Ενας μικρής ισχύος εκρηκτικός μηχανισμός σε έναν από τους ανισόπεδους κόμβους της Πέτρου Ράλλη, την ώρα που περνούσε εκεί ένα κομβόι με κλούβες των ΜΑΤ, είχε ως αποτέλεσμα μια πολύ πιο ισχυρή δόνηση στα επιτελεία της «αντιτρομοκρατίας». Πριν μερικούς μήνες, όταν τρεις εκρηκτικοί μηχανισμοί χτυπούσαν το πίσω τμήμα του κτιρίου που στεγάζει το Α.Τ. Καλλιθέας, η κυβέρνηση και γενικότερα το πολιτικό σύστημα είχαν κάθε λόγο να «πνίξουν» την ενέργεια. Βρισκόμασταν στις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων και το ελληνικό κράτος ήθελε να καλλιεργήσει την αίσθηση ότι όλα στην Ελλάδα είναι ασφαλή. Το ίδιο έκαναν, σε συνεργασία με τα ΜΜΕ και για δεκάδες άλλες μικρότερης έντασης ενέργειες την ίδια περίοδο, όπως αποκάλυψε σε τηλεοπτική εκπομπή η «ειδική περί την τρομοκρατία» Μαίρη Μπόση. Τώρα, δεν μπορούσαν να κάνουν το ίδιο. Ηταν εξαιρετικά μεγάλη η πρόκληση για να την «πνίξουν». Γιατί ο στόχος τώρα ήταν ζωντανός και κινούμενος.
Τη στιγμή που γράφεται αυτό το σημείωμα, καμιά οργάνωση δεν έχει αναλάβει την ευθύνη της ενέργειας. Από τα όσα, όμως, έχουν δει το φως της δημοσιότητας, μπορούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Φαίνεται ότι η ενέργεια είχε προειδοποιητικό χαρακτήρα. Αν η οργάνωση ήθελε να χτυπήσει το αστυνομικό λεωφορείο μπορούσε κάλλιστα να το είχε κάνει. Μπορούσε να βάλει μεγαλύτερη ποσότητα εκρηκτικής ύλης και ταυτόχρονα να κατευθύνει το ωστικό κύμα προς το δρόμο και όχι προς το παρκάκι. Μάλιστα, στη συγκεκριμένη περίπτωση θα πετύχαινε σίγουρα το στόχο της, γιατί ήταν τρία τα αστυνομικά οχήματα (δυο κλούβες και στη μέση ένα βανάκι), η δε πυροδότηση έγινε με μπουτόν και καλώδιο. Αυτή, βέβαια, είναι δική μας εκτίμηση με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν, η οποία εμπεριέχει το στοιχείο της ανασφάλειας. Μόνο η οργάνωση που έκανε την ενέργεια μπορεί να πει τι επεδίωκε και τι πέτυχε.
Η Ασφάλεια, βέβαια, έχει κάθε λόγο να λέει τα δικά της. Γι’ αυτό και έγινε δημοσίως ρόμπα ο ίδιος ο Αττικάρχης, που τη μια στιγμή δήλωνε ότι αν ήθελαν θα μπορούσαν να προκαλέσουν πιο ισχυρή έκρηξη και την άλλη ότι ήθελαν σίγουρα να υπάρξουν θύματα! Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό, άρχισε η διοχέτευση προς τα πάντα πρόθυμα παπαγαλάκια των γνωστών ασφαλίτικων σεναρίων. Κεντρικός πυρήνας αυτών των σεναρίων είναι πως πρόκειται για έναν έως τρεις «παλιούς», οι οποίοι έδωσαν τα φώτα τους σε κάποιους «νέους», τους οργάνωσαν και τους έμαθαν πώς να πραγματοποιούν τέτοιες ενέργειες. Γιατί μόνοι τους οι «νέοι» δεν μπορούν να οργανώσουν τέτοιες ενέργειες.
Ομως, οι «παλιοί» δεν ήταν πάντοτε «παλιοί». Υπήρξαν κάποτε και αυτοί «νέοι». Είτε στη διάρκεια της δικτατορίας είτε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Τότε, λοιπόν, έμαθαν μόνοι τους πώς να φτιάχνουν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς και πώς να κάνουν ενέργειες μ’ αυτούς, εξασφαλίζοντας τον εαυτό τους από λάθη που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη σύλληψή τους. Γιατί, λοιπόν, οι σημερινοί «νέοι» να μη κάνουν την ίδια διαδρομή; Αλλωστε, ο τρόπος πυροδότησης (με καλώδιο και όχι με τηλεχειρισμό) παραπέμπει σε «νέους» και όχι σε «παλιούς».
