«“Στους τόπους δουλιάς πρέπει να φουντώσει η συζήτηση για τις τοπικές εκλογές. Δεν μπορεί να συζητάμε μόνο για τη σύμβαση, διότι ο εργαζόμενος έχει τόπο δουλιάς και τόπο κατοικίας, ενιαίος άνθρωπος είναι, δεν είναι ένας εδώ και ένας εκεί, είναι ενιαίος”. Στην ανάγκη, κάθε εργαζόμενος να φτάσει στην κάλπη των τοπικών εκλογών με αφετηρία τα μεγάλα λαϊκά προβλήματα και ενιαία, πολιτικά, ταξικά κριτήρια, παραγκωνίζοντας και αποκαλύπτοντας όσους κάνουν λόγο για “τοπικά κριτήρια”, αναφέρθηκε η Αλέκα Παπαρήγα, Γενική Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, μιλώντας χτες το απόγευμα σε εργάτες που κατέκλυσαν την αίθουσα του θεάτρου “ΑΚΑΔΗΜΟΣ”, ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση της Αχτίδας Κατασκευών της ΚΟΑ του Κόμματος».
«“Ενα μήνυμα σαφέστατο, ξεκάθαρο, ότι δημιουργούνται αγωνιστικές προοπτικές για την εργατική τάξη, για να διεκδικήσει καλύτερα μεροκάματα, καλύτερες συνθήκες δουλιάς, καλύτερη ζωή γενικότερα”. Αυτό πρέπει να “βγει” απ’ τα αποτελέσματα των επικείμενων τοπικών εκλογών, όπως επισήμανε ο Γιώργος Μαυρίκος, υποψήφιος της ΝΑΣ για τη διευρυμένη υπερνομαρχία Αθήνας – Πειραιά και μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, συζητώντας την περασμένη Κυριακή με κλωστοϋφαντουργούς, χαρτεργάτες, λιθογράφους, εργάτες από το Φάρμακο, το Μέταλλο, τα Τρόφιμα κι αλλού, σε εκδήλωση που οργάνωσε η Αχτίδα Βιομηχανίας της ΚΟΑ του ΚΚΕ».
Τα δυο παραπάνω αποσπάσματα αλιεύτηκαν από διαφορετικά ρεπορτάζ του ίδιου φύλλου του «Ριζοσπάστη» (Τρίτη, 11.4.06) και είναι χαρακτηριστικά μιας πολιτικής αντίληψης που θα την ονομάζαμε, χρησιμοποιώντας τα λόγια του Μαρξ, κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Μιας αντίληψης που αντιλαμβάνεται την εργατική τάξη ως μια μάζα ψηφοφόρων και την ιστορική της αποστολή ως ένα κοινοβουλευτικό περίπατο, ο οποίος θα φέρει στην εξουσία ένα οιονεί εργατικό κόμμα.
Προσέξτε τον πρόστυχο πολιτικό λόγο της Παπαρήγα. Στους τόπους δουλειάς -λέει- δεν πρέπει να συζητάμε μόνο για τη σύμβαση, μόνο για τις οικονομικές διεκδικήσεις της εργατικής τάξης. Ως εδώ καλά. Η κ. Παπαρήγα εμφανίζεται ως πολέμιος του «οικονομισμού», που αποτελεί μια παραλλαγή του οπορτουνισμού, που θέλει την εργατική τάξη να ασχολείται μόνο με τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης, μόνο με τις οριακές βελτιώσεις στους όρους δουλειάς και πληρωμής, μόνο με την άμυνα απέναντι στους συνεχείς σφετερισμούς του κεφάλαιου.Που θέλει την εργατική τάξη να μην έχει οράματα, να μην έχει πολιτικές ανησυχίες, να μην έχει -σε τελική ανάλυση- στρατηγική ανατροπής του καπιταλισμού και οικοδόμησης μιας μη εκμεταλλευτικής κοινωνίας.
