Ο γερμανός οικονομολόγος Χένρικ Εντερλαϊν, πρόεδρος του Κέντρου Ζακ Ντελόρ στο Βερολίνο, αφού διαπίστωσε πως «ο τρόπος με τον οποίο αποφεύχθηκε το Grexit ασφαλώς και δεν ήταν ο σωστός», ανέβασε τους τόνους: «Ολοι οι συμμετέχοντες πρέπει να αναρωτηθούν πώς κατέστη δυνατή μια τέτοια κλιμάκωση στην καρδιά της Ευρώπης. Είναι ντροπή».
Ο Τζέικομπ Σολ, καθηγητής Ιστορίας και Λογιστικής στο πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας έγραψε στους «New York Times» (αναδημοσίευση «Τα Νέα», 18-19.7.2015) μια περιγραφή από τη συμμετοχή του σε μια διάσκεψη για το ελληνικό χρέος, που έγινε στο Μόναχο την (προ)περασμένη εβδομάδα. Στην περιγραφή του αναφέρει ότι ο Εντερλαϊν «ζήτησε περισσότερη λιτότητα» και ότι όχι μόνο ήταν ευθυγραμμισμένος με τους υπόλοιπους Γερμανούς που ζητούσαν τη σκληρή τιμωρία των Ελλήνων, αλλά ήταν και ένας απ’ αυτούς που τον χλεύασαν όταν υποστήριξε ότι οι Γερμανοί έχουν ευθύνες για τις εξελίξεις στην Ελλάδα.
Ο Εντερλαϊν πιθανώς να μην παίζει κανένα ρόλο στη διαμόρφωση της γερμανικής πολιτικής. Ομως, η διπρόσωπη συμπεριφορά του (πρώτα ζητούσε τη σκληρή τιμωρία των Ελλήνων και μετά φώναζε «ντροπή» για τη λύση που επιβλήθηκε) είναι χαρακτηριστική της ιδεαλιστικού τύπου διπροσωπίας που χαρακτηρίζει την αστική διανόηση αυτή την περίοδο. Ως γερμανός οικονομολόγος ο Εντερλαϊν ακολουθεί τη γραμμή της γερμανικής αστικής τάξης, όπως εκφράζεται από τον κυβερνητικό συνασπισμό CDU/CSU-SPD, ως στέλεχος του γερμανικού τμήματος ενός γαλλικού ινστιτούτου, όμως, πρέπει να χαϊδέψει και τ’ αυτιά των αφεντικών του στο Παρίσι. Γι’ αυτό και χτυπά μια στο καρφί και μια στο πέταλο.
Αν βιβλιοδετούσαμε τα ηθικολογικά δημοσιεύματα αυτής της περιόδου, με βροντερές υπογραφές (από Κρούγκμαν και Στίγκλιτς μέχρι Χάμπερμας και Καπαντελίς), θα φτιάχναμε τόμο. Ο τρόπος με τον οποίο επιλύθηκε το «ελληνικό ζήτημα» στο 17ωρο Eurosummit της 12ης προς 13η Ιούλη ήταν ασφαλώς ένα σοκ. Κι αν η Μέρκελ και ο Σόιμπλε ήθελαν να προκληθεί αυτό το σοκ και για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους (απομονώνουν έτσι τους λεγόμενους ευρωσκεπτικιστές της Γερμανίας και τη σκληρή νεοφιλελεύθερη-ακροδεξιά πτέρυγα του κομματικού συνασπισμού CDU/CSU), δεν ήθελαν το ίδιο οι σοσιαλδημοκράτες (ακόμη και οι συγκυβερνώντες σοσιαλδημοκράτες του SPD, που άρχισαν να κατηγορούν τον αντιπρόεδρο Γκάμπριελ για συμμετοχή στην κρυφή ατζέντα των Μέρκελ-Σόιμπλε), που εμφανίζονται να προτιμούν πιο ραφινάτες, πιο συναινετικές πολιτικές μεθόδους. Ετσι, η σοσιαλδημοκρατική και αριστερίζουσα διανόηση ανέλαβε να απαλύνει το «σοκ», με σκληρή κριτική κατά της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας, πασπαλισμένη με «φεντεραλιστική» ηθικολογία.