Ας αφήσουμε, όμως, τα ασφαλίτικα σενάρια περί «παλιών» και «νέων»(έχοντας πάντα το νου μας για στήσιμο νέων σκευωριών) και ας επικεντρωθούμε στην πολιτική ουσία της υπόθεσης.
Το πρώτο που πρέπει να σημειώσουμε είναι η παταγώδης κατάρρευση του σκηνικού της «εξάρθρωσης της τρομοκρατίας» που στήθηκε με τις συλλήψεις του 2002 και του 2003. Η ελληνική αστική τάξη νόμισε ότι μπορεί να απαλλαγεί από ένα κοινωνικό φαινόμενο, όπως είναι οι βίαιες αντικρατικές και αντικαπιταλιστικές ενέργειες, επειδή συνέλαβε μερικούς ανθρώπους και τους εμφάνισε ως μέλη ή ως «επιχειρησιακό πυρήνα» της 17Ν και του ΕΛΑ. Διακήρυξε, λοιπόν, ότι τέλειωσε με την «τρομοκρατία» στην Ελλάδα, την οποία προσπάθησε να ερμηνεύσει όχι ως κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο, αλλά ως διαστροφική συμπεριφορά κάποιων νοσηρών εγκεφάλων.
Από τότε μέχρι σήμερα έχουν γίνει μια σειρά βίαιες ενέργειες, με αποκορύφωμα την τελευταία, που αποδεικνύουν ότι η πολιτική βία γενικά και ειδικά η πολιτική βία αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού είναι φαινόμενα σύμφυτα με το καπιταλιστικό σύστημα. Τροφοδοτούνται από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα και δεν εξαφανίζονται ούτε με ευχολόγια, ούτε -πολύ περισσότερο- με την αστυνομικοδικαστική καταστολή. Η βαρβαρότητα που μας περιβάλλει γεννά την αντίσταση και είναι απολύτως λογικό αυτή η αντίσταση να πάρει και τέτοιες μορφές.
Τα αστικά κόμματα έσπευσαν, ως συνήθως, να αποκηρύξουν μετά βδελυγμίας την «τρομοκρατία». Για τα αίτιά της, όμως, δεν είπαν λέξη. Ούτε για την καθημερινή τρομοκρατία του κράτους σε βάρος των εργαζόμενων και των νέων, για την ανασφάλεια της ακρίβειας και της ανεργίας, για το καθεστώς της καταστολής με τις ρουφιανοκάμερες και τις στρατιές των μπάτσων, με τους τρομονόμους και τα έκτακτα στρατοδικεία. Η αλήθεια είναι, πάντως, πως δεν έδωσαν και μεγάλη έκταση στις καταγγελίες τους. Δεν δοκίμασαν να ανοίξουν ιδεολογικό μέτωπο, αλλά περιορίστηκαν σε κάποιες δηλώσεις των εκπροσώπων τους. Mόνο ο ΣΥΝ επισήμανε πως «προέχει η ηθική και πολιτική απομόνωση τέτοιων ενερργειών από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων και της κοινωνίας», χωρίς κι αυτός να δώσει μεγαλύτερη έκταση. Μάλλον διαπίστωσαν ότι το κλίμα δεν είναι ακριβώς ίδιο με εκείνο που κατάφεραν να δημιουργήσουν το καλοκαίρι του 2002 και προτίμησαν να μη ξύσουν πληγές, να μην ανοίξουν μια τέτοια συζήτηση σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που κάθε άλλο παρά συναίνεση προς την ακολουθούμενη πολιτική δείχνει. Προτίμησαν να αφήσουν όλο το παιχνίδι στα χέρια των μπάτσων, ενώ τα παπαγαλάκια των ΜΜΕ περιορίστηκαν στην αναπαραγωγή των αστυνομικών σεναρίων, χωρίς να μπουν σε ιδεολογικού τύπου αναλύσεις.