Εκεί, λοιπόν, που ο οπαδός του Περισσού φαντασιώνεται την Παπαρήγα ως άλλη Ρόζα Λούξεμπουργκ, προσγειώνεται ανώμαλα στο έδαφος του κοινοβουλευτικού κρετινισμού. «Ο εργαζόμενος έχει τόπο δουλιάς και τόπο κατοικίας, ενιαίος άνθρωπος είναι», του λέει η γραμματέας του, δίνοντας μ’ αυτόν τον περιγραφικό τρόπο ένα νέο ορισμό του εργάτη: ο εργάτης «βρίσκεται» στο χώρο δουλειάς και στο χώρο κατοικίας. Εκεί όπου ψηφίζει για δήμαρχο και νομάρχη. Αυτές οι δυο ιδιότητές του – εργάτης και δημότης – συναπαρτίζουν την ενότητα, το όλον της εργατικής ιδιότητας. Αν είχαμε βουλευτικές εκλογές, τότε το όλον θα δινόταν με μια παραλλαγή: εργάτης και κάτοικος της χώρας με πολιτικά δικαιώματα. Για να μη παιδευόμαστε και να το πούμε όσο γίνεται πιο απλά: ψηφοφόρος. Σ’ αυτό εξαντλείται η πολιτική ιδιότητα του εργάτη, κατά την αντίληψη του Περισσού. Γι’ αυτό και η κ. Παπαρήγα ζήτησε από τα συνδικαλιστικά στελέχη του κόμματός της να φροντίσουν ώστε στους τόπους δουλειάς να φουντώσει η συζήτηση για τις τοπικές εκλογές.
Η αντιπαράθεση της συζήτησης για τις τοπικές εκλογές με τη συζήτηση για τη σύμβαση δεν είναι τυχαία. Οι συμβουλές αυτές δόθηκαν προς τα συνδικαλιστικά στελέχη λίγες μέρες μετά την υπογραφή της επαίσχυντης συμφωνίας ΓΣΕΕ-καπιταλιστών για τη χειρότερη Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των τελευταίων χρόνων. Ουσιαστικά, αυτά τα συνδικαλιστικά στελέχη κλήθηκαν να αξιοποιήσουν την υπογραφή αυτής της σύμβασης από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ ως προεκλογικό όπλο, για την άγρα ψηφοφόρων υπέρ των συνδυασμών του Περισσού.
Δεν είναι λίγες οι φορές που συνδικαλιστικά στελέχη του Περισσού αναπτύσσουν σε μαζικούς χώρους το εξής εκπληκτικό επιχείρημα: δεν πρέπει να βλέπουμε αν οι αγώνες μας έχουν άμεσα αποτελέσματα, γιατί δεν μπορούν να έχουν άμεσα αποτελέσματα όσο είναι δυσμενείς οι γενικότεροι πολιτικοί συσχετισμοί. Οι αγώνες μας θα έχουν αποτελέσματα μόνο όταν αλλάξουν αυτοί οι συσχετισμοί, μόνο όταν ενισχυθούν αποφασιστικά οι δυνάμειςτου ΚΚΕ και των συμμάχων του. Ετσι, κηρύσσεται το αήττητο των καπιταλιστών στις μικρές και μεγαλύτερες καθημερινές συγκρούσεις τους με την εργατική τάξη και όλα παραπέμπονται στην αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών, η οποία βέβαια θα συντελεστεί μέσα από τις εκλογικές διαδικασίες. Ενας παμπάλαιος επαναστατικός κανόνας, από την εποχή του Μαρξ και του Ενγκελς ήθελε τα συνδικάτα σχολειό της επανάστασης και τους ταξικούς αγώνες ακόμα και για τα άμεσα (κατά βάση οικονομικά) αιτήματα της εργατικής τάξης στήριγμα στον πολιτικό αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού. Μάλιστα, οι παλιοί κομμουνιστές έλεγαν, ότι μόνο όταν η εργατική τάξη μάθει να αντιστέκεται και να νικά στους οικονομικούς αγώνες της με το κεφάλαιο, μπορεί να αποκτήσει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της και να συσπειρωθεί γύρω από ένα πολιτικό πρόγραμμα επαναστατικής ανατροπής. Ο Μαρξ το έχει πει αυτό με χαρακτηριστικό τρόπο:
