«Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δείχνει να ταλαντεύεται ανάμεσα στις συμπληγάδες της εργοδοτικής αποχαλίνωσης και της εργατικής δυσαρέσκειας, που αναζητά αγωνιστική διέξοδο, ειδικά σε μια περίοδο που οι έλληνες μισθωτοί βλέπουν εκατομμύρια εργάτες (και νέους) στους δρόμους της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Γερμανίας, να αγωνίζονται μαχητικά διεκδικώντας τα δικαιώματά τους. Οι εκπρόσωποι του επίσημου συνδικαλισμού γνωρίζουν ότι εάν δεν διεκδικήσουν κάτι τις, ακόμα και με ολίγον από απεργία, κινδυνεύουν να αποκοπούν και από την εναπομείνασα εργατική βάση στην οποία έχουν αναφορά».
Τα παραπάνω εξόχως… προφητικά γράφτηκαν στο «Πριν» της 2.4.06. Ηταν τόσο προφητικά, που 24 ώρες μετά τη δημοσιοποίησή τους, το απόγευμα της 3.4.06 η ΓΣΕΕ υπέγραψε συμφωνία με τον ΣΕΒ, χωρίς να διεκδικήσει «κάτι τις» και χωρίς «ολίγον από απεργία»! Υπέγραψε συμφωνία με βάση την πρόταση του ΣΕΒ, όπως μπορεί κανείς να δει αναλυτικά στο σχετικό ρεπορτάζ στην επόμενη σελίδα.
Ας συγκρίνουμε την παραπάνω εκτίμηση με τις εκτιμήσεις που έγιναν από τις στήλες της «Κ» για το ίδιο ζήτημα.
Στο φύλλο της 24ης Μάρτη γράφαμε: «Θα τα βρουν την επόμενη Πέμπτη; Δεν είμαστε σε θέση να το προεξοφλήσουμε. Εκείνο που είναι περισσότερο από βέβαιο είναι πως “το νερό έχει μπει στ’ αυλάκι”. Υπάρχει και μια προϊστορία σ’ αυτά τα πράγματα. Οταν ΣΕΒ και ΓΣΕΕ “ξεκολλάνε” από τις αρχικές τους προτάσεις, σημαίνει ότι μπαίνουν σε μια διαδικασία εξεύρεσης τελικής συμφωνίας… Οσο για τις απειλές της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, τις έχουμε συνηθίσει. Ουσιαστικά είναι μια πρόσκληση προς τον ΣΕΒ: ”Βάλτε κάτι παραπάνω, να κλείσουμε και να ησυχάσουμε κι εμείς κι εσείς. Γιατί μια 24ωρη ακόμα δε λέει”…».
Και στο φύλλο της 1ης Απρίλη, μετά την προτελευταία συνάντηση των διαπραγματευτικών ομάδων, ορμώμενοι από τη συμβολική δήλωση που είχε κάνει ο Πολυζωγόπουλος, γράφαμε: «Τι σημαίνει αυτή η δήλωση; Οτι η ΓΣΕΕ είναι έτοιμη να “τα κατεβάσει” κι άλλο, πλησιάζοντας ακόμα περισσότερο στις “βελτιωμένες” προτάσεις των καπιταλιστών… Το ψευτοδίλημμα που εμμέσως βάζει ο Πολυζωγόπουλος είναι διάφανο: “πρέπει οπωσδήποτε να τα βρούμε, γιατί αλλιώς δεν θα υπογραφεί σύμβαση και θα μας αφαιρέσουν την ίδια τη δυνατότητα να υπογράφουμε σύμβαση”».
Η διαφορά ανάμεσα στις εκτιμήσεις είναι προφανής. Η «Κ» εκτιμά εδώ και δυο βδομάδες ότι πάμε οπωσδήποτε σε συμφωνία, με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία αποφασισμένη να υπογράψει ένα ακόμη ξεπούλημα και ότι οι απειλές περί νέας απεργίας είναι στάχτη στα μάτια των εργαζόμενων και όχι διαπραγματευτικός εκβιασμός πάνω στον ΣΕΒ. Αντίθετα, το «Π» εκτιμά ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία ζητάει κάτι παραπάνω, γιατί φοβάται μην αποκοπεί από τους εργαζόμενους που της ασκούν πίεση και γι’ αυτό προσανατολίζεται σε «ολίγον από απεργία».
