Είδαμε ότι η μετα-μνημονιακή περίοδος θα είναι κατά βάση ίδια με τη μνημονιακή, επειδή αυτό επιβάλλουν οι σιδερένιοι οικονομικοί νόμοι που διέπουν τον ελληνικό (και κάθε) καπιταλισμό. Μήπως, όμως, αυτή η πορεία μπορεί ν’ αλλάξει χάρη στις επιλογές μιας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ;
Το ερώτημα μόνο ως ρητορικό μπορεί να νοηθεί. Μιλώντας γενικά, σε θεωρητικό επίπεδο, θα λέγαμε ότι αυτή η πορεία μπορεί να ανατραπεί αν υπάρξει σύγκρουση με τον καπιταλισμό, η οποία θα τείνει να δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες στις οποίες οι οικονομικοί νόμοι του καπιταλισμού θα πάψουν να λειτουργούν και στη θέση τους θα αρχίσουν να λειτουργούν νέοι οικονομικοί νόμοι, που θα έχουν στη βάση τους την απουσία εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, δηλαδή κομμουνιστικοί οικονομικοί νόμοι (της πρώτης βαθμίδας του κομμουνισμού, που ιστορικά έχει οριστεί ως σοσιαλισμός). Οπως καταλαβαίνετε, κάτι τέτοιο προϋποθέτει μια επαναστατική διαδικασία, η οποία στην κορύφωσή της (από οικονομική άποψη) θα πρέπει να έχει την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής από τους καπιταλιστές και τη μετατροπή τους καταρχάς σε κρατική ιδιοκτησία, για να μπορέσει να ξεκινήσει μια διαδικασία κοινωνικοποίησής τους.
Ακόμη κι αν θεωρούσαμε ότι είναι δυνατόν να συμβεί το ειρηνικό-κοινοβουλευτικό πέρασμα στο σοσιαλισμό και η «κυβέρνηση της Αριστεράς» είναι το πρώτο βήμα σ’ αυτή την κατεύθυνση, σημασία έχει τι ακριβώς θα διαχειρίζεται από οικονομική άποψη αυτή η κυβέρνηση. Θα διαχειρίζεται τον καπιταλισμό, «με κοινωνική δικαιοσύνη» (αντίφαση εξ ορισμού) ή θα απαλλοτριώσει τους καπιταλιστές και θα διαχειρίζεται μέσα παραγωγής υπό κρατική ιδιοκτησία;
Ετσι και αποδώσεις στον ΣΥΡΙΖΑ τέτοια πρόθεση, θα κατηγορηθείς -και δικαίως- ως συκοφάντης και προβοκάτορας. Ούτε η Βούλτεψη με τον Μπουμπούκο δεν αποδίδουν στον ΣΥΡΙΖΑ τέτοια πρόθεση. Και βέβαια, σημαίνοντες παράγοντες της κεφαλαιοκρατίας, όπως ο πρύτανης των «συστημικών» τραπεζιτών Σάλλας, ο νυν και ο πρώην πρόεδρος του ΣΕΒ Φέσσας και Δασκαλόπουλος, ο πρόεδρος των μεγαλοξενοδόχων Ανδρεάδης, έχουν εκφράσει με κατηγορηματικότητα την άποψη ότι δε θεωρούν τον ΣΥΡΙΖΑ εχθρική πολιτική δύναμη. Αλλοι παράγοντες μπορεί να ενοχλούνται με τη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, να αισθάνονται περισσότερο φιλικοί προς τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, όμως ουδείς ισχυρίστηκε ποτέ ότι φοβάται πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα ακολουθήσει σοσιαλιστική πολιτική.
Με όσα λένε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όλων των εσωκομματικών φραξιών, για το πώς θα διαχειριστούν το σύστημα προς όφελος ταυτόχρονα του κεφαλαίου και της εργατικής τάξης, δε θ’ ασχοληθούμε. Πρόκειται για… παιδικές εκθέσεις. Τέτοιες αερολογίες δε θα έγραφε σε διαγώνισμα ούτε κοπανατζής πρωτοετής οικονομικής σχολής. Θ’ ασχοληθούμε με την οικονομική πραγματικότητα και τις δυνατότητες που αυτή επιτρέπει.
