Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την προεκλογική περίοδο, οπότε η επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ακόμη νωπή στ’ αυτιά όλων μας, γεγονός που μας απαλλάσσει από τον κόπο να «τσιτάρουμε» αποσπάσματα από ομιλίες και συνεντεύξεις του Τσίπρα και άλλων ηγετικών στελεχών. Από τότε που κέρδισαν τις εκλογές και σχημάτισαν κυβέρνηση οι κωλοτούμπες είναι συνεχείς και η κατάληξη θα είναι ένα Μνημόνιο-3, αφού προηγουμένως συμφωνηθεί μια μεταβατική περίοδος μερικών μηνών, στη βάση του Μνημόνιου-2 (με ορισμένη «ευελιξία» στην εφαρμογή του).
Σ’ αυτό το σημείωμα δε θα μας απασχολήσει ο χαρακτήρας του νέου Μνημόνιου, που ακόμη δεν το γνωρίζουμε στις λεπτομέρειές του, αλλά το τέλος των βασικών ιδεολογημάτων, τα οποία περιέβαλαν με μια αχλύ επιστημονικού κύρους την προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ. Αν αξίζει τον κόπο ν’ ασχοληθούμε μ’ αυτά τα ιδεολογήματα είναι για να επιχειρήσουμε μια θεωρητική γενίκευση των συμπερασμάτων που πολύ πριν την «ώρα της αλήθειας» (που τη ζούμε το τελευταίο δεκαπενθήμερο) είχαμε παρουσιάσει. Οτι, δηλαδή, τα οικονομικά δεδομένα και ο συσχετισμός δυνάμεων είναι εκείνα που καθορίζουν την πολιτική των κυβερνήσεων και τις διεθνείς τους σχέσεις και όχι η λαμπρή «πολιτική βούληση», την οποία επικαλούνται για να εξαπατούν το «λαουτζίκο».
Το σύνολο αυτών των ιδεολογημάτων επιστρατευόταν από τα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για ν’ απαντήσουν στο ερώτημα που μετ’ επιτάσεως τους έθεταν τα κόμματα της προηγούμενης συγκυβέρνησης και οι δημοσιογράφοι των αστικών ΜΜΕ: «πού θα βρείτε τα λεφτά για να κάνετε αυτά που λέτε;». Η απάντηση ήταν εύκολη: «Θα βρούμε τα λεφτά πετυχαίνοντας διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους (πάνω από 50%), μορατόριουμ στην πληρωμή τόκων για μερικά χρόνια, μέχρι να ορθοποδήσει η οικονομία, και αποπληρωμή του υπόλοιπου μέρους με ρήτρα ανάπτυξης. Αυτό θα επιτευχθεί με τη σύγκληση μιας διεθνούς διάσκεψης για το χρέος, κατά το πρότυπο της διάσκεψης του Λονδίνου το 1953, που απάλλαξε τη Γερμανία από το βραχνά του χρέους».
Οταν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έδιναν αυτή την απάντηση, στο καπάκι ερχόταν η επόμενη ερώτηση: «πώς θα τα πετύχετε αυτά, όταν η Γερμανία αντιδρά σε κάθε ιδέα χαλάρωσης;». Τότε ερχόταν ένα μπαράζ ιδεολογημάτων: «Η Ευρώπη αλλάζει και θα αλλάξει πιο γρήγορα μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία θα πυροδοτήσει ένα ντόμινο ανόδου των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων – Εχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός μετώπου του Νότου, στο οποίο θα συνασπιστούν η αριστερή κυβέρνηση της Ελλάδας, οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας και οι κυβερνήσεις των χωρών που βρίσκονται σε Μνημόνιο – Η Γερμανία απομονώνεται, καθώς ακόμη και ο Ντράγκι πρωτοστατεί σε κινήσεις ποσοτικής χαλάρωσης, ερχόμενος σε ρήξη με το Βερολίνο – Το ΔΝΤ υποστηρίζει το αίτημα για κούρεμα του χρέους της Ελλάδας, προκειμένου αυτό να καταστεί βιώσιμο».