Στόχος αυτού του σημειώματος δεν είναι να κομπάσει για τις σωστές εκτιμήσεις της «Κ» συγκρίνοντάς τες με τις λανθασμένες των άλλων. Θα ήταν πολύ φτηνιάρικη μια τέτοια λογική και οι τακτικοί αναγνώστες της «Κ» γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν την έχουμε. Το πρόβλημα είναι να πάμε πέρα από τις εκτιμήσεις. Να βρούμε από πού, από ποια λογική αντιμετώπισης των πραγμάτων εκπορεύονται και τι σηματοδοτούν πέρα από το τυπικό περιεχόμενό τους. Ο καθένας μπορεί να πέσει έξω σε μια εκτίμησή του και η εφημερίδα μας έχει επιβεβαιώσει αρκετές φορές αυτόν τον κανόνα. Μέλημά μας, όμως, είναι, πάντοτε όταν πέφτουμε έξω σε μια εκτίμηση, να διερευνήσουμε το «γιατί;». Να βρούμε τι μας οδήγησε στο λάθος.
Εν προκειμένω, δεν έχουμε απλά δυο διαφορετικές εκτιμήσεις, μια σωστή και μια λαθεμένη. Εχουμε δυο διαφορετικούς «κόσμους», δυο διαφορετικές στάσεις απέναντι στο φαινόμενο του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού. Το «Πριν» (και μια σειρά οργανωμένες δυνάμεις και αγωνιστές που αναφέρονται στον ταξικό συνδικαλισμό) αντιμετωπίζουν τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία ως μια ρεφορμιστική δύναμη, υποταγμένη μεν στο σύστημα, αλλά και ταλαντευόμενη ανάμεσα στις απαιτήσεις του κεφάλαιου και στις εργατικές ανάγκες. Αντίθετα, εμείς αντιμετωπίζουμε τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία ως μια πλήρως αστικοποιημένη δύναμη, που έχει μετατραπεί σε θεσμό του συστήματος εξουσίας και γι’ αυτό δε θέλει και δε μπορεί να υπερβεί τα εσκαμμένα, να τραβήξει λίγο το σκοινί, να βάλει «ολίγον από απεργία» στην τακτική της.
Αυτή είναι η μια βασική διαφορά αντίληψης. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη. Υπάρχει ο τρόπος που βλέπουμε και εκτιμούμε το εργατικό κίνημα. Υπάρχει μια αντίληψη υποκειμενιστική-βολουνταριστική, που θεωρεί ότι το εργατικό κίνημα είναι πάντοτε «έτοιμο» και φταίνε οι ηγεσίες του που δεν «το βγάζουν στο δρόμο». Προέκταση αυτής της αντίληψης είναι και η εκτίμηση για ταλάντευση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας: «επειδή την πιέζει το κίνημα και δε θέλει να αποκοπεί απ’ αυτό, είναι αναγκασμένη να κουνήσει λίγο τον κώλο της, να διεκδικήσει κάτι παραπάνω, να κάνει καμιά απεργία παραπάνω».
Αντίθετα, εμείς προσπαθούμε να βλέπουμε την κάθε φορά πραγματική κατάσταση του κινήματος. Χωρίς ωραιοποιήσεις και χωρίς μηδενισμούς. Χωρίς καμιά διάθεση να χαϊδέψουμε αυτιά ή να τροφοδοτήσουμε τις γραμμές μας με ενέσεις αγωνιστικής αισιοδοξίας. Πρέπει να είσαι εντελώς αποσπασμένος από τη ζωή, από την πραγματικότητα του εργατικού κινήματος σήμερα, για να διαπιστώνεις δυσαρέσκεια που αναζητά αγωνιστική διέξοδο (δυσαρέσκεια ασφαλώς και υπάρχει, όμως στην αναζήτηση της αγωνιστικής διεξόδου δεν έχουμε φτάσει και αυτά τα δύο δε συνδέονται με ευθύγραμμη σχέση) ή επίδραση κινημάτων όπως αυτό της Γαλλίας. ‘Η μπορεί να μην είσαι αποσπασμένος από την πραγματικότητα, αλλά να είσαι πολιτικός απατεώνας, που παίζεις με διαφορετικό τρόπο το παιχνίδι που παίζουν οι διάφορες τάσεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Το παιχνίδι της χειραγώγησης και των άσφαιρων πυρών, που μοναδικό σκοπό έχει τη δική σου συντήρηση και αναπαραγωγή ως πολιτικό μαγαζάκι. Κι αυτό, βέβαια, είναι χειρότερο.
Η τακτική της αριστερής αντιπολίτευσης στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι μια εύκολη τακτική. Υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι με ταξική αντίληψη που έχουν υποκύψει σ’ αυτή την ευκολία. Υπάρχουν και πολιτικοί απατεώνες που έχουν θεωρητικοποιήσει αυτή την τακτική, γιατί τους δίνει τη δυνατότητα της πολιτικής επιβίωσης (ως γνωστόν, οι πολιτικές ευκολίες αποτελούν αγαπημένη επιλογή αυτού του τύπου των πολιτικών μαγαζιών, που φυτοζωούν στο περιθώριο του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού και γενικότερα των θεσμών του συστήματος). Τι σημαίνει αριστερή αντιπολίτευση στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία; Σημαίνει -για να μιλήσουμε με όρους ανταγωνιστικού αθλητισμού- να παίζεις στο δικό της γήπεδο, να ξέρεις ότι έτσι κι αλλιώς θα χάσεις και να προσπαθείς να κρατήσεις το σκορ σε αξιοπρεπές επίπεδο.
