στο «Δίκτυο», είναι γνωστά πια. Θέλω να γράψω δυο λόγια για το Γκουΐντο που γνώρισα εγώ. Ιδιαίτερα από τότε που συγκροτήθηκε το κίνημα αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους. Για έναν απίθανο καλαμπουρτζή, που ήξερε να αλαφραίνει κάθε πολιτική συζήτηση. Για ένα 55χρονο παιδί, με βαθύτατη ευγένεια και με μια αρχοντιά αντιστρόφως ανάλογη προς την «άγρια» θωριά του. Τελευταία φορά που τον είδα ήταν καμιά βδομάδα πριν το θάνατό του. Η ίδια πάντα συζήτηση στο ξεκίνημα: ποιος από τους δυο μας είναι πιο γέρος, οπότε δικαιούται το προσωνύμιο «παππούς». Α, ρε Γκουΐντο…
Στους δικούς του ανθρώπους και στους συντρόφους του τα πιο βαθιά μας συλλυπητήρια.
Πέτρος Γιώτης