Το δεύτερο που πρέπει να σημειώσουμε είναι πως οι δήθεν πανίσχυροι και άτρωτοι αστυνομικοί μηχανισμοί αποδείχτηκαν για μια ακόμα φορά ανίσχυροι. Απλοί άνθρωποι, με εξαιρετικά απλά μέσα, χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις, οπλισμένοι με θάρρος και αποφασιστικότητα, κατάφεραν να καταρρακώσουν το κύρος της Αστυνομίας. Μια φορά κατάφεραν να βάλουν τρεις εκρηκτικούς μηχανισμούς σε ένα κεντρικό αστυνομικό τμήμα, σε μια περίοδο που τα μέτρα ασφάλειας είχαν δημιουργήσει έναν ασφυκτικό κλοιό σε όλη την Ελλάδα, και τώρα κατάφεραν (ανεξάρτητα αν πρόκειται ή όχι για την ίδια οργάνωση) να χτυπήσουν ένα κονβόι αστυνομικών οχημάτων και να διαφύγουν ανενόχλητοι, χωρίς οι μοτοσυκλετιστές που συνοδεύουν πάντοτε τις κλούβες να αποτολμήσουν να κινηθούν στη γύρω περιοχή για να τους βρουν. Στους μπάτσους λειτούργησε ο φόβος και το αίσθημα ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα με ανθρώπους αποφασισμένους να ρισκάρουν ακόμα και τη ζωή τους.
Το φαινόμενο δεν είναι ειδικά ελληνικό, αλλά παγκόσμιο. Χρόνια τώρα οι Παλαιστίνιοι αγωνιστές καταφέρνουν να περνούν τα μπλόκα του πανίσχυρου ισραηλινού κράτους και να ανατινάζονται σε κεντρικά σημεία των ισραηλινών μεγαλουπόλεων. Στο Ιράκ το ίδιο. Οι αγωνιστές της αντίστασης κάνουν καθημερινά ρεζίλι τη στρατιωτική μηχανή των Αμερικάνων και τους μηχανισμούς παρακολούθησης που έχει στήσει η CIA και οι υπηρεσίες ασφάλειας του στρατού. Γιατί όχι και στην Ελλάδα ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο;
Αστυνομικός μηχανισμός ανίκητος δεν υπάρχει. Τα περισσότερα που λέγονται για τις δυνατότητες αυτών των μηχανισμών είναι προπαγάνδα του τρόμου. Παραφουσκώνουν τις δυνατότητες, διαδίδουν πολλά και διάφορα, για να λειτουργεί αυτή η προπαγάνδα αποτρεπτικά. Για να παραλύει αντιστάσεις, όχι μόνο στο πεδίο των βίαιων ενεργειών, αλλά ακόμα και στο πεδίο των ενεργειών που ξεκινούν νόμιμες και οδηγούνται σε σύγκρουση με τους μηχανισμούς καταστολής. Εδώ και πολλά χρόνια, μαζικότατες διαδηλώσεις οδηγούνται στην υποταγή στην αστική νομιμότητα ή, όταν έρχονται σε σύγκρουση με τα ΜΑΤ, οδηγούνται στη διάλυση, επειδή υπάρχει μια αντίληψη για το άτρωτο και ανίκητο της Αστυνομίας και δεν γίνεται η παραμικρή προετοιμασία για το ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης με τις δυνάμεις της. Ετσι, ολόκληρα κινήματα έχουν μετατραπεί σε καρπαζοεισπράκτορες των μπάτσων.
Τα σημειώνουμε όλα αυτά γιατί θεωρούμε πως η μεγαλύτερη προσφορά αυτών των βίαιων αντικαπιταλιστικών-αντικρατικών ενεργειών, ιδιαίτερα σήμερα, είναι ότι διαλύουν τους μύθους για το άτρωτο της Αστυνομίας. Αποδεικνύουν ότι οι μηχανισμοί καταστολής είναι κόσκινο, φτάνει να επιλέξεις πού, πότε και πώς θα τους πλήξεις. Με απλά μέσα, χωρίς ιδιαίτερη πείρα και εκπαίδευση, μπορεί μια ομάδα ανθρώπων να τους επιφέρει βαρύτατα πλήγματα. Αυτό,άλλωστε, αποδείχτηκε και από τη δράση οργανώσεων όπως η 17Ν και ο ΕΛΑ, που έχουν κλείσει τον κύκλο τους.
