Τα χαράματα του περασμένου Σαββάτου, οι ηγέτες των 27 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης ενταφίασαν με τιμές το Ευρωσύνταγμα, αφήνοντας τη λέξη «Ενωση» στον τίτλο του διακρατικού αυτού σχηματισμού να κουνιέται ειρωνικά σαν ένα αδειανό πουκάμισο. Η τελετή ενταφιασμού είχε και τους κατάλληλους τελετάρχες: τους δίδυμους αδελφούς Κατσίνσκι της Πολωνίας, που με τα καμώματά τους έφεραν τους πρωτοκλασάτους της Ευρωένωσης στα πρόθυρα εμφράγματος. Τα σπαρταριστά στιγμιότυπα, με τον ένα αδελφό να συμφωνεί σ’ ένα πλαίσιο απόφασης και να ζητάει «δικαίωμα» για να επικοινωνήσει με τον δίδυμό του, που είχε μείνει στη Βαρσοβία, για να εισπράξουν στη συνέχεια οι Μέρκελ, Σαρκοζί, Μπλερ, Πρόντι και Θαπατέρο την άρνησή του, να ψάχνουν και να μη βρίσκουν τον πρώτο και να κάνουν τηλεδιάσκεψη με τον ευρισκόμενο στην Πολωνία, επιστρατεύοντας για διερμηνέα τον πρόεδρο της Λιθουανίας!
Ηταν το πιο ταιριαστό σκηνικό για μια τελετή ενταφιασμού, όμως ταυτόχρονα ήταν και μια καλή προπαγανδιστική διέξοδος. Διότι όλα φορτώθηκαν στους γραφικούς Πολωνούς διδύμους και οι πραγματικές αντιθέσεις, αυτές που οδήγησαν στο παραλίγο ναυάγιο, έμειναν σε δεύτερο φόντο, σχεδόν κρύφτηκαν. Γιατί, βέβαια, αν οι βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ είχαν συμφωνήσει, δε θα μπορούσαν οι ακροδεξιοί καθολικοί της Πολωνίας να τις ξεστρατίσουν. Το πολύ-πολύ να διέκοπταν τη σύνοδο κορυφής, να όριζαν μια έκτακτη σε κάνα μήνα (το ‘χουν ξανακάνει) και στο μεταξύ να «έκοβαν τον κώλο» στους αυθάδεις Πολωνούς. Ομως, η αυθάδεια των Κατσίνσκι λειτούργησε σαν ένα αποτελεσματικότατο στρώμα καταλύτη, πάνω στο οποίο ανέπτυξαν τις απαιτήσεις τους οι βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ, αφήνοντας μπουκάλα τη Γερμανία, η οποία έχοντας ανακάμψει οικονομικά, θέλησε να «σπρώξει» τις διαδικασίες της Ενωσης, στις οποίες εκ των πραγμάτων θα διαδραμάτιζε κυριαρχικό ρόλο.
Ολοι, λοιπόν, θυμούνται τα κατορθώματα των Κατσίνσκι, αλλά ελάχιστοι θυμούνται ότι:
– Προσερχόμενος στη σύνοδο κορυφής ο Τόνι Μπλερ ξεκαθάρισε (για να τ’ ακούσουν αυτοί που έπρεπε), ότι αν δεν ικανοποιηθούν οι βρετανικές απαιτήσεις θα σηκωθεί και θα φύγει, αφήνοντάς τους σύξυλους. Στο τέλος, όλες οι βρετανικές απαιτήσεις ικανοποιήθηκαν.
