Αγαπητά μου παιδιά
Μετά από τόσες χλωμές, μίζερες και μικρές βδομάδες, μπαίνουμε πια στη μεγάλη. Τόσα χρόνια επικύψεων έφεραν το δόγμα «μπακλαβάς» (back love ass) όπως εύστοχα επισημαίνει ο σ. Πάπιας, έφεραν το δόγμα ΣΟΥ (Σύντροφοι Ομαδόν Υποταγμένοι – ή Υπεράνω) και πολύ φοβάμαι ότι θα φέρουν και το παστέλι (πας τέλη). Το παραδοσιακό, εύθυμο έθιμο του οβελία εξοβελίζεται και τα αμνοερίφια απολαμβάνουν το τέλος της γενοκτονίας των ημερών, καθώς οι καταναλωτές στρέφονται σε ανανεώσιμες πηγές διατροφής και στην ήπια σίτιση, στην κατεύθυνση της προστασίας του (εξουσιαστικού) περιβάλλοντος. Τώρα πια είναι αναγκαίες οι θυσίες, όχι των αμνών αλλά των ανθρώπων, σύμφωνα πάντα με τα γουρούνια. Το κυρίαρχο γένος –όπως καταγράφεται και στη «φάρμα των ζώων» του Orwell– στρέφει τους ανθρώπους σ’ ένα νέο μοντέλο ζωής που συνίσταται στη ζωή του μοντέλου. Λιτή έως ασκητική διατροφή, αχαλίνωτη διαστροφή, υπερεργασία μέσω της υποαπασχόλησης, ελαστικά ωράρια, καταπιεσμένα ωάρια και άνθρωποι μέσω της άκαμπτης επιμονής στο δόγμα των χοίρων «το μη χείρον βέλτιστον». Η κοινωνία αμήχανη, είναι μεν μηχανοποιημένη αλλά παραμένει χοιροκίνητη. Και συγγράφει τις ωδές του παρόντος:
αν βρεις λεφτά φέτος γι’ αρνί σύντροφε να με heseis!
Το κοκορέτσι ξέχνα το, σουβλάκι και πολύ ‘ναι
δεν γίνεται να τρως κι εσύ όταν σου λένε «δίνε».
Τέτοιο καιρό στη Ρούμελη, στ’ Αγραφα και στη Γκιώνα
οι κλέφτες κάναν’ διάλειμμα, αφήναν’ τον αγώνα
και πλακωνόντουσαν στ’ αρνιά, στα νόστιμα κατσίκια
που απ’ τη Ρωσία αγόραζαν με ρούβλια και καπίκια.
Πάντα την επανάσταση τη χρηματοδοτούσαν
αποσταθεροποίησης κύκλοι που αποζητούσαν
τα σπίτια να μας πάρουνε και το κομπόδεμά μας
ωιμέ, αλί και τρισαλί και μυριανάθεμά μας.
Ωσπου ήρθε μια άνοιξη, ήρθ’ ένα καλοκαίρι
που σπίτια, φράγκα κι αγαθά σε τούτα εδώ τα μέρη
τα πήραν και τα σήκωσαν όχι αυτοί, μα οι άλλοι
όλα σεμνά και ταπεινά τα πήραν με τσουβάλι
στην Κιάφα βάλαν’ κάμερες, μαζέψαν’ τις κουκούλες
μάζεψαν και τα φράγκα μας σύντροφε σε σακούλες
και το πρωτοπαλίκαρο ο Μάρκος του Γιαννάκη
σκόρπιζε τρόμο πανταχού, από Κρήτη ως Θράκη…
Ολοι έμπαιναν πεινασμένοι στη μεγάλη βδομάδα, περιμένοντας την ανάσταση. Μερικοί περίμεναν και την επ-ανάσταση. Αλλοι περίμεναν τις βεβαιώσεις για την εφορία, άλλοι ταξί κι άλλες παιδί. Ομως, άργειε να ‘ρθει εκείνη η μέρα / κι ήταν όλα σιωπηλά / γιατί τα ‘σκιαζε ο ζόφος / αντί να φωνάξουν «ψόφος», όπως λέει κι ο αντεθνικός μας ποιητής κόντε Διονυσάκης Κολιός. Ο φόβος τύλιγε τα πάντα (και τα κοάλα), ο τρόμος τα ρακούν. Αναρωτιόταν τραγουδώντας ρεμπέτικα η λαϊκή μούσα –όπως κι οι άλλοι στα clubs– ποιος φταίει και απαντούσε μόνη της (στιχο)πλέκοντας:
κι απαλλοτριώνει νύχτα τα κρυμμένα γαριδάκια!
Να μοιράσει δεν μπορεί άχυρο σε δύο βόδια
και μονίμως προτιμάει να το βάζει εις τα πόδια.
Του χωριού μας τον τρελό φτύνουν ως κι οι φίλοι του
δείτε: πάντα νοτισμένο είναι το μαντίλι του.
Τις προάλλες προσπαθούσανε να τον γκρεμοτσακίσουν
μα ζυγίζει εφτά καντάρια! Πώς να τον μετακινήσουν;
Βέρος αρχοντοχωριάτης, λέει καμιά εξυπνάδα
κι αραχτός στον καναπέ του dvd βλέπει αράδα.
Τον φαντάζονται οι μουζίκοι ξαπλωτό να ρεύεται
ξέρουν όμως: στο μυαλό του κάτι μαγειρεύεται.
Του χωριού μας ο τρελός θεσμικό βαστάει ρόλο
ό,τι παίρνει από μας, δίνει πάνω κι έξω: κώλο…
Κι άλλο Πάσχα, αχ αρνί μου, δεν σ’ απέμεινε μυαλό
σαν μ@λ@κ@ς ακολούθα του χωριού κάθε τρελό…
Αχρηστοτέλης Suchard Παυλίδης