Στις 4 Δεκέμβρη του 2025, στο Εφετείο Βορείου Αιγαίου στη Μυτιλήνη ξεκίνησε μια από τις πιο σημαντικές νομικές υποθέσεις ανθρωπιστικής δράσης στην Ευρώπη: η δίκη 24 διασωστών, εθελοντών και εργαζόμενων σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, με κατηγορίες που κυμαίνονται από «διευκόλυνση παράνομης εισόδου» μέχρι «εγκληματική οργάνωση» και «νομιμοποίηση εσόδων», που επισείουν ποινές που μπορούν να φτάσουν έως και 20 χρόνια κάθειρξης!
Η δίκη για την ποινικοποίηση της αλληλεγγύης στη Μυτιλήνη
Η υπόθεση έχει γίνει πλέον σημείο αναφοράς, λόγω της ποινικοποίησης της αλληλεγγύης στα σύνορα της Ευρώπης, ενός φαινομένου που αποκαλύπτει την υποκρισία των κρατών που κατασκευάζουν προφίλ εγκληματιών σε όσους υποστηρίζουν κατατρεγμένους ανθρώπους, σώζουν ζωές προσφύγων και αντί να αντιμετωπίζονται ως άτομα που επιτελούν σημαντικό έργο, στοχοποιούνται ως «εχθροί» του κράτους.
Συνεπώς δεν έχουμε να κάνουμε με άλλη μια «δικαστική υπόθεση» όπως την περιγράφουν οι επίσημες ανακοινώσεις, αλλά με μια ξεκάθαρη πολιτική και ιδεολογική επίθεση ενάντια στη συλλογική και διεθνιστική αλληλεγγύη και στην ουσιαστική ανθρωπιστική δράση. Στην πραγματικότητα, η δίωξη αυτών των ανθρώπων στοχεύει στο να τρομοκρατήσει όσους σηκώνουν ανάστημα ενάντια στους νεοφιλελεύθερους και ρατσιστικούς μηχανισμούς εξουσίας στην Ευρώπη, που αποτυπώνονται στα κλειστά σύνορα και στις βάρβαρες πολιτικές αποτροπής των προσφύγων.
Το χρονικό της υπόθεσης
Να υπενθυμίσουμε σε αυτό το σημείο ότι η υπόθεση ξεκινά στα χρόνια της λεγόμενης «προσφυγικής κρίσης», όπως συνηθίζεται να αποκαλείται στο δημόσιο λόγο η κρίση υποδοχής του 2015 και μετά. Το Emergency Response Centre International (ERCI), μια μικρή ομάδα ανθρωπιστικής δράσης με εθελοντές, βρέθηκε στη Λέσβο από το 2016 και μετά, ενισχύοντας και υποστηρίζοντας τις προσπάθειες των τοπικών αρχών να σώσουν ανθρώπους που διέσχιζαν το Αιγαίο με στόχο να φτάσουν από την Τουρκία στην Ελλάδα αρχικά, ως πύλη εισόδου στην Ευρώπη, και μετά να συνεχίσουν το ταξίδι τους για άλλες χώρες της Ευρώπης.
Σημειωτέον ότι ανάμεσα στους κατηγορούμενους είναι η Σάρα Μαρντίνι, η σύρια πρόσφυγας, πρώην πρωταθλήτρια κολύμβησης και διασώστρια, που είχε ήδη κάνει παγκόσμιο σάλο όταν τον Αύγουστο του 2015, που διέφυγαν από τη Συρία λόγω του πολέμου μαζί με την αδερφή της Γιούσρα Μαρντίνι, μπήκαν σε μια υπερφορτωμένη φουσκωτή βάρκα από την Τουρκία με άλλους 18 πρόσφυγες, και όταν η μηχανή σταμάτησε μεσοπέλαγα, οι δύο τους ήταν οι μόνες που ήξεραν κολύμπι και έσυραν την βάρκα στο Αιγαίο για ώρες μέχρι να φτάσουν στη Λέσβο σώζοντας όλους τους επιβαίνοντες. Η ιστορία τους έγινε παγκοσμίως γνωστή, και η πράξη αυτή έγινε η βάση για τη διεθνώς επιτυχημένη σειρά στο Netflix με τίτλο The Swimmers, που αφηγείται την ίδια της την ιστορία, ενώ η Γιούσρα συμμετέχει στην Ολυμπιακή Ομάδα Προσφύγων και η Σάρα συνέχισε να βοηθά πρόσφυγες και να αγωνίζεται για τα δικαιώματά τους.