Στο σημείο αυτό πρέπει να κάνουμε δυο παρατηρήσεις. Πρώτο, κανείς από τους ηθικολογούντες διανοούμενους και οικονομολόγους δεν υπερασπίστηκε επί της ουσίας τον Τσίπρα. Στάθηκαν μόνο στο δικτατορικό στιλ με το οποίο το δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε υπαγόρευσε τις αποφάσεις. Οι αναφορές του Τσίπρα στις «ιδρυτικές αρχές της ΕΕ, στην ισότητα και την αλληλεγγύη» δεν βρήκαν ευήκοα ώτα. Κι εκείνοι που αναφέρονταν σε αυτές τις αρχές δεν παρέλειπαν να συμπληρώσουν ότι πρέπει να υπάρχει και ο σεβασμός στο κοινοτικό πλαίσιο, τον οποίο δεν επέδειξε η ελληνική κυβέρνηση.
Η δεύτερη παρατήρηση. Αυτή η ίδια ηθικολογούσα διανόηση δεν είχε κανένα πρόβλημα να στηρίξει ευρωπαϊκές πολιτικές πιο άγριες από την επιβολή του τρίτου Μνημόνιου στην Ελλάδα, όπως ο βομβαρδισμός των γιουγκοσλαβικών πόλεων ή η γαλλική εισβολή στο Τσαντ. Αρα, πρέπει ν’ αναζητήσουμε το λάκκο που κρύβει η φάβα της τωρινής ηθικολογίας τους.
Η απάλυνση του «σοκ» δεν είναι μικρή υπόθεση. Ο ιμπεριαλιστικός και αποικιοκρατικός χαρακτήρας της ΕΕ και της Ευρωζώνης πρέπει να κρυφτούν καλά. Οι εξελίξεις πρέπει να αποδοθούν στις ιδιότητες κάποιων προσώπων, όπως η Μέρκελ και ο Σόιμπλε (ιδιαίτερα ο δεύτερος), που καθόρισαν τα πάντα. Μπορεί, όμως, να υπάρξει ιμπεριαλισμός χωρίς τάση προς τον αποικισμό;
Γιατί δεν ακούσαμε τόσο έντονες διαφωνίες όταν επιβάλλονταν τα «προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής» στη μία μετά την άλλη χώρα της ευρωπαϊκής «περιφέρειας» ή όταν γινόταν το bail in στην Κύπρο; Ηταν καλύτερα τα δύο πρώτα Μνημόνια που υποχρεώθηκαν να υπογράψουν ελληνικές κυβερνήσεις και το πρόβλημα επικεντρώνεται στο τρίτο; Δε θα δυσκολευτεί κανείς να δώσει τις απαντήσεις, αν παραμερίσει τη χρυσόσκονη της ηθικολογίας και μείνει στην ουσία των αποφάσεων. Το Μνημόνιο-3, που αναγκάστηκε ταπεινωμένη να υπογράψει η κυβέρνηση Τσίπρα, δε διαφέρει σε τίποτα από τα δύο προηγούμενα. Η μόνη διαφορά μπορεί να εντοπιστεί στη διαδικασία, που έχει να κάνει με τις ιδιαιτερότητες της κυβέρνησης Τσίπρα. Γι’ αυτό και οι ιμπεριαλιστές ήταν αναγκασμένοι να σηκώσουν περισσότερες φορές το μαστίγιο. Οι οικονομικοί όροι αυτού του Μνημόνιου γράφτηκαν από γάλλους τεχνοκράτες. Και οι πολιτικοί όροι υπαγορεύτηκαν από όλες μαζί τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και πρωτίστως από το γαλλογερμανικό άξονα. Οσο και να ψάξουμε δε θα βρούμε καμιά διαφορά ουσίας ανάμεσα στις θέσεις που υποστήριξαν οι γερμανοί και σ’ αυτές που υποστήριξαν οι γάλλοι ιμπεριαλιστές.
