Αγαπητά μου παιδιά
Το εφιαλτικό χτύπημα του ηλεκτρικού σχολικού κουδουνιού που εδώ και μια βδομάδα άρχισε και πάλι ν’ ακού-γεται, έχει ήδη δημιουργήσει τα πρώτα αθεράπευτα τραύ-ματα στα αυριανά μέλη της εργατικής τάξης. Σύμφωνα με το φετινό πρόγραμμα Λαϊκής, Ελαφρολαϊκής και Ρεμπέτικης Επιμόρφωσης Σχολείων (Λ.Ε.Ρ.Ε.Σ.) –το οποίο εφαρμόζουμε κι εμείς οι έλληνες της Bologna και της Lisbon στα γνωστά δεκαπενθήμερα σεμινάρια ποίησης της στήλης– δέον όπως εστιάσουμε σ’ ένα κουφαλαιώδες ζήτημα: αυτό της ανάπτυξης μυκήτων (παρασίτων δηλαδή) και της δημιουργίας μούχλας. Η οποία –ας σημειωθεί– κρύβει μέσα της την πενικιλίνη, δηλαδή το ίαμα από τη νόσο των φτηνών.
Μεταφερόμαστε στο Σούλι όπου βρίσκεται η ανταποκρίτριά μας Ζάρα Μασκαρέα, για να μας αναγνώσει τα ραβασάκια που της δίνει ο καλός της και να σχολιάσει το «Αντικοινωνικό Συμβόλαιο» του Jean Jacques Rousseauπουλου:
Πέντε μπαϊράκια φαίνονται ‘πο κάτω από το Σούλι
το ‘να είναι του δάμαλου, το άλλο του Giorgakis
το τρίτο το μακρύτερο το ροζ είν’ του Αλέξη
τ’ς Αλέκας είν’ το τέταρτο, το πέμπτο χέρι-χέρι
κι η παπαδιά τ’ αγνάντεψε απ’ την ψηλή ραχούλα:
– Πού ‘στε ανυπότακτα παιδιά, πού ‘στε οι εξεγερμένοι;
managerαίοι έρχονται κι εταιριών οι dealers
πλακώσαν’ καπιταλιστές ξανά να μας σκλαβώσουν.
– Τι κράζεις μπάμπω έτσι ταχιά και ενοχλείς του Σούλι
που ‘ταν ως το ξημέρωμα στα clubs της μαύρης Κιάφας
και χόρευε στα τέσσερα για να ξεδώσει λίγο
απ’ του ζυγού τα κάτεργα, απ’ των κελιών το πλέγμα;
Ας έρτουν, ας κοπιάσουνε, τίποτα δεν μας κάνουν
Ας έρτουν να ανοίξουνε και θέσεις εργασίας
να φέρουνε προγράμματα και του Ε.Σ.Π.Α. τα γρόσια
να ‘χουμε λίρες στα πουγκιά και jeep όξω απ’ τις στάνες!
Κι ο Κουτσονίκας π’ άκουε από το μετερίζι
-ο αντρειωμένος χαβαλές- βγάζει φωνή μεγάλη
που αντιλαλεί η ρεματιά κι οι κότσυφες λουφάζουν:
– Παιδιά σταθείτε στέρεα, σταθείτε αντρειωμένα
γιατί έρχεται ο δάμαλος με δώδεκα χιλιάδες
να μας μοιράσουνε σκουτιά, ταξίματα και θέσεις.
Ο πόλεμος αρχίνισε και σύσσωμο το Σούλι
κρατάει ψηλά το λάβαρο με τα χρυσά σιρίτια
που ‘χει τη λέξη «βόλεμα» με αίμα κεντημένη.
Ζερβά χτυπάν οι άνεργοι, δεξιά οι συμβασιούχοι
κι από τη μέση έρχονται πρώην ασφαλισμένοι
τετράωροι και τρίωροι και μαύρης εργασίας
που θέλουν το καλύτερο μα παίρνουνε τα τρία.
Και τότε της Τζαβέλαινας ο γιος ο κανακάρης
-στέλεχος της Παραμυθιάς, παραμυθάς ο ίδιος-
δίνει το πρόσταγμα κι ευθύς το σκηνικό αλλάζει:
– Ηρθε η ώρα του σπαθιού κι ας πάψει το τουφέκι
λέει και όλοι μονομιάς μ’ ατομικές συμβάσεις
ρίχνουν το μεροκάματο δυο γρόσια κι άλλα τρία
μέχρι που το μηδένισαν! Κι οι πέντε σαν το είδαν
τρίβαν’ τα χέρια με χαρά και τάζαν’ πως στο μέλλον
όλο το Σούλι θε’ να τρώει μ’ ολόχρυσα κουτάλια.
Χαρά οι καπιταλιστές, χαρά οι managerαίοι
και οι Σουλιώτες έβγαλαν τις πλαστικές σημαίες
τα πλαστικά τα φαγητά, τις πλαστικές καρέκλες
να στήσουνε τρικούβερτο γλέντι στα καλντερίμια
κι ο Μπότσαρης εφώναζε, σα δήμαρχος που ήταν:
– Σήμερα που ‘ν’ φθινόπωρος και ήρθε ο Σεπτέμβρης
μέρα καλή ξημέρωσε στο Σούλι και στην Κιάφα!
Να ζήσει η μεταρρύθμιση κι οι Καποδιστριώτες
να ζήσουν κι οι λεβέντες μας, της χώρας τα καμάρια
όπου μας έχουν στο μαντρί χορτάτους με τα λόγια
που οπλισμένοι μας φυλάν’ και πάλι δεν τους φτάνει.
Να ζήσουν οι λεβεντονιοί οι πέντε που σαν μούντζα
μέσα τους καθρεφτίζουνε την μόνη μαύρη αλήθεια…
Καράμπελας – Χάιδω