Οταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με τις ευλογίες σύμπασας της αστικής τάξης και όλων των πόλων διαμόρφωσης και άσκησης πολιτικής του συστήματος, υπέγραψε το Μνημόνιο παράδοσης του ελληνικού λαού στα κοράκια του διεθνούς χρηματιστικού κεφάλαιου, μιλήσαμε για νέο δωσιλογισμό, ξεκαθαρίζοντας ταυτόχρονα ότι δεν μιλάμε από τη σκοπιά της εθνικής ανεξαρτησίας, αλλά από τη σκοπιά της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Τα χαράματα της περασμένης Δευτέρας, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προχώρησε σε μια ακόμη πράξη δωσιλογισμού. Παρέδωσε ελληνικά πλοία (ελληνικό έδαφος δηλαδή) και έλληνες πολίτες στις ύαινες του σιωνισμού. Οχι μόνο δεν πρόσφερε καμιά κάλυψη σε σκάφη, πληρώματα και επιβάτες που συμμετείχαν στο Στόλο της Ελευθερίας, αλλά ακόμη και μετά την πειρατεία και το μακελειό δεν έκανε τα στοιχειώδη που έκαναν άλλες αστικές κυβερνήσεις (π.χ. τουρκική και σουηδική). Να ανακαλέσει τουλάχιστον τον έλληνα πρέσβη από το Τελ-Αβίβ. Ο πρωθυπουργός κρύφτηκε πίσω από το πολιτικά ασπόνδυλο που έχει τοποθετήσει ως αναπληρωτή του στο ΥΠΕΞ, το οποίο με γλοιώδεις δηλώσεις και αδυνατώντας ακόμη και τους τόνους ν’ ανεβάσει (υποκριτικά έστω) παρουσίασε σε ολόκληρο τον ελληνικό λαό την εικόνα μιας κυβέρνησης υποτελούς, απόλυτα πειθήνιας στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό status, έτοιμης να παραδώσει στην πυρά πολίτες της που θα απειλήσουν, ακόμη και με τα πιο ειρηνικά μέσα αυτό το status.
Τα δυο γεγονότα, η υπογραφή του Μνημόνιου με την τρόικα του διεθνούς χρηματιστικού κεφάλαιου και η παράδοση στους Σιωνιστές των πλοίων και των διεθνιστών που επέβαιναν σ’ αυτά δεν είναι ξεκομμένα. Δεν χρειάζεται να κουραστεί κάποιος πολύ για να βρει το μαύρο νήμα που τα ενώνει. Η ελληνική αστική τάξη έχει τοποθετήσει τον εαυτό της στο παγκόσμιο σύστημα του ιμπεριαλισμού και του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας. Και η κυβέρνηση είναι κυβέρνηση αυτής της τάξης, δεν είναι κυβέρνηση όλου του λαού.
Ολα τα μέτωπα, λοιπόν, πρέπει να γίνουν ένα. Είναι απαράδεκτο, είναι υποταγή στην αστική πολιτική, να ξεχωρίζεις μέτωπα όπως αυτό της αλληλεγγύης προς τον παλαιστινιακό λαό και την αντίστασή του από το μέτωπο για την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζόμενων. Το σύνολο της αστικής πολιτικής έδειξε καθαρά πόσο εχθρική είναι και προς το ένα και προς το άλλο.
Την ενδυνάμωση του κινήματος αλληλεγγύης, λοιπόν, θα την αναζητήσουμε, πρέπει να την αναζητήσουμε, στις ζωντανές λαϊκές δυνάμεις, στον κόσμο της δουλειάς και τη νεολαία, σε εκείνους και εκείνες που ξαναδοκιμάζουν τον αγωνιστικό βηματισμό τους διεκδικώντας το δικαίωμά τους στη ζωή. Αν δεν γίνει αυτό, αν δεν αναπτυχθεί αυτή η «συγχώνευση», η διεθνιστική αλληλεγγύη θα παραμείνει ή θα μετατραπεί σε μια υπόθεση «ειδικών της αλληλεγγύης», που θα χτίζουν καριέρες, πολιτικές ή άλλες, εκφυλίζοντας εν τη γενέσει του κάθε κίνημα.