Επίσης, αυτή τη φορά δεν είχαμε έντονη πρακτορολογία και προβοκατορολογία από εκείνους που επιδίδονται με ευχαρίστηση στο συγκεκριμένο πολιτικό σπορ. Ο Περισσός, για παράδειγμα, περιορίστηκε σε μερικούς υπαινιγμούς από τον «Ριζοσπάστη», που έγραψε ότι η ενέργεια «προκαλεί πολλά ερωτηματικά», ότι «χάθηκε ο έλεγχος» (μάλλον ηθελημένα) από την ΕΛΑΣ και ότι «η επίθεση έγινε λίγες μέρες πριν από τον εορτασμό της εξέγερσης του Πολυτεχνείου». Τα υπόλοιπα αφήνονται στη γόνιμη φαντασία των αναγνωστών της φυλλάδας του Περισσού, που είναι εκπαιδευμένοι να βλέπουν ασφαλίτες και πράκτορες πίσω από κάθε μαχητική ενέργεια. Εν προκειμένω αναρωτιούνται μόνο για τις συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Για το ότι πρόκειται για ενέργεια «σκοτεινών μηχανισμών» δεν έχουν καμιά αμφιβολία.
Δεν ακούσαμε ούτε διαβάσαμε, επίσης, τις γνωστές βλακώδεις αναλύσεις που υποστηρίζουν ότι οι μαχητικές ενέργειες «αντικειμενικά» διευκολύνουν το κράτος να παίρνει κι άλλα κατασταλτικά μέτρα. Είμαστε, όμως, σίγουροι ότι αν πυκνώσουν αυτές οι ενέργειες θα δούμε και αυτές τις αναλύσεις. Οταν υπάρχει αδυναμία πολιτικού αντίλογου, επιστρατεύονται πάντοτε φοβικές και ντροπιαστικές θεωρίες. Λες και το κράτος περίμενε την οποιαδήποτε ενέργεια για να γεμίσει την Αθήνα με ρουφιανοκάμερες και να προσλάβει χιλιάδες νέους μπάτσους. Αντίθετα, ο προβληματισμός ότι τέτοιες ενέργειες πλήττουν το κύρος του κράτους και αποδεικνύουν ότι οι μηχανισμοί του είναι σαθροί ούτε που περνάει από το μυαλό όσων υποστηρίζουν αυτές τις θεωρίες.
♦ Να ανοίξει η συζήτηση
Υπάρχουν, βέβαια, και εκείνοι που δεν αντιμετωπίζουν δαιμονολογικά αυτές τις ενέργειες, ούτε κατατάσσουν τους οργανωτές τους στους «εχθρούς του λαϊκού κινήματος», αλλά -ακόμα και όταν διαφωνούν μαζί τους- προσπαθούν να τις εντάξουν σε ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Κι ακόμα παραπέρα, να οργανώσουν μια συζήτηση για το «επαναστατικά δέον» κάθε περιόδου.
Από τις στήλες της «Κ» έχει επισημανθεί και με άλλη ευκαιρία πως, ειδικά μετά τα γεγονότα της τελευταίας διετίας, είναι απαραίτητο να ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση μέσα στο επαναστατικό κίνημα, με τη συμμετοχή και των συντρόφων που έχουν αναλάβει πολιτική ευθύνη για συμμετοχή σε οργανώσεις του ένοπλου. Μια συζήτηση όχι για να καταδικαστεί η μια ή η άλλη κατεύθυνση, αλλά για να βγουν συμπεράσματα χρήσιμα για την επαναστατική ανασυγκρότηση του κοινωνικού κινήματος, που δεν περνάει και τις καλύτερες μέρες του. Ας μας επιτραπεί, λοιπόν, να καταθέσουμε έναν προβληματισμό γι’ αυτή τη συζήτηση.
Ενα από τα βαρίδια που εμπόδισαν αυτή τη συζήτηση να πάρει ουσιαστικό χαρακτήρα από το 1974 μέχρι σήμερα είναι ένας φετιχισμός ως προς τα μέσα και τις μορφές πάλης. Ενας φετιχισμός που δεν αφορούσε μόνο τις οργανώσεις του ένοπλου, αλλά και τις οργανώσεις που ακολουθούσαν διαφορετική τακτική. Οταν η συζήτηση πολώνεται γύρω από το ένοπλο ή μη ένοπλο, ξεφεύγει από την ουσία της, που είναι η τακτική, και μεταφέρεται στα μέσα πάλης, που αποτελούν στοιχείο της τακτικής, δεν είναι όμως η τακτική.