– Ο Νικολά Σαρκοζί ξεκαθάρισε ότι η Γαλλία δε μπορεί να δεχτεί την αρχή της ανταγωνιστικότητας, όπως την έθετε η πρόταση της γερμανικής προεδρίας (ως βασική αρχή). Απαίτησε και κέρδισε η ανταγωνιστικότητα να υποβιβαστεί σε απλή πολιτική της ΕΕ, γεγονός που θα επιτρέψει στη Γαλλία να εφαρμόσει όσες αποκλίσεις χρειάζεται για να ενισχυθούν με κρατικό χρήμα βασικοί τομείς του γαλλικού καπιταλισμού. Αλλωστε, το ίδιο έκανε τα προηγούμενα χρόνια η Γερμανία, πηγαίνοντας κόντρα στην ΟΝΕ και γράφοντας στα παλιά της τα παπούτσια το Σύμφωνο Σταθερότητας. Η σχετική ανάκαμψη του γερμανικού καπιταλισμού ήρθε (και) μέσα από «αντιενωσιακές» οικονομικές πρακτικές και το ίδιο θέλει τώρα για το γαλλικό καπιταλισμό ο φιλόδοξος και δυναμικός Σαρκοζί.
«Οι ηγέτες των 27 χωρών της ΕΕ επιδόθηκαν σε έναν ολονύχτιο αγώνα μέχρι τελικής πτώσεως, με στόχο όχι την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος για την Ευρώπη, αλλά την άντληση των μεγαλύτερων δυνατών κερδών για κάθε κυβέρνηση», σχολίασε η Deutshe Welle. Σχόλιο σκόπιμα αφελές, που προσφέρεται για προπαγανδιστική κατανάλωση. Ειδικά όταν προέρχεται από ένα γερμανικό μέσο, που πριν από τρία χρόνια υποστήριζε με ανάλογης αφέλειας σχόλια την «αντιενωσιακή» πολιτική Σρέντερ, βαφτίζοντάς την πολιτική υπέρ των γερμανών εργαζομένων.
Ποιο θα ήταν, άραγε, «το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την Ευρώπη»; Πρέπει να ορίσει κανείς την έννοια «Ευρώπη». Είναι προφανές ότι τέτοια έννοια δεν υπάρχει παρά μόνο στη φαντασία. Είναι μια πλασματική πραγματικότητα, που κάθε φορά χρησιμοποιείται ανάλογα με το τι ευνοεί τα συμφέροντα μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης ή μιας ομάδας ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Για παράδειγμα, η Γερμανία (επί καγκελαρίας Χέλμουτ Κολ) κατάτμησε και διέλυσε τη Γιουγκοσλαβία, κόντρα στις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης. Η Γερμανία πάλι (επί καγκελαρίας Γκέρχαρντ Σρέντερ) αγνόησε το Σύμφωνο Σταθερότητας, βασικό πυλώνα της ΟΝΕ, της μόνης ενωσιακής πολιτικής, και πάλι κόντρα στις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις των «15». Η Γερμανία τώρα επεδίωξε μια νέα συνθήκη, με ενισχυμένα ενωσιακά χαρακτηριστικά, προκειμένου να εκμεταλλευτεί τα πλεονεκτήματα που της δίνει η σχετική οικονομική της ανάκαμψη. Μια συνθήκη που δεν θα δίσταζε να παραβιάσει σε μια επόμενη φάση, αν η οικονομική κρίση την οδηγούσε σε πιο εσωστρεφείς πολιτικές.