«Αυτές οι λίγες παρατηρήσεις αρκεί να δείξουν ότι ολόκληρη η ανάπτυξη της σύγχρονης βιομηχανίας θα πρέπει να κάνει τη ζυγαριά να κλίνει προοδευτικά υπέρ του κεφαλαιοκράτη κι ενάντια στον εργάτη και ότι επομένως η γενική τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δεν είναι να ανεβάζει αλλά να ρίχνει το μέσο επίπεδο των μισθών ή να πιέζει την αξία της εργασίας περισσότερο ή λιγότερο στο κατώτατο όριό της. Επειδή όμως είναι τέτοια η τάση των πραγμάτων στο σημερινό σύστημα, μήπως αυτό πάει να πει ότι η εργατική τάξη θα έπρεπε να παραιτηθεί από την αντίστασή της ενάντια στους ληστρικούς σφετερισμούς του κεφαλαίου και να εγκαταλείψει τις προσπάθειές της να επωφεληθεί με τον καλύτερο τρόπο από τις ευνοϊκές περιστάσεις για την πρόσκαιρη καλυτέρεψη της θέσης της; Αν το έκανε αυτό, θα ξέπεφτε στην κατάσταση μιας άμορφης μάζας από αφανισμένους φτωχούς διαβόλους που τίποτα δεν μπορεί να τους σώσει. Πιστεύω να έχω αποδείξει ότι οι αγώνες της εργατικής τάξης για το επίπεδο του μισθού της αποτελούν φαινόμενα αχώριστα από το όλο μισθωτό σύστημα, ότι στις 99 περιπτώσεις από τις 100 οι προσπάθειές της για το ανέβασμα των μισθών δεν είναι παρά προσπάθειες για τη συγκράτηση της δοσμένης αξίας της εργασίας και ότι η ανάγκη του παζαρέματος της τιμής της με τον καπιταλιστή ενυπάρχει στο γεγονός ότι οι εργάτες είναι υποχρεωμένοι να πουλούν οι ίδιοι τον εαυτό τους σαν εμπόρευμα. Αν υποχωρούσαν άνανδρα στην καθημερινή σύγκρουσή τους με το κεφάλαιο, θα αποδείχνονταν ανίκανοι να επιχειρήσουν ένα οποιοδήποτε πλατύτατο κίνημα.
Ταυτόχρονα, και ολότελα ανεξάρτητα από τη γενική υποδούλωση της εργασίας που συνδέεται με το μισθωτό σύστημα, η εργατική τάξη δεν θα πρέπει να υπερβάλλει την τελική αποτελεσματικότητα των καθημερινών αυτών αγώνων. Δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι παλεύει ενάντια στα αποτελέσματα και όχι ενάντια στις αιτίες αυτών των αποτελεσμάτων, ότι καθυστερεί, βέβαια, την προς τα κάτω κίνηση, δεν αλλάζει όμως και την κατεύθυνσή της, ότι χρησιμοποιεί καταπραϋντικά φάρμακα, που όμως δεν γιατρεύουν την αρρώστια. Δε θα πρέπει λοιπόν να κατατρίβεται αποκλειστικά σ’ αυτόν τον αναπόφευκτο μικροπόλεμο, που ξεπηδά διαρκώς από τους ατέλειωτους σφετερισμούς, του κεφαλαίου ή τις διακυμάνσεις στην αγορά. Θα πρέπει η εργατική τάξη να καταλάβει ότι, μαζί με όλες τις αθλιότητες που της επιβάλλει, το σημερινό σύστημα εγκυμονεί ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους και τις κοινωνικές μορφές που είναι απαραίτητες για έναν οικονομικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αντί το συντηρητικό σύνθημα: “Ενα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη ημέρα”, θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: “Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας”».