Ας θυμηθούμε μερικές παλιές καλές αλήθειες.
Η εργατική τάξη είναι η πρωτοπόρα τάξη της καπιταλιστικής κοινωνίας, όχι επειδή αυτό επαγγέλθηκε κάποιος προφήτης, αλλά επειδή είναι μια τάξη που συνδέεται άμεσα με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και που για να απελευθερώσει τον εαυτό της πρέπει να απελευθερώσει ολόκληρη την κοινωνία, τσακίζοντας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και το αστικό κράτος.
Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας της τάξης και όχι κάποιας φωτισμένης πρωτοπορίας. Καμιά φωτισμένη πρωτοπορία δεν μπορεί να απελευθερώσει την εργατική τάξη και ολόκληρη την κοινωνία ερήμην τους ή απλά με τη σιωπηρή στήριξή τους.
Καθήκον των επαναστατικών πρωτοποριών, λοιπόν, είναι να «μπάσουν» τις επαναστατικές ιδέες μέσα στο αυθόρμητο εργατικό και ευρύτερα το κοινωνικό κίνημα. Να βοηθήσουν να αναπτυχθεί η ταξική συνείδηση και να συγκροτηθεί ένα κίνημα ικανό όχι μόνο να αντιστέκεται στους καθημερινούς σφετερισμούς του κεφάλαιου και του κράτους του, αλλά να αντεπιτεθεί και να νικήσει.
Υπάρχει, βέβαια, και μια άλλη αντίληψη που υποστηρίζει ότι η κοινωνική απελευθέρωση είναι πρωτίστως μια προσωπική υπόθεση, με την έννοια ότι το άτομο είναι εκείνο που αλλάζει αντιλήψεις (μέσα από ποιες διαδικασίες άραγε;) και πώς καθήκον των επαναστατικών πρωτοποριών δεν είναι να αλλάξουν τα δεδομένα και τους συσχετισμούς σε κοινωνικό επίπεδο, αλλά να δράσουν ως πρωτοπορίες, αδιαφορώντας για την εθελόδουλη κοινωνική μάζα. Αυτή η αντίληψη, ένα μίγμα στιρνερισμού και νιτσεϊσμού, δεν απέχει πολύ από τη μεταφυσική. Γιατί αρνείται μια βασική επιστημονική αλήθεια: ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργός των κοινωνικών συνθηκών και ταυτόχρονα δημιούργημά τους.
Οφείλουμε να πούμε ότι οι οργανώσεις που έκαναν ένοπλη πάλη στη μεταπολιτευτική Ελλάδα ουδέποτε διακήρυξαν μια τέτοια ελιτίστικη αντίληψη, όσο κι αν η δράση τους ενδεχομένως από κάποιους προσλαμβανόταν ως τέτοια. Είναι άλλο πράγμα, όμως, να πεις ότι πρακτικά αυτές οι οργανώσεις δεν πετύχαιναν την ανύψωση του επιπέδου της ταξικής συνείδησης και άλλο να τους φορτώσεις αυτή την «αρχοντική», ελιτίστικη αντίληψη. Σε τελευταία ανάλυση, και οι οργανώσεις του ένοπλου θα μπορούσαν να βάλουν τα ίδια ερωτήματα προς τις οργανώσεις που δεν συμπεριέλαβαν το ένοπλο στην τακτική τους: ποια ήταν η άνοδος της ταξικής συνείδησης ως αποτέλεσμα της δικής σας δράσης;
Ετσι, όμως, η συζήτηση θα πάρει έναν καθαρά μηχανιστικό χαρακτήρα, καθώς η κάθε πλευρά θα αναζητά κατά κάποιο τρόπο τη δικαίωση, μέσα από μια μηχανιστική σχέση μέσων πάλης – επιπέδου ταξικής συνείδησης. Θα αναπαραχθεί, δηλαδή, ο ίδιος φετιχισμός των μέσων πάλης και η περιχαράκωση γύρω απ’ αυτά, αντί για την αναζήτηση της σωστής επαναστατικής τακτικής σήμερα. Γιατί, τελικά, αυτό πρέπει να είναι το «διά ταύτα» της συζήτησης. Τί κάνουμε σήμερα και όχι ποιος είχε δίκιο χτες.