Εν αντιθέσει προς την πλασματική πραγματικότητα της «Ευρώπης», τα εθνικά κράτη είναι μια απτή πραγματικότητα. Ειδικά τα ιμπεριαλιστικά κράτη. Είναι εύλογο, λοιπόν, οι ηγέτες αυτών των κρατών να επιζητούν κρατικά οφέλη στο πλαίσιο του ενωσιακού παζαριού και με αυτό το γνώμονα να κλείνουν τις συμμαχίες τους. Οι παπαριές για το «ευρωπαϊκό όραμα» είναι καλές μόνο για δακρύβρεχτα σχόλια σαν αυτό της DW και για τις ομιλίες του Καραμανλή, που πήγε στις Βρυξέλλες για τουρισμό και δημόσιες σχέσεις και ως πρόθυμος yesman προσέφερe μια νότα ιλαρότητας στους διαγκωνιζόμενους για τα συμφέροντά τους ηγέτες των ιμπεριαλιστικών κρατών. Γιατί μόνο ιλαρότητα σκορπούν δηλώσεις του τύπου «θα προχωρήσουμε μόνοι μας, με όσες χώρες θέλουν». Να το ‘λεγε καμιά Μέρκελ ή κανένας Σαρκοζί, να το καταλάβουμε, αλλά όταν το λέει ο πρωθυπουργός της «ψωροκώσταινας» μόνο μειδιάματα προκαλεί και κατανόηση για τις προεκλογικές προπαγανδιστικές ανάγκες ενός -κατά τα άλλα ανύπαρκτου- πολιτικού ηγέτη.
Η απόρριψη του Ευρωσυντάγματος στα δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας έπαιξε ασφαλώς το ρόλο της στις μετέπειτα εξελίξεις. Νομίζουμε, όμως, επειδή ήταν μια κοινοβουλευτική διαδικασία που δεν συνοδεύτηκε από ισχυρά και με χαρακτηριστικά μονιμότητας διεκδικητικά κινήματα, ότι δεν ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για τις πρόσφατες εξελίξεις. Καθοριστικός παράγοντας ήταν οι διιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, που πηγάζουν από την ίδια τη φύση του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Πιο καθαρά φάνηκε αυτό στην περίπτωση της Βρετανίας. Ο Μπλερ δεν απαίτησε μόνο εξαιρέσεις σε επιμέρους τομείς (χάρτα θεμελιωδών δικαιωμάτων), αλλά απαίτησε και κέρδισε τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, εθνικής ασφάλειας και άμυνας να παραμείνουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του κάθε κράτους μέλους. Απαίτησε ακόμα να μην υπάρξει ο όρος «υπουργός Εξωτερικών της ΕΕ». Ο «υψηλός εκπρόσωπος», που αποφασίστηκε, θα είναι ένα πρόσωπο καθαρά διακοσμητικό, κυριολεκτικά για τα θελήματα, αφού δεν έχει ξεκαθαριστεί ούτε ποιες θα είναι οι αρμοδιότητές του ούτε από ποιο όργανο θα παίρνει εντολές. Αυτή η απόφαση διευκολύνει τη Βρετανία να ασκεί τη δική της εξωτερική πολιτική, που στηρίζεται στη συμμαχία με τις ΗΠΑ, και όποτε θέλει να τορπιλίζει την κοινή, ενωσιακή εξωτερική πολιτική (αυτό ήδη έχει γίνει σε κρίσιμα διεθνή μέτωπα). Είναι, όμως, αστείο να μιλάμε για «Ενωση», δηλαδή για ιμπεριαλιστικό υπερκράτος, όταν αυτό δεν θα έχει κοινή εξωτερική πολιτική και το κάθε κράτος μέλος ασκεί τη δική του.
Ξέρετε ποιος θα είναι ο οριστικός ενταφιασμός της Ενωσης; Η εκλογή του Μπλερ στη θέση του πρώτου προέδρου της, θέση που είναι σφόδρα πιθανόν να διεκδικήσει (η συμφωνία προβλέπει ότι τη θέση καταλαμβάνει πρόσωπο που έχει διατελέσει πρόεδρος ή πρωθυπουργός χώρας-μέλους). Μπορείτε να φανταστείτε τι ακριβώς θα σηματοδοτήσει η εκλογή του Μπλερ στη θέση του προέδρου της ΕΕ, ειδικά μετά την τελευταία σύνοδο κορυφής.
