Ο υφυπουργός Γεωργίας Κ. Κιλτίδης, που οφείλει την υπουργοποίησή του και την αρμοδιότητα για τα δάση στην οικογένεια Μητσοτάκη, από την πρώτη μέρα της υπουργοποίησής του προσπάθησε να κερδίσει την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη των δασολόγων των κεντρικών υπηρεσιών του υπουργείου Γεωργίας, που υπάγονται στη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος (ΓΔΑΠΔΦΠ). Υποσχέθηκε ότι θα έχει μαζί τους συχνές επαφές, σε βδομαδιάτικη βάση, αναγνώρισε δημόσια το έργο τους, όπως και τις μεγάλες ελλείψεις σε προσωπικό (δήλωνε, μάλιστα, ότι η κάλυψή τους θα είναι στόχος άμεσης προτεραιότητας) και δήλωσε ότι στις προθέσεις του είναι και η ανάδειξη του ιστορικού ρόλου των δασολόγων στην κοινωνία (μάλιστα, ανακήρυξε τη Δασολογική Σχολή του ΑΠΘ σε επίσημο σύμβουλο του υπουργείου Γεωργίας). Το πρώτο διάστημα πέτυχε μ’ αυτές τις ανέξοδες δηλώσεις να κερδίσει την εκτίμηση κάποιων υπηρεσιακών παραγόντων των κεντρικών υπηρεσιών, όμως στη συνέχεια αυτή εξανεμίστηκε.
Ο Κ. Κιλτίδης προσπάθησε με επικοινωνιακά κολπάκια να αποδείξει ότι δεν είναι διάττοντας αστέρας, αλλά πολιτικός με όραμα και ευαισθησία. Σε επίπεδο πρακτικής πολιτικής, όμως, ακολούθησε την πολιτική των προκατόχων του. Για παράδειγμα, όταν το ΣτΕ, στις αρχές του περασμένου Νοέμβρη έκρινε παράνομη τη Ρυθμιστική για το Κυνήγι, ο υφυπουργός έσπευσε να βγάλει νέα Ρυθμιστική, επιφέροντας μία ή δύο επουσιώδεις αλλαγές, αγνοώντας έτσι προκλητικά την απόφαση του ΣτΕ. Αυτή η απόφαση εμφανίστηκε ως νόμιμη και μ’ αυτή το κυνήγι συνεχίστηκε σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Πλέον, έχει γίνει συνείδηση στη συντριπτική πλειοψηφία των δασολόγων, ότι και ο Κιλτίδης κινείται στην πεπατημένη των προκατόχων του, πράσινων και γαλάζιων, αφού πια οι αρχικές δηλώσεις-διακηρύξεις του έχουν ξεχαστεί. Τώρα έχει βάλει στην άκρη όλους τους υπηρεσιακούς παράγοντες και για το χάραγμα της δασικής πολιτικής στηρίζεται σε έναν προϊστάμενο Διεύθυνσης, που δε φημίζεται για τις καλές του σχέσεις με την επιστήμη της δασολογίας, και σε δύο συμβούλους ιδιαίτερα χαμηλών προδιαγραφών.
Εφτασε στο σημείο να βάλει το γενικό γραμματέα του υπουργείου Γεωργίας Κ. Σκαδιά να εκδώσει απόφαση με την οποία «αδειάζει» το γενικό διευθυντή Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος Σ. Σαγρή (κι ας ανήκει στο χώρο της ΝΔ), διότι τον θεωρούν ανεπαρκή για το κουμαντάρισμα των προϊσταμένων των τμημάτων και των διευθύνσεων. Του αφαιρούν, λοιπόν, την αρμοδιότητα να εκδίδει εγκυκλίους και να απαντά σε ερωτήματα των περιφερειακών διευθύνσεων. Ιδού η απόφαση: «Σας γνωρίζουμε ότι όλα τα έγγραφα των υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης είτε έχουν τον τύπο της εγκυκλίου είτε δι’ αυτών γίνεται ερμηνεία κειμένων διατάξεων σε ερωτήματα περιφερειακών υπηρεσιών, θα τίθενται υπόψη μας ή δι’ ημών υπόψη του αρμοδίου Υφυπουργού. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση διατύπωσης γνώμης στα πλαίσια των αποστελλομένων από το ΥΠΕΧΩΔΕ Προμελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων». Αν, βέβαια, ο θιγόμενος είχε «πνευμόνια» και αίσθημα αξιοπρέπειας, θα επέστρεφε ως απαράδεκτη αυτή την απόφαση και θα καλούσε όλους τους προϊστάμενους των τμημάτων και διευθύνσεων σε σύσκεψη, με σκοπό να καταγγείλλουν όλοι μαζί την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Γεωργίας, που επιδιώκει να φιμώσει τους υπηρεσιακούς παράγοντες για να εφαρμόσει ανεμπόδιστα τη δασοκτόνα πολιτική του. Τέτοια ενέργεια δεν τόλμησαν να κάνουν ούτε οι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ, με τις γνωστές εχθρικές απόψεις για το δάσος και την προστασία του.