Αριστερή αντιπολίτευση σημαίνει να αναγνωρίζεις στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία το ρόλο του εκπροσώπου των εργαζόμενων και να έχεις το συνδικαλιστικό της σύστημα ως χώρο αναφοράς, συμπεριφερόμενος θεσμολαγνικώς, με βάση τους δικούς της κανόνες του παιχνιδιού (μια παραλλαγή του κοινοβουλευτισμού). Να μην ανοίγεις μέτωπα πάλης, αλλά να σέρνεσαι πίσω από τις γιαλαντζί εκδηλώσεις της γραφειοκρατίας, τα συλλαλητήριά της και τις… εθιμοτυπικές στάσεις εργασίας και 24ωρες απεργίες. Να μετατρέπεις σε ζήτημα ύψιστης πολιτικής σημασίας το σε ποια απεργιακή συγκέντρωση θα πας, σ’ αυτή της ΓΣΕΕ ή σ’ αυτή του ΠΑΜΕ, χωρίς να προβληματίζεσαι για το μείζον, για το χαρακτήρα και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης απεργίας.
Αυτά και πολλά ακόμη παρόμοια συνιστούν την τακτική της αριστερής αντιπολίτευσης. Η οποία, βέβαια, όπως κάθε αντιπολίτευση (το εμπεριέχει εξ ορισμού) έχει τα θεσμικά όριά της και τους περιορισμούς της. Για παράδειγμα, απαγορεύεται να μην απεργήσεις, ακόμα κι αν ξέρεις ότι πρόκειται για απεργία μαϊμού. Απαγορεύεται να απόσχεις από τη συγκέντρωση των γραφειοκρατών, ακόμα και όταν ξέρεις ότι μ’ αυτή αναζητούν άλλοθι για την πολιτική τους.
Εκείνο που δεν απαγορεύεται είναι να αναπτύξεις αυτόνομη δράση. Ομως, η αυτόνομη δράση δεν «κολλάει» με το παιχνίδι μέσα στους θεσμούς. Είναι ασφυκτικά οριοθετημένη απ’ αυτούς. Γι’ αυτό και ονομάζεται αυτόνομη δράση η… αυτόνομη κάθοδος στις εκλογές των σωματείων! Για τέτοιο ξεπεσμό μιλάμε. Μια διαδικασία που -έτσι όπως διεξάγεται- αναπαράγει ουσιαστικά το χάσμα ανάμεσα σε εργαζόμενους και «εκπροσώπους», αναπαράγει τη λογική της «ανάθεσης» και της εν λευκώ διαχείρισης των εργατικών υποθέσεων από τους «εκπροσώπους».
Αυτό, όμως, είναι το «κλειδί» της υπόθεσης. Η αυτόνομη δράση που θα εισάγει «καινά δαιμόνια» στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα (και όχι μόνο σ’ αυτό). Που θα κάνει την εργατική δημοκρατία πράξη και όχι αριστερούτσικο σλόγκαν. Που θα στηρίζεται στους εργαζόμενους και δεν θα τους «εκπροσωπεί». Που θα σπάει τη λογική της «ανάθεσης». Που θα είναι γειωμένη στην πραγματικότητα και δε θα χαϊδεύει αυτιά για να μαζέψει ψήφους. Οταν δεν υπάρχουν αυτά, τότε οι «λάθος εκτιμήσεις» δεν είναι μόνο αναπόφευκτες αλλά και απαραίτητες. Γιατί ο μόνος τρόπος για να κάνεις κριτική από τα αριστερά και να καταγγείλεις τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία είναι να παίξεις το παιχνίδι με τον… παραδοσιακό τρόπο και την κατάλληλη στιγμή να πηδήξεις έξω από το τρένο και να καταγγείλεις το μηχανοδηγό ότι το οδηγεί στο γκρεμό. Για να ξανανέβεις αμέσως μετά και να επαναληφθεί η ίδια ιστορία. Ετσι, όμως, το μόνο που καταφέρνεις είναι να σπρώξεις τους εργαζόμενους ακόμα πιο βαθιά στον καναπέ του σαλονιού τους, να τους κάνεις άβουλους και μοιρολάτρες, που απλά θα σιχτιρίζουν τη γραφειοκρατία και στις επόμενες εκλογές κάποιοι θα την ξαναψηφίζουν.
Πέτρος Γιώτης