Ολα αυτά τα ιδεολογήματα κατέρρευσαν από την πρώτη κιόλας εβδομάδα που η νέα συγκυβέρνηση βγήκε στο ευρωπαϊκό μεϊντάνι για να παζαρέψει μια νέα συμφωνία με τους δανειστές. Αυτό φάνηκε καθαρά από το αποτέλεσμα και από τη διάταξη των δυνάμεων, καθώς η εικόνα -σχηματικά δοσμένη- είναι «ένας εναντίον δεκαοχτώ». Σημασία, όμως, έχει γιατί κατέρρευσαν αυτά τα ιδεολογήματα. Γιατί επιβεβαιώθηκαν όλες οι προβλέψεις που πολύ πριν τις εκλογές έγιναν από τις στήλες της «Κόντρας» και οι οποίες, βέβαια, δεν είχαν χαρακτήρα προφητείας, αλλά χαρακτήρα στοιχειώδους θεωρητικής ανάλυσης με βάση τα οικονομικά και τα γεωπολιτικά δεδομένα.
Το «μέτωπο του Νότου» δεν σχηματίστηκε και δεν υπάρχει περίπτωση να σχηματιστεί. Γαλλία και Ιταλία, οι ισχυρότερες δυνάμεις του ιδεατού Νότου, δεν πρόσφεραν την παραμικρή βοήθεια στη συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, παρά τις προσδοκίες που αυτή δημιούργησε, μετά τα θερμά συγχαρητήρια μηνύματα των Ρέντσι-Ολάντ και τις προσκλήσεις που έλαβε ο Τσίπρας να επισκεφθεί Ρώμη και Παρίσι. Οι χώρες που είναι σε «πρόγραμμα» (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία) ακολούθησαν μια καθαρά εχθρική στάση, με τους υπουργούς τους να ξεπερνούν σε επιθετικότητα ακόμη και τον Σόιμπλε. Μέχρι και ο κύπριος υπουργός Οικονομικών δήλωσε ότι «η Ελλάδα δεν ξέρει τι θέλει», ενισχύοντας (έστω στο συμβολικό επίπεδο) την εικόνα απομόνωσης της συγκυβέρνησης στην ΕΕ. Ετσι, νωρίς-νωρίς ο ίδιος ο Τσίπρας αναγκάστηκε να βάλει την ουρά στα σκέλια, να κάνει γαργάρα τις υπερφίαλες προεκλογικές δηλώσεις του και να διακηρύξει το τέλος αυτού του ιδεολογήματος, δηλώνοντας πως η ελληνική κυβέρνηση δεν επιδιώκει να φέρει οποιοδήποτε διχασμό στο εσωτερικό της ΕΕ.
Ποτέ ιμπεριαλιστικές δυνάμεις όπως η Γαλλία («συγκυβερνώσα» με τη Γερμανία στην ΕΕ, παρά την υποδεέστερη οικονομική της δύναμη) και η Ιταλία (τέταρτη ισχυρότερη οικονομία στην ΕΕ και τρίτη στην Ευρωζώνη) δε θα συγκροτούσαν μέτωπο με την κυβέρνηση ενός ψωραλέου, μέσης ανάπτυξης καπιταλισμού, όπως ο ελληνικός, για να στραφούν ενάντια στη Γερμανία. Ολες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εμφανίζονται ενωμένες απέναντι στις εξαρτημένες χώρες, ενώ τις αναμφισβήτητες μεταξύ τους αντιθέσεις τις ρυθμίζουν σε διμερές (ή πολυμερές) ιμπεριαλιστικό επίπεδο, χωρίς να δίνουν δικαίωμα «λόγου» στις εξαρτημένες χώρες. Οσο για τις χώρες επιπέδου Ελλάδας (Πορτογαλία κτλ.), επειδή ξέρουν τα «κιλά» τους, δε θα επιτίθονταν στη Γερμανία χωρίς να έχουν κάποιο ιδιαίτερο όφελος.