Αλλο, όμως, οι δασολόγοι του υπουργείου και άλλο οι πολιτικές φιλοδοξίες του υφυπουργού και η ανάγκη του να διαμορφώσει ένα νέο ίματζ, πέρα απ’ αυτό του υπερσυντηρητικού (για να μην πούμε ακροδεξιού) βουλευτή Κιλκίς, που τον συνόδευε στη μέχρι τώρα πολιτική του καριέρα. Και τι καλύτερο γι’ αυτό το νέο, μοντέρνο ίματζ, από μια συμφωνία με το WWF, που έχει τη στήριξη των μεγαλύτερων συγκροτημάτων των ΜΜΕ.
Στις 15 Μάη, λοιπόν, ο Κ. Κιλτίδης και ο Διευθυντής του «WWF Eλλάς» Δ. Καραβέλλας υπέγραψαν μνημόνιο συνεργασίας, το οποίο θα μείνει στην ιστορία ως ένα κατάπτυστο κείμενο, που υποτιμά καταφανέστατα τις επιστημονικές γνώσεις, την εμπειρία και το έργο χιλιάδων υπαλλήλων που ασχολούνται με την προστασία και ανάπτυξη των δασών, προς όφελος μιας δημοσιοσχεσίτικης (και όχι μόνο) ΜΚΟ, που διαθέτει ελάχιστους υπαλλήλους πολύ χαμηλών προδιαγραφών.
Ο Κ. Κιλτίδης δεν υπέγραψε αυτό το μνημόνιο για να εξασφαλίσει βοήθεια από το WWF προς τις δασικές υπηρεσίες του υπουργείου Γεωργίας, αλλά για να εκμεταλλευτεί τις σχέσεις της ΜΚΟ με τα εκδοτικά συγκροτήματα (πρώτα-πρώτα με το Αλαφουζέικο) και γενικότερα τη διεισδυτικότητά της στη λεγόμενη κοινή γνώμη, με στόχο από τη μια να διευρύνει την πολιτική του επιρροή (και την επιρροή της «οικογένειας», φυσικά) και από την άλλη να περάσει πιο εύκολα τη δασοκτόνα πολιτική του. Αναφέρει το μνημόνιο στις εισαγωγικές του σκέψεις:
«Γ) Η επιστημονική γνώση αποτελεί απαραίτητη βάση για τη διατήρηση των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος και τεκμηριώνει τα λαμβανόμενα μέτρα πολιτικής. Η εκπόνηση έρευνας αλλά και η διάχυση των αποτελεσμάτων της στους λαμβάνοντες τις αποφάσεις, σε ενδιαφερόμενες κοινωνικές ομάδες και στο ευρύ κοινό αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για ανάληψη δράσεων μακροπρόθεσμης πνοής…
Δ) Το WWF Eλλάς αποτελεί ένα μη-κερδοσκοπικό οργανισμό με αποστολή την καταπολέμηση και τελικά αντιστροφή της υποβάθμισης της βιοποικιλότητας και την προαγωγή της αρμονικής συμβίωσης ανθρώπου και φύσης, ο οποίος διαθέτει εμπειρία και τεχνογνωσία στα ζητήματα προστασίας των δασών. Από τον Ιανουάριο του 2008 το WWF Ελλάς υλοποιεί μεγάλης κλίμακας πρόγραμμα για την προστασία των δασών…».