Καρλ Μαρξ: Μισθός, τιμή, κέρδος
Στη γλώσσα των σύγχρονων οπορτουνιστών αυτός ο παλιός κανόνας έχει αντιστραφεί και τα συνδικάτα και οι ταξικοί αγώνες έχουν μετατραπεί σε εργαλείο προεκλογικής δουλειάς. Η εκλογική ενίσχυση των οπορτουνιστών είναι όρος για την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων. Σ’ αυτόν τον ύψιστο πολιτικό στόχο, την εκλογική ενίσχυση, πρέπει να υποταχτούν και οι άμεσοι διεκδικητικοί αγώνες της εργατικής τάξης, ακόμα και η τόσο αναγκαία άμυνα στους συνεχείς σφετερισμούς του κεφάλαιου.
Ο Μαυρίκος, που είναι και ο επικεφαλής της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας του Περισσού, το λέει καθαρά: Από το αποτέλεσμα των τοπικών εκλογών, δηλαδή από την ενίσχυση των συνδυασμών του Περισσού και των συμμάχων του, πρέπει να βγει το μήνυμα ότι «δημιουργούνται αγωνιστικές προοπτικές για την εργατική τάξη, για να διεκδικήσει καλύτερα μεροκάματα, καλύτερες συνθήκες δουλιάς, καλύτερη ζωή γενικότερα». Κι αυτά λέγονται σε μια χρονική στιγμή που μόλις υπογράφηκε η ξεπουληματική ΕΓΣΣΕ και που ο Περισσός υποτίθεται ότι δίνει τον αγώνα ενάντια στο ξεπούλημα, για την υπογραφή αξιοπρεπών κλαδικών συμβάσεων. Απ’ αυτή την αποστροφή της ομιλίας του κορυφαίου συνδικαλιστικού του στελέχους μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς τι είδους αγώνα σκοπεύουν να δώσουν οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ. Οταν λέει σαφέστατα ότι το (θετικό για τον Περισσό) αποτελεσμάτων τοπικών εκλογών είναι αυτό που θα στείλει το μήνυμα για τη δημιουργία αγωνιστικών προοπτικών, υποβιβάζει τους (υποτιθέμενους) αγώνες στο επίπεδο του συμπληρώματος, του εργαλείου στήριξης της εκλογικής τακτικής.
Το ερώτημα είναι, βέβαια, γιατί να πάρουν μέρος οι εργάτες σε τέτοιους αγώνες. Πώς να τους εμπνεύσουν, πώς να τους συσπειρώσουν τέτοιοι αγώνες, που μοιάζουν με κομματικά προεκλογικά συλλαλητήρια; Στην πραγματικότητα, οι οπορτουνιστές του Περισσού σπρώχνουν τους εργαζόμενους μακριά από κάθε μορφή αγώνα και δημιουργούν το δικό τους ανάχωμα, που εμποδίζει την ανάπτυξη γενικά ταξικών αγώνων. Και βέβαια, ο εργάτης που θεωρεί σημαντικότερο ζήτημα, ειδικά σήμερα, τη σύμβαση παρά την προεκλογική καμπάνια του Περισσού και των συμμάχων του, έχει δίκιο, ακόμα και αν ξεκινά από στενά οικονομίστικα κίνητρα. Σε τελική ανάλυση, αυτοί είναι που τον σπρώχνουν στον «οικονομισμό», με τη γενικότερη πολιτική τους τακτική και με την υποταγή των εργατικών αγώνων στην εκλογική τους τακτική.
Ας δώσουμε, λοιπόν, σημασία στη σπουδαία ανάλυση του Μαρξ, που παραθέσαμε παραπάνω. Μέσα στους καθημερινούς αγώνες για την υπεράσπιση ζωτικών συμφερόντων των εργατών πρέπει να ξαναϋψωθεί η κόκκινή σημαία της προλεταριακής επανάστασης. Προσέξτε, λέμε μέσα στους αγώνες και όχι μέσα από τους αγώνες. Γιατί η επαναστατική συνείδηση δεν μπορεί να ξεπηδήσει αυθόρμητα μέσα από τους οικονομικούς αγώνες της εργατικής τάξης. Ομως δε μπορεί να υπάρξει και έξω απ’ αυτούς τους αγώνες. Και πολύ περισσότερο δε μπορεί να υπάρξει στις διαδικασίες του κοινοβουλευτικού κρετινισμού.
Πέτρος Γιώτης