Ο ίδιος άνθρωπος που μόλις προ διμήνου δήλωνε γεμάτος αυταρέσκεια και αλαζονεία, ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας από τη διεθνή οικονομική κρίση, διότι η ελληνική οικονομία είναι θωρακισμένη και διαθέτει αποθέματα αναπτυξιακής δυναμικής, στήθηκε την περασμένη Τρίτη μπροστά στις κάμερες στις Βρυξέλλες και δήλωσε ότι τα πράγματα είναι χειρότερα απ’ όσο τα υπολόγιζαν οι υπουργοί Οικονομίας της Ευρωένωσης. «Οι επιπτώσεις στην Ευρώπη –είπε– ενδέχεται να είναι αρκετά μεγαλύτερες από τις εκτιμήσεις που υπήρχαν ακόμη και πριν μερικές εβδομάδες».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη μακροσκελή του δήλωση δεν περιέλαβε ούτε μια χωριστή αναφορά στην ελληνική οικονομία, στη σημερινή κατάσταση και τις προοπτικές της. Ενώ όλες τις προηγούμενες φορές η καθιερωμένη δήλωσή του μετά το πέρας του Ecofin περιλάμβανε κι ένα κατεβατό για το πόσο καλύτερα από το μέσο όρο βαδίζει η ελληνική οικονομία.
Το θέμα μας δεν είναι η αναξιοπιστία υπουργών Οικονομικών, που αλλάζουν (πάντα προς το χειρότερο) τις εκτιμήσεις τους πιο συχνά απ’ όσο αλλάζουν πουκάμισα. Η αναξιοπιστία τους είναι δεδομένη. Το θέμα μας είναι το «διά ταύτα» στο οποίο καταλήγουν. «Σε εθνικό επίπεδο αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία η συνεπής εφαρμογή των εθνικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων και των προγραμμάτων σταθερότητας και ανάπτυξης».
Μ’ άλλα λόγια, η σκληρή δημοσιονομική πολιτική θα συνεχιστεί και στις νέες συνθήκες, δηλαδή, με λιγότερα κρατικά έσοδα, λόγω της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας. Οι καπιταλιστές θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν την προκλητική φοροαπαλλαγή και να εισπράττουν ζεστό κρατικό χρήμα ως «αναπτυξιακό κίνητρο», εργαζόμενοι στο δημόσιο και συνταξιούχοι θα πρέπει να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι, ενώ οι τομείς κοινωνικής δραστηριοποίησης του κράτους θα γνωρίσουν την κατεδάφιση και την ερήμωση.
Οι εργαζόμενοι γενικώς θα πρέπει να σκύψουν στο ζυγό και μόνο οι εντελώς εξαθλιωμένοι μπορούν να ελπίζουν σε κάποια φιλανθρωπικά βοηθήματα, τα οποία «πρέπει να έχουν χαρακτήρα εισοδηματικής ενίσχυσης, να μην στρεβλώνουν τη λειτουργία των αγορών και να μην υπονομεύουν τους δημοσιονομικούς μας στόχους».
Κι όλ’ αυτά, διότι ύψιστος στόχος είναι να «προετοιμάσουμε τις οικονομίες μας για μια νέα περίοδο ανάπτυξης και χαμηλού πληθωρισμού». Να τη βγάλουν καθαρή οι καπιταλιστές, φορτώνοντας όλα τα βάρη της κρίσης στις πλάτες των εργαζόμενων. Αυτός είναι ο στόχος της πολιτικής, των εθνικών κυβερνήσεων και του υπερεθνικού διευθυντήριου, στις συνθήκες της νέας κρίσης του συστήματος.
Οι κυβερνήσεις από τη μεριά τους έχουν κάνει όλες τις προετοιμασίες και τα επιτελεία είναι έτοιμα να αποφασίσουν τα νέα μέτρα, που θα υπηρετούν το στόχο τους. Από το άλλο στρατόπεδο, όμως, το στρατόπεδο της εργασίας, τίποτα δεν έχει ακουστεί ακόμα.