Προφανώς, η επιστημονική γνώση αποτελεί απαραίτητη βάση για την προστασία και ανάπτυξη των δασών και για να τεκμηριώνει την αναγκαιότητα των λαμβανόμενων μέτρων. Ομως, στην προκειμένη περίπτωση οι Κιλτίδης και Καραβέλλας επικαλούνται το αυτονόητο, για να υποστηρίξουν, εμμέσως πλην σαφώς, ότι οι υπηρεσιακοί παράγοντες της ΓΔΑΠΔΦΠ στερούνται εκείνης της επιστημονικής γνώσης που είναι απαραίτητη για την άσκηση της δασικής πολιτικής και ότι αυτή μπορούν να την αποκτήσουν μόνο από το WWF. Εδώ μιλάμε για θράσος χιλίων πιθήκων, από ανθρώπους που δεν διαθέτουν το στοιχειώδες επιστημονικό υπόβαθρο για να αναφερθούν στην επιστημονική επάρκεια των υπηρεσιακών παραγόντων του υπουργείου Γεωργίας. Αυτό το βρόμικο υπαινιγμό θα τον κάνουν σημαία (αξιοποιώντας τη διεισδυτικότητα του WWF στη λεγόμενη κοινή γνώμη και τις σχέσεις του με τα ΜΜΕ), προκειμένου να απομονώσουν όλους εκείνους τους υπηρεσιακούς παράγοντες που θα τολμήσουν να τους αμφισβητήσουν και να εναντιωθούν στη δασοκτόνα πολιτική του Κ. Κιλτίδη.
Οι μελέτες του WWF Ελλάς αποδεικνύουν τη λειψή πείρα και την έλλειψη τεχνογνωσίας. Δε θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, όταν το δυναμικό της ΜΚΟ δεν ξεπερνά τα δάχτυλα των δύο χεριών, ενώ το επιστημονικό τους επίπεδο δεν είναι και τόσο υψηλό. Εμείς το ξεκαθαρίζουμε από τώρα. Δε θα τους αφήσουμε σε χλωρό κλαρί. Θα ψάχνουμε και θα αποκαλύπτουμε, για να ναυαγήσουν οι προσπάθειες διασπάθισης δημόσιου χρήματος για μελέτες της πλάκας. Καλά θα κάνει ο Κ. Κιλτίδης να είναι πολύ προσεκτικός όταν ασχολείται μ’ αυτά τα ζητήματα, για τα οποία έχει πλήρη άγνοια και να μη ξεχνά ότι μέχρι πρόσφατα «έγλειφε» τους δασολόγους των κεντρικών υπηρεσιών.
Ας δούμε, κλείνοντας, μερικά από τα αντικείμενα συνεργασίας που περιλαμβάνει το παράρτημα του μνημονίου.
α) Οργάνωση από το WWF Ελλάς, και τους ερευνητικούς συνεργάτες του, συστήματος καταγραφής της δασοκάλυψης και των χρήσεων γης της χώρας.
Αν ο υφυπουργός – μαθητευόμενος μάγος έκανε τον κόπο, θα μάθαινε ότι τα σχετικά στοιχεία υπάρχουν στη Διεύθυνση Δασικών Χαρτών. Θα πληρώσει το WWF για να πάρει τα στοιχεία από τη Διεύθυνση Δασικών Χαρτών και να τα παρουσιάσει ως δική του δουλειά;
β) Δημιουργία από το WWF Eλλάς, και τους ερευνητικούς συνεργάτες του, συνολικής και διαδικτυακά διαθέσιμης γεωγραφικής βάσης δεδομένων για το φυσικό περιβάλλον της χώρας.
Δε γνωρίζει ο δραστήριος υφυπουργός, ότι αυτή τη δουλειά την κάνουν οι Διευθύνσεις της ΓΔΑΠΔΦΠ στο πλαίσιο του προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας»; Πάλι δεν τον ενημέρωσαν οι Δημόπουλος και Ρέππας; Γιατί τον εκθέτουν και τον αφήνουν να υπογράφει μνημόνια τα οποία δεν έχουν κανένα πρακτικό αντίκρισμα για την πραγματική ανάπτυξη και προστασία των δασών;