Κατά την ταπεινή μας άποψη, η συζήτηση πρέπει να ξεκινήσει από το θεμελιώδες ζήτημα της σχέσης αυθόρμητου-συνειδητού. Να διερευνηθεί κατ’ αρχάς η κοινωνική πραγματικότητα, έτσι όπως διαμορφώνεται σήμερα. Το επίπεδο της ταξικής συνείδησης και οι παράγοντες που το επηρεάζουν. Αυτό είναι απαραίτητο για να οδηγηθούμε στην τακτική εκείνη η οποία μπορεί στις σημερινές συνθήκες να συντείνει στην άνοδο της ταξικής συνείδησης. Και τότε πλέον θα πρέπει να συζητήσουμε για τα μέσα πάλης. Αν η συζήτηση ξεκινήσει από τα μέσα πάλης, τότε θα είναι μια συζήτηση κυριολεκτικά στον αέρα. Θα είναι σαν να προσπαθούμε να βάλουμε το κάρο μπροστά από τα άλογα.
Ας δούμε, λοιπόν, εν συντομία, έτσι για να βοηθήσουμε το άνοιγμα της συζήτησης, το στίγμα της εποχής που διανύουμε.
Κατά τη δική μας αντίληψη, η σημερινή περίοδος είναι μια περίοδος «ατομικότητας». Μια περίοδος, δηλαδή, που, μολονότι η κρίση του καπιταλισμού έχει βαθύνει και οι εργαζόμενες μάζες δέχονται ιδιαίτερα σκληρή επίθεση, η έννοια της συλλογικής αντίστασης έχει χτυπηθεί και τη θέση της έχει πάρει η αναζήτηση της ατομικής λύσης. Αναζήτηση ατομικής λύσης ακόμα και από εκείνους που δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα, ακόμα και σε περιπτώσεις που κάθε τέτοια προσπάθεια είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία. Την ιδεολογία του ατομισμού, που είναι η πεμπτουσία της αστικής ιδεολογίας, τη βλέπουμε παντού. Ακόμα και στα τραγουδάκια του συρμού, ακόμα και στις απλές κουβέντες των ραδιοφωνικών παραγωγών, που κλείνουν τις εκπομπές τους ευχόμενοι στους ακροατές τους «να περνάτε καλά και να προσέχετε τον εαυτό σας». Το κοινωνικό σώμα έχει κατακερματιστεί και ο άνθρωπος, ο άνθρωπος της δουλειάς, ο νέος, όλοι αυτοί που στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν στήριζαν τα μεγάλα κινήματα της αμφισβήτησης, της αντίστασης, της ανατροπής, αυτοί που φλέγονταν από τα απελευθερωτικά οράματα και μετέτρεπαν τα προτάγματά τους σε «καθημερινότητα», εμφανίζονται κοινωνικά αυτιστικοί, απαθείς, αδιάφοροι. Αυτή είναι η κυρίαρχη κοινωνική συμπεριφορά, που δεν αλλάζει, μολονότι παρεμβάλλονται κάποια ξεσπάσματα, όπως έγινε με το ασφαλιστικό επί υπουργίας Γιαννίτση ή στις παραμονές της αμερικανοβρετανικής επίθεσης στο Ιράκ.
Η πολιτική, ως έννοια και ως ασχολία, βρίσκεται στο τελευταίο σκαλί της κοινωνικής κλίμακας αξιών. Δεν χρειαζόμαστε τις δημοσκοπήσεις γι’ αυτό, το βλέπουμε γύρω μας όσοι ερχόμαστε σε επαφή με κόσμο και ειδικά εκείνοι που δραστηριοποιούνται σε «μαζικούς χώρους». Οχι μόνο η αστική πολιτική, αλλά η πολιτική γενικά, συμπεριλαμβανόμενης και της επαναστατικής πολιτικής, η οποία στην καλύτερη περίπτωση θεωρείται χαμένη υπόθεση, χαμένος χρόνος, προσωπική ταλαιπωρία. Η χαρά της συμμετοχής σε συλλογικές δράσεις και συλλογικούς αγώνες είναι άγνωστη στις νεότερες γενιές, που μεγάλωσαν στις συνθήκες της κρίσης του κινήματος.
