Αγαπητά μου παιδιά
Πάνω που κάθε φορά λέω πως φτάσαμε στο μη επέκεινα, έρχεται κάτι να μου δείξει πόσο κοντόφθαλμο (δηλαδή το αντίθετο λέγεται μακρόφθαλμο;) και ανιστόρητο ον είμαι. Αλλα βάνω, άλλα βγάνω, αλλά πάντα όλα ανατρέπονται, τη βοηθεία ιστορικών υποκειμένων που φροντίζουν ν’ αφήνουν ανεξίτηλα τα ίχνη τους –ενίοτε μπορείς κάλλιστα να τα πεις και λεκέδες- στις σελίδες της Ιστορίας. Μεγάλη υπόθεση φαίνεται να είναι αυτή η ΑΤΜ (άτιμη) υστεροφημία, για την οποία γράφει ο e-δανεικός αυτόχειρας Κώστας Καρυωτάκης στο ομότιτλο ποίημα: «Αν έρθει πάλιν η άνοιξη / πάλι θα μας αφήσει / κι ύστερα πια / μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών». Ισως μερικοί «αριστεροί» ταγοί (ποιος Ταγίπ ρε;) και «επαναστάτες» ποιμένες να μη γνωρίζουν ή να λησμονούν αυτό τον στίχο, όμως γι’ αυτό είμαστε εμείς εδώ. Βέβαια, απαραίτητη προϋπόθεση για την υστεροφημία είναι ο θάνατος, όμως κάποιοι ίσως έχουν τη δυνατότητα να οσμίζονται τον δικό τους, τουλάχιστον τον πολιτικό περί ου ο λόγος. Κάποιοι άλλοι πάλι, ίσως να μη γνωρίζουν ότι έχουν πεθάνει, όπως ο δύσμοιρος Bruce Willis στη δύσμοιρη αμερικανιά «Εκτη αίσθηση» που την είδαν χιλιάδες δύσμοιροι θεατές σε πολλά δύσμοιρα σημεία του δύσμοιρου πλανήτη.
Ομως ας αφήσουμε τις αμπελοφιλοσοφίες (αλήθεια, γιατί τέτοια προνομιακή μεταχείριση στ’ αμπέλια; Στους σιτοβολώνες, ας πούμε, δεν φιλοσοφούν;). Αυτή τη στιγμή που μιλάμε –ή έστω μονολογώ, άλλωστε ο διάλογος έτσι γίνεται στις μέρες μας– μεγάλα προβλήματα ταλανίζουν ένα μέρος της κυνοβουλευτικής αριστεράς (ποια ψηφαλάκια ρε;). Και δη εκείνης που βρίσκεται στον πολυσυζητημένο τελευταία –ελέω κουφού- ημιϋπαίθριο χώρο μεταξύ κάλπης και επανάστασης, στην πολύκροτη Neverland του Πίτερ Παν που το παράκαναν κάνοντάς την ακόμα παραπάν’. Κυριότερο πρόβλημα ο ηγεμονισμός και η αυθεντία, καθώς και το γεγονός ότι κάποιοι μετέρχονται τις… «σταλινικές» μεθόδους που κάποτε διατράνωναν ότι αποστρέφονται μετά βδελυγμίας. Εχει όμως ο καιρός γυρίσματα, όπως άλλωστε και οι παραιτήσεις, οι ισορροπίες, ακόμα και πολλά από τα «κατά συνθήκην δεδομένα» (για περισσότερα επί των τελευταίων, ανατρέξατε στις δημο-σκουπίσεις).
Εμείς πάντως το χαβά μας: μόνιμη απεύθυνση στην αλάθητη (ποιος πάπας ρε;) λαϊκή μούσα»
Ο αρχηγός σιώπησε… Ανέθεσε τη λάντζα
στον πιτσιρίκο. Και αφού την έβγαλε στη σκάντζα
σαν θύελλα επέστρεψε για να μας καταπλήξει
και –εν ολίγοις– ήθελε εκεί να καταλήξει:
«Εγώ είμαι δόγης, άρχοντας, εγώ κουμανταδόρος
και κανενός δεν πρόκειται να γίνω αβανταδόρος.
Εγώ κάνω την κίνηση, βαφτίζω όποιον θέλω
μα αν θέλω ισχυρίζομαι πως τα ‘κανε μπορντέλο
και τον χτυπάω παρευθύς, τα παίρνω πίσω όλα
το… μέλι επιστρέφεται και τον κερνάω φόλα.
Επήγαινε για να διαβεί και πάλι τον Ρουβίκωνα
κι ύστερα μας τα γύρισε: «Να ξέρατε τι σήκωνα»
βγήκε και είπε, επίδοξος πραξικοπηματίας
αριστεράς, προσόδου μα και εισοδηματίας
ο αδιαφιλονίκητος και μέγας ηγεμόνας
ξέχασε τον κοινοτισμό και θέλει κατά μόνας
να πορευτεί –πίσω ξανά– και να ξεκαθαρίσει
την ήρα απ’ τον περίγυρο και στάρι να κρατήσει.
Της συνιστώσας γίνεται! Χαμός! Τρέξτε κορίτσια
τρέξτε κι εσείς οι έμορφες που κάνετε καπρίτσια
θέλοντας καπιταλισμό, παίζοντας τις κουμπάρες
και λέτε για επανάσταση κι άλλες τέτοιες φανφάρες
μασώντας τσίχλες, βάφοντας τα μούτρα σας με χρώμα
αγώνες δίνοντας σκληρούς, πότε πάνω στο στρώμα
και πότε πορευόμενες στις ρούγες και στις στράτες
με νταουλάκια, όργανα, πίπιζες και παράτες.
Τρέξτε κόρες! Ενέσκυψε πραξικοπηματίας
κουμανταδόρος, ένδειξη υψίστης αυθεντίας
που ζύμωνε, κοσκίνιζε, την ώρα καρτερούσε
και τώρα πια ανακαλεί αυτά που προωθούσε.
Απ’ του Δεκέμβρη τις φωτιές στις κάλπης πια τις μούντζες
χα χα, τι γέλιο κάνουμε! Τύφλα στο Trio Stooges…
Al Echoes all’ avant