Πάνω σ’ αυτές τις αντιθέσεις, που είχαν ήδη κάνει μπάχαλο την Ενωση, πάτησαν οι Κατσίνσκι και απαίτησαν αλλαγή στα ποσοστά για τη λήψη των αποφάσεων, επικαλούμενοι το μεγάλο πληθυσμιακό μέγεθος της Πολωνίας. Απλά, με την αυθάδεια και την αγαρμποσύνη τους προκάλεσαν μεγαλύτερες δυσκολίες στους επικεφαλής των κυβερνήσεων των ηγετριών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ειδικά με τα καραγκιοζιλίκια του τύπου «εγώ συμφωνώ, αλλά πρέπει να ρωτήσω και τον αδελφό μου στη Βαρσοβία». Δείτε, όμως, με πόση ευκολία συμφώνησαν τελικά όλοι να μεταθέσουν στο 2017, αντί για το 2009, την έναρξη του συστήματος της διπλής πλειοψηφίας. Αν επείγονταν τόσο να αποκτήσουν ευελιξία στη λήψη των αποφάσεων, αν το θέμα ήταν ληγμένο μεταξύ των ηγετριών δυνάμεων, δεν θα υποχωρούσαν στα κωμικά καμώματα των διδύμων της Βαρσοβίας. Από ένα σημείο και μετά, παιζόταν ένα παιχνίδι τακτικής. Οχτώ χρόνια είναι πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και όμως το δέχτηκαν με μεγάλη ευκολία. Ο Σαρκοζί και ο Μπλερ το δέχτηκαν γιατί αυτό τους βολεύει. Η Μέρκελ το δέχτηκε γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και στο τέλος ενδιαφερόταν μόνο για το γόητρο της γερμανικής προεδρίας (και το δικό της προσωπικό γόητρο). Επί της ουσίας, όλοι ήξεραν (και το αποδέχτηκαν) ότι η ΕΕ θα παραμείνει κυρίως μια τελωνειακή ένωση και μια ένωση των τραπεζιτών (που καθορίζουν τα του ευρώ), ενώ τα ιμπεριαλιστικά κράτη θα είναι κυρίαρχα και θα στηρίζουν το «δικό τους» μονοπωλιακό κεφάλαιο.
Εκείνο που επιβεβαιώθηκε τα χαράματα του περασμένου Σαββάτου στις Βρυξέλλες είναι πως η τάση προς ένα παγκόσμιο κρατικοκαπιταλιστικό τραστ υπάρχει στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, αλλά είναι μόνο τάση. Μια τάση που σκοντάφτει στο σύνολο των αντιθέσεων που διέπουν τον μονοπωλιακό καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό. Επιβεβαιώθηκε, επίσης, για πολλοστή φορά, ότι αυτός ο διακρατικός καπιταλιστικός-ιμπεριαλιστικός σχηματισμός, παρά τις εσωτερικές αντιθέσεις που τον κατατρώνε, τηρεί ενιαία στάση στα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την αύξηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζόμενων στρωμάτων. Τα ζητήματα αυτά αντιμετωπίζονται με καθαρά τεχνικό τρόπο. Σχεδόν ποτέ δεν απασχολούν τις συνόδους κορυφής, αλλά αφήνονται για ρύθμιση στους τεχνοκράτες της Κομισιόν και των διάφορων συμβουλίων υπουργών.
Το προλεταριάτο και οι λαοί της Ευρώπης εδώ και χρόνια παρακολουθούν παθητικά τις εξελίξεις στην Ευρωένωση. Απέχουν ακόμα πολύ από τη συνειδητοποίηση της δικής τους ιστορικής πολιτικής, που είναι να ενταφιάσουν τον καπιταλισμό και μαζί του την τάση προς ένα παγκόσμιο κρατικοκαπιταλιστικό τραστ, που η εκδήλωσή της (και στη φάση της προέλασης και στη φάση της οπισθοχώρησης) φέρνει πάντοτε καταστροφικές συνέπειες στις δυνάμεις της ζωντανής εργασίας.
Πέτρος Γιώτης