Η εικόνα αυτή δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστες και τις μικρές συλλογικότητες αντικαπιταλιστικού πολιτικού προσανατολισμού και το μειοψηφικό κίνημα που επιμένει να οραματίζεται και να αγωνίζεται. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις διαπιστώνει κανείς ότι αυτό το κίνημα είναι περισσότερο άθροισμα ατομικοτήτων παρά μια διαλεκτικά προσδιορισμένη «ποιότητα» στο πλαίσιο της οποίας το «εγώ» περιορίζεται και υποτάσσεται στο «εμείς». Χαμηλή διαθεσιμότητα και ατομικές στάσεις εμποδίζουν αυτό το κίνημα να φέρει σε πέρας στοιχειώδη καθήκοντα. Ακόμα και οι ιδεολογικοπολιτικές αντιπαραθέσεις, που άλλοτε έδιναν στο κίνημα ζωντάνια, ακόμα και με τις υπερβολές και τις αγγυλώσεις τους, είναι μίζερες, δηλητηριασμένες από εγωισμούς, μικροαστικές ευθιξίες και παραγοντιλίκια. Το αποτέλεσμα είναι και αυτό το κίνημα να γίνεται αυτιστικό, να γυρίζει γύρω από τον αφαλό του, να αυτοϊκανοποιείται με το ελάχιστο (και συχνά ασήμαντο) και να αρνείται να βγει αποφασιστικό στο μεγάλο κοινωνικό επίπεδο, για να ζυμώσει έστω κάποιες ιδέες και να επιδιώξει να αλλάξει τους συσχετισμούς ή έστω να συντείνει στην αλλαγή τους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα κίνημα που σέρνεται πίσω από το αυθόρμητο και καθορίζει τη δική του τακτική με βάση τα σκαμπανεβάσματα του κοινωνικού κινήματος.
Ποια τακτική, λοιπόν, είναι επιβεβλημένη σ’ αυτές τις συνθήκες;
Μια τακτική «συγκέντρωσης των δυνάμεων» θα ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Θα ήταν μια βολουνταριστική τακτική χωρίς καμιά κοινωνική αντιστοίχιση, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν οι δυνάμεις που πρέπει να συγκεντρωθούν. Χρειάζεται, λοιπόν, μια τακτική δημιουργίας των «δυνάμεων», που πρακτικά σημαίνει μια τακτική που θα βάλει ως στόχο της να ξανακάνει την επαναστατική πολιτική ελκτική υπόθεση για τις πιο πρωτοπόρες δυνάμεις του κοινωνικού κινήματος. Μια τακτική που θα αναδεικνύει τις αρχές της συλλογικότητας, της συνευθύνης, της συναπόφασης, της κοινής πράξης.
Ας συζητήσουμε, λοιπόν, γι’ αυτή την τακτική. Πώς θα μπουν νέες δυνάμεις στο επαναστατικό απελευθερωτικό κίνημα; Μέσα από ποιους κοινωνικούς χώρους θα αντληθούν αυτές οι δυνάμεις; Πώς θα αρθεί το χάσμα ανάμεσα στο οργανωμένο επαναστατικό κίνημα και σε εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που βρίσκονται στον «προθάλαμο» του κινήματος; Τελικά τί θέλουμε, μια οργανωμένη πρωτοπορία που θα δρα παραδειγματικά και θα δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στον εαυτό της και την κοινωνία ή μια πρωτοπορία από την οποία δεν θα λείπει η παραδειγματική δράση (η οποία συχνά επιβάλλεται από τον ταξικό αντίπαλο), αλλά κύριος στόχος της θα είναι να κλείνει το χάσμα ανάμεσα στους «λίγους» και τους «πολλούς».
Αν τοποθετήσουμε το ζήτημα έτσι, τότε μπορούμε με άλλο μπούσουλα να συζητήσουμε για τις μορφές πάλης. Επισημαίνω το αυτονόητο και μ’ αυτό κλείνω: ότι η ζύμωση είναι μορφή πάλης. Παντού και πάντοτε και ειδικά σε περιόδους σαν τη σημερινή, με προβλήματα σαν αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Πέτρος Γιώτης