Ο Ντράγκι, ως διοικητής της ΕΚΤ, όχι μόνο δεν ήρθε σε ρήξη με το Βερολίνο, αλλά έγινε ο βασικός μοχλός άσκησης πίεσης, κλείνοντας τη στρόφιγγα της ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες. Η ΕΚΤ είναι η κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης και ο Ντράγκι ένας τραπεζίτης διορισμένος, που δίνει λογαριασμό σ’ ένα ΔΣ. Κυρίως δίνει λογαριασμό στην ισχυρότερη οικονομική δύναμη της Ευρωζώνης, χωρίς την οποία ευρώ δεν μπορεί να υπάρξει. Η ποσοτική χαλάρωση, έτσι όπως εφαρμόστηκε (με το ρίσκο να μεταφέρεται κατά 80% στις εθνικές κεντρικές τράπεζες), είχε τη σύμφωνη γνώμη του Βερολίνου, το οποίο έκανε έναν επωφελή για τη Γερμανία συμβιβασμό με τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Γαλλία-Ιταλία κυρίως). Και βέβαια, η ποσοτική χαλάρωση δε συνδέεται σε καμιά περίπτωση με το «ελληνικό πρόβλημα». Ο Ντράγκι το είχε διακηρύξει εγκαίρως, αρκετά πριν το ΔΣ της ΕΚΤ αποφασίσει την ποσοτική χαλάρωση: ομόλογα χωρών με αξιολόγηση κατηγορίας «σκουπιδιού» θα γίνονται δεκτά μόνο αν οι χώρες είναι σε πρόγραμμα. Οι συριζαίοι έκαναν πως δεν άκουσαν, αλλά ο… αντι-μερκελιστής Ντράγκι δεν το έλεγε για πλάκα. Το έκανε πράξη για τα ελληνικά ομόλογα, πριν καν αρχίσει το παζάρι στο Eurogroup.
Το ΔΝΤ όχι μόνο δεν ακολούθησε διαφορετική γραμμή, αλλά δεν έθεσε καν ζήτημα βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Ετσι, μέρες πριν αρχίσει η διαπραγμάτευση στο έκτακτο Εurogroup της 11ης του Φλεβάρη, η συγκυβέρνηση υποχρεώθηκε διά στόματος Τσίπρα να διακηρύξει ότι δεν ζητάει διεθνή διάσκεψη για κούρεμα του χρέους, ότι σέβεται τις δανειακές υποχρεώσεις της προς όλους τους πιστωτές της και ότι αντιμετωπίζει το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους στο πλαίσιο της απόφασης που πήρε το Eurogroup το Νοέμβρη του 2012.
Το ιδεολόγημα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση θα πυροδοτήσει αλλαγές σε όλη την Ευρώπη το βλέπει κανείς να… γίνεται πράξη στην εικόνα μιας κυβέρνησης η οποία έχει στριμωχτεί στα σκοινιά και της επιτρέπεται να κάνει συνεχείς κωλοτούμπες, μέχρι οι «μεγάλοι» να δώσουν το ΟΚ σε μια διατύπωση (που δεν αφορά την ουσία), την οποία αυτή η κυβέρνηση θα μπορέσει να «πουλήσει» στο εσωτερικό ακροατήριο. Το έγραφε χαρακτηριστικά την προηγούμενη εβδομάδα η «Κόντρα»: από τότε που ξεκίνησε η διαπραγμάτευση, οι Γερμανοί έχουν μείνει αμετακίνητοι, ενώ η ελληνική συγκυβέρνηση όχι μόνο έχει εγκαταλείψει τις προεκλογικές της θέσεις, αλλά μετακινείται συνεχώς και από τις θέσεις που διατύπωσε μετεκλογικά, προσεγγίζοντας -με μια καινούργια κωλοτούμπα κάθε μέρα- τις θέσεις των δανειστών.
Και βέβαια, δεν χρειάζεται να θυμίσουμε κάποια παλιά ιδεολογήματα, που δεν επαναλήφθηκαν ούτε στην προεκλογική περίοδο. Οπως το περιβόητο «υπερόπλο» του Τσίπρα: θα τους εκβιάσουμε με αποχώρηση από την Ευρωζώνη, που θα επιφέρει τη γενική διάλυση. ‘Η το άλλο «υπερόπλο», που πέταξε κάποια στιγμή, για να το ξεχάσει στη συνέχεια: θα τους εκβιάσουμε με τα ενεργειακά αποθέματα που έχει η Ελλάδα!
Τι έχει μείνει τώρα που κατέρρευσαν τα ιδεολογήματα; Η επιβεβαίωση της θεωρίας του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, την οποία εμείς επικαιροποιήσαμε στις σημερινές συνθήκες: ο ιμπεριαλισμός δεν γνωρίζει άλλη μοιρασιά παρά ανάλογα με τη δύναμη του κεφαλαίου. Επομένως, σ’ ένα ιμπεριαλιστικό διαβούλιο στο οποίο μια εξαρτημένη χώρα προσέρχεται ζητώντας δανεικά, τους όρους θα τους επιβάλουν αυτοί που εκπροσωπούν το δυνατό κεφάλαιο.
Πέτρος Γιώτης