Μαζί της, κατηγορείται και ο Seán Binder, Γερμανός-Ιρλανδός εθελοντής διασώστης, που συμμετείχε στις περιπολίες κατά μήκος της ακτογραμμής, ειδοποιώντας για βάρκες σε κίνδυνο και βοηθώντας συνανθρώπους του να φτάσουν με ασφάλεια στη στεριά.

Η ομάδα WhatsApp και η κατηγορία της «κατασκοπίας»
Στο επίκεντρο ενός από τα πιο παράλογα κατηγορητήρια ήταν και η συμμετοχή εθελοντών σε ομάδες WhatsApp, μεταξύ των οποίων και μελών που είχαν σχέση με την Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), τις οποίες ο παραλογισμός των αρχών έφτασε στο σημείο να χαρακτηρίσει σαν «μυστικές δορυφορικές ομάδες συντονισμού» ή ακόμη και να αποδώσει στοιχεία «κατασκοπίας».
Η πραγματικότητα είναι πολύ απλή και ανθρώπινη: αυτές οι ομάδες WhatsApp ήταν απλώς εργαλεία επικοινωνίας και συντονισμού μεταξύ εθελοντών, μελών οργανώσεων και ακόμη και κρατικών φορέων, βασικά εργαλεία δηλαδή για να καταγράφουν και να μεταφέρουν πληροφορίες για βάρκες που κινδύνευαν, ώστε να σπεύδουν όλοι εγκαίρως για βοήθεια.
Η πρώτη αθώωση του 2024
Το 2024, ένα σημαντικό βήμα είχε γίνει με το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Βορείου Αιγαίου που αθώωσε όλους τους κατηγορούμενους για τα πλημμελήματα, απορρίπτοντας το κατηγορητήριο ως σαθρό και χωρίς στοιχεία. Η απόφαση αυτή ήρθε μετά από χρόνια καθυστερήσεων, ελλιπή στοιχεία και καθυστερήσεις στη δικαστική διαδικασία, μαρτυρώντας το νομικό και πολιτικό παράδοξο που είχε στηθεί γύρω από τις πράξεις αλληλεγγύης για να κρατήσει σε ομηρία τους κατηγορούμενους και να αποθαρρύνει και να τρομοκρατήσει ανάλογες προσπάθειες.
Ωστόσο, οι εισαγγελείς επέμειναν στη συνέχεια και άσκησαν διώξεις κακουργηματικού χαρακτήρα, για τις οποίες η δίκη ξεκίνησε στις 4 Δεκέμβρη του 2025. Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν ακόμα και 20ετή ποινή ή και μεγαλύτερες ποινές σε περίπτωση καταδίκης.
Η υπόθεση αυτή δεν είναι μεμονωμένη. Ο Οργανισμός OCCRP αναφέρει ότι μόνο το 2024 142 άνθρωποι στην Ευρώπη ποινικοποιήθηκαν για αλληλέγγυα δράση, από αυτούς, 62 μόνο στην Ελλάδα.
Η νέα Δίκη του Δεκέμβρη 2025
Την 4η Δεκέμβρη 2025, ξεκίνησε στη Μυτιλήνη η εκδίκαση αυτής της υπόθεσης, που πλέον διεθνώς χαρακτηρίζεται ως «η μεγαλύτερη υπόθεση ποινικοποίησης της αλληλεγγύης στην Ευρώπη».
Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν, μεταξύ άλλων κατηγορίες για:
- Διευκόλυνση παράνομης εισόδου — μια κατηγορία που ουσιαστικά θεμελιώνει ως «παράνομη» την πράξη του να βοηθάς κάποιον να φτάσει με ασφάλεια στη στεριά.
- Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση — παρότι επρόκειτο για μια οργάνωση που λειτουργούσε ανοιχτά, συνεργαζόμενη με το Λιμενικό και αναγνωρισμένη από αρμόδιους φορείς.