Ναι, αλλά οι Γερμανοί έριξαν στο τραπέζι εναλλακτικό σενάριο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, το οποίο οι Γάλλοι και οι Ιταλοί δεν ήθελαν ούτε να συζητήσουν. Γιατί όμως οι Γερμανοί δεν επέμειναν μέχρι το τέλος σ’ αυτό το εναλλακτικό σενάριο; Γιατί το απέσυραν, όταν ικανοποιήθηκαν όχι μόνο οι οικονομικοί όροι του Μνημονίου-3, αλλά και οι πολιτικοί, δηλαδή η πιο στενή επιτήρηση από την τρόικα, η οποία θα έχει ακόμη και τη νομοθετική αρμοδιότητα; Γιατί σταμάτησαν κάθε πολεμική ενάντια στην κυβέρνηση Τσίπρα, όταν πήραν αυτό που ήθελαν να πάρουν και έλαβαν τις εγγυήσεις ότι αυτό που συμφωνήθηκε θα εφαρμοστεί;
Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη το πρωί της 13ης Ιούλη του 2015 δεν ήταν παρά ένα ακόμη επεισόδιο αποικιοποίησης μιας εξαρτημένης χώρας της ΕΕ και προτεκτορατοποίησης του πολιτικού της συστήματος. Δεν ήταν ένα καπρίτσιο της Μέρκελ και του Σόιμπλε, το οποίο αναγκάστηκαν να δεχτούν ο Ολάντ, ο Ρέντσι και οι άλλοι ιμπεριαλιστές ηγέτες. Στο πλαίσιο της ΕΕ δε θα μπορούσε να συμβεί καμιά διαφορετική εξέλιξη. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τσίπρα δοκίμασε να παίξει με τα νεύρα και τις αντοχές των ιμπεριαλιστών ηγετών καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο αποφασίστηκε η αποικιοποίηση και προτεκτορατοποίηση. Επί της ουσίας, όμως, δεν είχαμε παρά τη συνέχιση μιας διαδικασίας που έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια. Η αποικιοποίηση και η προτεκτορατοποίηση δεν είναι τωρινά φαινόμενα.
Πέρα από την απόκρυψη του ιμπεριαλιστικού-αποικιοκρατικού χαρακτήρα της ΕΕ, όμως, η ηθικολογία των ημερών έρχεται να υπηρετήσει και τον αδυσώπητο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό στο εσωτερικό της ΕΕ, ακόμη και ανάμεσα στους δυο πόλους του γερμανογαλλικού άξονα. Εκμεταλλευόμενος τη σχετική υπεροχή του, ο γερμανικός ιμπεριαλισμός θέλει να κάνει περισσότερα βήματα προς αυτό που ονομάζεται «γερμανική Ευρώπη». Η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο και σ’ αυτή την κατεύθυνση. Κι αν υπάρχει ένας νικητής απ’ αυτή την άποψη, είναι η Γερμανία. Νικήτρια έστω και στα σημεία.
Καταρχάς, προωθήθηκε και επίσημα η προτεκτορατοποίηση ενός κράτους, γεγονός που βολεύει τη γερμανική πολιτική, γιατί ενισχύει τις κεντρομόλες τάσεις στην Ευρωζώνη. Ναι, τα πράγματα δεν έχουν φτάσει ακόμη στο σημείο της θέσπισης πόστου υπουργού Οικονομικών της Ευρωζώνης, που θα έχει την ευθύνη για τους προϋπολογισμούς όλων των κρατών-μελών, όμως ένα εξωθεσμικό όργανο, η τρόικα, απέκτησε δικαίωμα βέτο στη νομοθετική πρωτοβουλία μιας κυβέρνησης, εξέλιξη που υπηρετεί τα μάλα τη γερμανικής έμπνευσης υπόθεση της ενιαιοποίησης της δημοσιονομικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ.
Η πλάκα είναι πως η Γερμανία εμφανίζεται ως περισσότερο φεντεραλιστική σε σχέση με τη Γαλλία και την Ιταλία. Διότι υπερασπίζεται την ανάγκη να υπάρχει ενιαίος έλεγχος των δημοσιονομικών πολιτικών, για να μην κλυδωνίζεται το ενιαίο νόμισμα. Ομως, η ενιαιοποίηση των δημοσιονομικών πολιτικών χωρών που έχουν διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης ωφελεί τον ισχυρότερο. Γι’ αυτό και αντιδρούν Γαλλία και Ιταλία, μολονότι στα λόγια εμφανίζονται πιο φεντεραλιστικές από τη Γερμανία. Γι’ αυτό και οι διιμπεριαλιστικές αντιθέσεις ουδέποτε θα εξαφανιστούν και κάποιες στιγμές θα παροξύνονται.
Πέτρος Γιώτης