Ενα στέλεχος του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί πως η «η οικονομική βιωσιμότητα θα επιτευχθεί με την απομείωση του χρέους και τη συνακόλουθη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου που θα ενισχύσει την τάση ανάπτυξης την οποία έχει η βυθισμένη σήμερα ελληνική οικονομία και θα δημιουργήσει ένα περιβάλλον κοινωνικής δικαιοσύνης και άρα κοινωνικής συναίνεσης στη νέα αναπτυξιακή πορεία της χώρας». Κρατήστε πως όρος για την ανάπτυξη είναι η απομείωση του χρέους. Συνεχίζει το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ: «Αυτό το περιβάλλον θα δημιουργήσει το θετικό κλίμα που απαιτείται ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να έχει εκ νέου πρόσβαση στις αγορές, από τις οποίες σήμερα είναι αποκλεισμένη λόγω των πολιτικών που ακολούθησε αλλά και του ερασιτεχνισμού που επέδειξε τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση» (Γ. Σταθάκης, «Βήμα της Κυριακής», 28.12.14, οι εμφάσεις δικές μας).
Αρα, η βασική επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι το τρίπτυχο: μείωση του χρέους – ανάπτυξη – έξοδος στις αγορές, με τον πρώτο πόλο να αποτελεί το προαπαιτούμενο για τους υπόλοιπους. Για ποιο λόγο η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί πρόσβαση στις «αγορές» (δηλαδή στους τοκογλύφους του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, για να ξέρουμε για τι ακριβώς συζητάμε), ενώ θα ακολουθήσει πολιτική ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, όπως λένε όλα τα ηγετικά στελέχη και αναφέρεται στο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης»; Για να αποπληρώσει τα προηγούμενα δάνεια, τα οποία -ακόμη και αν μειωθούν- δε θα μπορούν να αποπληρώνονται από τον προϋπολογισμό. Αυτή είναι η… μικρή αλήθεια που κρύβεται πίσω από το τρίπτυχο-στόχο. Δηλαδή, το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει απόλυτο σεβασμό στις δανειακές υποχρεώσεις του ελληνικού κράτους και νέο δανεισμό από τις «αγορές», προκειμένου να αποπληρώνονται τα παλιά χρέη. Δηλαδή, το κρατικό χρέος θα εξακολουθήσει να ανακυκλώνεται, έστω και σε χαμηλότερα επίπεδα.
Αυτό, βέβαια, είναι ένα ιδανικό σενάριο που προϋποθέτει ότι οι δανειστές θα δεχτούν να «κουρέψουν» το χρέος. Ποιοι είναι οι δανειστές; Είναι το ΔΝΤ, το οποίο όμως εξαιρείται από κάθε «κούρεμα», διότι απαγορεύεται από το καταστατικό του και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δηλώσει (διά στόματος Σταθάκη και Τσίπρα) ότι αυτό θα το σεβαστεί. Είναι οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης και τέλος ο EFSF, ο πρώτος μηχανισμός στήριξης που δημιουργήθηκε για ν’ αντιμετωπιστεί η κρίση σε μια σειρά χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Μπορεί κανείς, χωρίς ιδιαίτερες οικονομικές γνώσεις, να αντιληφθεί τι μεγέθους αλλαγές πρέπει να συμβούν στην Ευρωζώνη προκειμένου να υπάρξει «κούρεμα» του χρέους προς τις χώρες-μέλη και τον EFSF. Γιατί, βέβαια, κανείς δεν πρόκειται να χαριστεί στον ελληνικό καπιταλισμό, υποκύπτοντας στη γοητεία των αναπτυξιακών ιδεοληψιών του ΣΥΡΙΖΑ. Κάθε καπιταλιστική χώρα θα ζητήσει ανάλογη μεταχείριση. Η μοιρασιά θα είναι γενική ή δε θα υπάρξει. Αυτό το ξέρει και ο ΣΥΡΙΖΑ, γι’ αυτό και μιλά για «διεθνή διάσκεψη», η οποία θα ασχοληθεί με το χρέος όλων των καπιταλιστικών χωρών (ο Τσίπρας και οι οικονομολόγοι του ΣΥΡΙΖΑ έχουν αναφερθεί συγκεκριμένα στην Ιταλία και τη Γαλλία, με τις οποίες προσδοκούν να κάνουν κοινό μέτωπο με στόχο τη διαγραφή χρέους).
Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης μπορούμε να αναφερθούμε στην πονεμένη ιστορία των ευρωομολόγων, η οποία δεν «περπάτησε», χάρη στο βέτο της Γερμανίας και των υπόλοιπων χωρών με πιστοληπτική αξιολόγηση ΑΑΑ. Τα ευρωομόλογα είναι… πταίσμα μπροστά στη διαγραφή χρέους που διακρατείται από μέλη της Ευρωζώνης και τον EFSF. Με τα ευρωομόλογα ζητήθηκε (και μάλιστα από ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις όπως η Γαλλία) να εξασφαλιστούν -για ένα χρονικό διάστημα και για περιορισμένα ποσά- καλύτεροι όροι δανεισμού. Δεν ζητήθηκε διαγραφή χρέους. Και όμως, τα ευρωομόλογα ουδέποτε εκδόθηκαν, μολονότι υπήρξε μια περίοδος που οι «αγορές» είχαν σφίξει τα λουριά. Με απαίτηση της Γερμανίας και των συμμάχων της επιλέχτηκαν άλλες μέθοδοι αντιμετώπισης των δανειακών αναγκών των χωρών που είχαν ανάγκη. Γι’ αυτό άλλωστε δημιουργήθηκε στη συνέχεια ο ESM με κεφάλαιο γύρω στα 500 δισ. ευρώ, το οποίο σε μεγάλο βαθμό δανείζουν οι γερμανικές τράπεζες.
Η περιβόητη διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ για τη «διεθνή διάσκεψη» που θα οδηγήσει σε διαγραφή «του μεγαλύτερου μέρους του χρέους», όπως λέει ο ΣΥΡΙΖΑ απευθυνόμενος σε αφελείς (ή οικονομικά ανίδεους) θα τραβήξει σε χρόνο που θα ισοδυναμεί με παραπομπή στις ελληνικές καλένδες. Στο μεταξύ, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορεί να προσδοκά σε ρυθμίσεις επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής των ομολόγων, ενδεχομένως και μετατροπής κάποιων κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά. Ρυθμίσεις που έχει υποσχεθεί το Eurogroup κατά τη συνεδρίασή του της 27ης Νοέμβρη του 2012 και τις οποίες ένα τουλάχιστον ηγετικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ (Παπαδημούλης) έχει ζητήσει δημόσια να υλοποιηθούν, χωρίς η δήλωσή του να προκαλέσει καμιά ιερή αγανάκτηση στο υπόλοιπο ηγετικό «απαράτ» του κόμματος.
Για να υλοποιηθούν, όμως, ακόμη και αυτά τα υπεσχημένα, θα πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει να «συνεργάζεται» με το Eurogroup, την Κομισιόν, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, όπως ρητά αναφέρεται στην απόφαση που πήρε το Eurogroup στις 8 Δεκέμβρη του 2014. Επομένως, επιστρέφουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε. Ο σεβασμός στις δανειακές συμβάσεις δημιουργεί την αδήριτη ανάγκη επαναδανεισμού προκειμένου να αποπληρώνονται τα παλιά χρέη και αυτή η αδήριτη ανάγκη οδηγεί σε μια μετα-μνημονιακή εποχή ίδια με τη μνημονιακή (κάποιες φιλανθρωπικές πινελιές που θα επιχειρήσει να βάλει ο ΣΥΡΙΖΑ δε νοούνται ως αλλαγή πολιτικής). Τα μεγάλα προεκλογικά λόγια θα ξεφουσκώσουν μπροστά στους σιδερένιους οικονομικούς νόμους.
Πέτρος Γιώτης