- Νομιμοποίηση εσόδων (money laundering) — κατηγορία στηριζόμενη στηλογική ότι η χρηματοδότηση και οι δωρεές για ανθρωπιστική βοήθεια συνιστούν «παράνομο χρήμα».
Ολόκληρη η δίκη εκτυλίσσεται πάνω σε ένα παρανοϊκό καφκικό σχήμα: η διάσωση ζωών στη θάλασσα παρουσιάζεται ως «διακίνηση ανθρώπων» και η αλληλεγγύη ως εγκληματική πράξη.
Αντιδράσεις και διεθνείς καταγγελίες
Η υπόθεση έχει προσελκύσει τη διεθνή προσοχή αστικών οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως η Διεθνής Αμνηστεία και η Human Rights Watch, που καταγγέλλουν ότι οι κατηγορίες βασίζονται σε λογική που περιθωριοποιεί και στιγματίζει τη βοήθεια σε ανθρώπους που κινδυνεύουν. Οι ίδιοι φορείς τονίζουν ότι η κατηγορία δεν λαμβάνει υπόψη την πραγματική συνεργασία της ομάδας με κρατικές αρχές και ότι η υπόθεση αποτελεί παράδειγμα μιας ευρύτερης τάσης ποινικοποίησης της αλληλεγγύης στην Ευρώπη, σε χώρες όπως Ελλάδα, Ιταλία, Πολωνία και Γαλλία.
Παράλληλα, πολλές οργανώσεις σημειώνουν ότι η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) και άλλοι διεθνείς φορείς εργάζονται για την προστασία των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο, υπογραμμίζοντας ότι το δικαίωμα στην ασφάλεια και στην ανθρωπιστική βοήθεια θεωρείται θεμελιώδες στο διεθνές δίκαιο.
Αυτό που προκύπτει από αυτήν την υπόθεση δεν είναι απλώς μια νομική ακροβασία, αλλά ένας ρατσιστικός, νεοφιλελεύθερος μηχανισμός που προσπαθεί να επανεφεύρει τι είναι νόμιμο και τι παράνομο. Η πράξη του να βοηθάς έναν άνθρωπο σε ανάγκη δεν μπορεί ποτέ να είναι παράνομη, είναι αυτονόητο καθήκον.
Και όμως, σήμερα, στην Ευρώπη του 2025, βλέπουμε ανθρώπους όπως η Σάρα Μαρντίνι και ο Seán Binder να κάθονται στο εδώλιο επειδή επέλεξαν να σώσουν ζωές, ενώ οι θιασώτες των pushbacks, των συστημάτων κλειστών συνόρων, της οικονομικής ανισότητας και των ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων μένουν στο απυρόβλητο ατιμώρητοι.
Οταν ένα κράτος στρέφεται ενάντια σε αυτούς που σώζουν ζωές, «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» ή πιο σωστά της Ευρωλάνδης. Η αλληλεγγύη, η βαθύτερη πολιτική και ηθική αξία που μπορεί να εκφράσει μια κοινωνία προς τους πιο ευάλωτους, μετατρέπεται σε ποινικό αδίκημα.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτοί που δικάζονται είναι κυρίως εθελοντές, απλοί άνθρωποι, διεθνιστές που δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν. Το κράτος θέλει να περιορίσει τη δύναμη της αλληλεγγύης καλλιεργώντας το φόβο και επιβάλλοντας τιμωρίες και ταλαιπωρίες για τους ανήσυχους τολμηρούς, που τίθενται σε καθεστώς ομηρίας.
Η αλληλεγγύη δεν είναι έγκλημα
Να το πούμε για ακόμα μια φορά ρητά: η διάσωση ανθρώπων από τον πνιγμό δεν είναι ποινικό αδίκημα. Είναι βασική πολιτική και ηθική πράξη, αναγνωρισμένη από το διεθνές δίκαιο και από το ίδιο το θεμελιώδες δικαίωμα στη ζωή και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Η στοχοποίηση αυτών των ανθρώπων δεν αποτελεί μόνο μια πολιτική πρόκληση αλλά φανερώνει κι έναν βαθιά αντιδραστικό φόβο απέναντι σε όσους επιλέγουν να αντιδρούν στην αδικία και να βοηθούν τα ταξικά τους αδέρφια.








