Οι τελευταίες εικόνες από τη Βενεζουέλα, με τους ανθρώπους να περιμένουν επί ώρες στις ουρές των σούπερ μάρκετ, υπό την επίβλεψη στρατιωτών και αστυνομικών, μπορεί να χαροποίησαν τους Μπουμπούκους της ΝΔ, που βρήκαν μια ευκαιρία να κάνουν αρνητική προπαγάνδα κατά του ΣΥΡΙΖΑ, θλίβουν όμως τους προοδευτικούς ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους προσπαθούν να καταλάβουν τι ακριβώς συνέβη και ο «σοσιαλισμός του 21ου αιώνα» εμφανίζει ένα τέτοιο χάλι.
Με λίγες λέξεις, η απάντηση είναι απλή: τα φαινόμενα που παρατηρούνται τελευταία στη Βενεζουέλα είναι αναμενόμενα, γιατί η Βενεζουέλα δεν είναι μια σοσιαλιστική χώρα, αλλά μια καπιταλιστική χώρα ιδιαίτερα χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης, η κυβέρνηση της οποίας εφάρμοσε μια πολιτική φιλανθρωπίας, η οποία απέχει πολύ από το να παρομοιαστεί με το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.
Η Βενεζουέλα ως χώρα έχει ένα μεγάλο προσόν: ανήκει στην πρώτη εξάδα των μεγαλύτερων πετρελαιοπαραγωγών χωρών της γης. Αυτό επιτρέπει στην κυβέρνησή της να έχει ένα σημαντικό εθνικό έσοδο. Με όπλο αυτό το έσοδο, ο Τσάβες αρχικά και ο Μαδούρο μετά το θάνατο του Τσάβες έχτισαν ένα υποτυπώδες «κράτος πρόνοιας», που για μια λατινοαμερικάνικη χώρα ήταν αναμφισβήτητα ένα σημαντικό βήμα μπροστά. Εφτιαξαν συσσίτια για τους άνεργους και τους πεινασμένους, ένα υποτυπώδες σύστημα υγείας για να μη θερίζουν τον κόσμο οι αρρώστιες και ένα εκπαιδευτικό σύστημα.
Ομως ο σοσιαλισμός, η κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού, δεν είναι «καπιταλισμός με συσσίτια, γιατρούς και δασκάλους». Γιατί αυτό είναι το σύστημα της Βενεζουέλα, μετά την αναρρίχηση του Τσάβες στην εξουσία. Ο καπιταλισμός στη χώρα παρέμεινε αλώβητος. Οι εθνικοποιήσεις που έκανε το καθεστώς Τσάβες ήταν περιορισμένες. Ακόμη και στον τομέα της εξόρυξης πετρελαίου, εθνικοποιήθηκε μόνο το 60% της γεώτρησης Ορινόκο, που παράγει το 20% του πετρελαίου της χώρας. Ο ιδιωτικός καπιταλιστικός τομέας όχι μόνο παρέμεινε ισχυρός, αλλά αύξησε τη δύναμή του σε σχέση με το δημόσιο τομέα.*
Το τρίπτυχο του βενεζουελάνικου καθεστώτος όλ’ αυτά τα χρόνια είναι: αστικός κοινοβουλευτισμός – καπιταλισμός με έναν σχετικά εκτεταμένο κρατικό οικονομικό τομέα – στοιχειώδης κοινωνική πολιτική. Μιλάμε, δηλαδή, για καραμπινάτο καπιταλισμό, στην οικονομική βάση και το πολιτικό εποικοδόμημα.
Και μάλιστα καπιταλισμό τριτοκοσμικού τύπου, με εξαίρεση την κοινωνική πολιτική, η οποία έτεινε (τηρουμένων των αναλογιών) προς τα σοσιαλδημοκρατικά δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα.
Το καθεστώς Τσάβες δεν χτύπησε τον ιδιωτικό καπιταλισμό, αλλά επεδίωξε ένα συμβιβασμό ανάμεσα σ’ αυτόν και την κλίκα που διαχειριζόταν το κράτος.
Τα στενά όρια των εθνικοποιήσεων επέτρεπαν μόνο τον εξωραϊσμό των κοινωνικών αντιθέσεων μέσω της κοινωνικής πολιτικής. Και βέβαια, το πέρασμα κάποιων τομέων της οικονομίας στο κράτος δεν αποτελεί σοσιαλιστικό μέτρο. Μπορεί κάλλιστα να είναι καπιταλιστικό. Το παράδειγμα των μπααθικών καθεστώτων στη Μέση Ανατολή, του θεοκρατικού καθεστώτος στο Ιράν και του «κομμουνιστικού» καθεστώτος στην Κίνα, χώρες όπου το σύνολο της σημαντικής παραγωγικής και οικονομικής δραστηριότητας ασκείται από το κράτος, μας δίνει ένα μέτρο για ν’ αντιληφθούμε ότι η κρατικοποίηση δεν είναι σοσιαλισμός. Ο σοσιαλισμός προϋποθέτει την κρατικοποίηση ως πρώτο βήμα για την κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής, όμως η κρατικοποίηση δεν είναι σοσιαλισμός.
Η κρατική κοινωνική πολιτική, από την άλλη, περιττεύει να πούμε ότι δεν είναι σοσιαλισμός. Είναι αστική κοινωνική πολιτική με στόχο την απόσπαση της εργατικής και λαϊκής συναίνεσης. Σε χώρες όπως η Βενεζουέλα, μάλιστα, αυτή η κοινωνική πολιτική αποδείχτηκε απαραίτητη για τη διατήρηση στην εξουσία της κυβερνώσας πολιτικής κλίκας και του εκτεταμένου μηχανισμού της. Μέσω της κοινωνικής πολιτικής εξασφαλιζόταν όχι μόνο η συναίνεση έναντι του συστήματος, αλλά και η ψήφος στις εκλογές.
Αυτά τα καθεστώτα, όμως, έχουν αρχή και τέλος. Ειδικά αν στηρίζονται σε ένα μόνο προϊόν, όπως το πετρέλαιο στην περίπτωση της Βενεζουέλας. Με το που εμφανίστηκε η κρίση, με την κατάρρευση των διεθνών τιμών του πετρέλαιου, το βενεζουελάνικο καθεστώς πρώτα άρχισε να «λαχανιάζει» και μετά άρχισε να καταρρέει. Το «λαχάνιασμα» είχε φανεί από τις τελευταίες εκλογές ήδη, όταν ο διάδοχος του Τσάβες, Μαδούρο, μόλις που κατάφερε να εκλεγεί, ενώ ο υποψήφιος της δεξιάς αντιπολίτευσης Καπρίλες τον χτύπησε στα ίσια, χρησιμοποιώντας κι αυτός έναν λαϊκίστικο λόγο, με επίκληση της ταπεινής καταγωγής του (πριν γίνει μεγάλος και τρανός).
Το καθεστώς Τσάβες αρκέστηκε στη λεία της εξουσίας, την οποία εξασφάλιζε με την κοινωνική πολιτική, τη χρηματοδότηση της οποίας εξασφάλιζε το πετρέλαιο. Δεν ενδιαφέρθηκε ν’ αναπτύξει ολόπλευρα την οικονομία της χώρας. Τυπική συμπεριφορά καθεστώτος χαμηλής ανάπτυξης καπιταλιστικής χώρας, η οποία δε βγαίνει από τον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας, αλλά εντάσσεται σ’ αυτόν. Αυτός ο διεθνής καπιταλιστικός καταμερισμός της εργασίας γονατίζει τώρα τη Βενεζουέλα. Το πιθανότερο είναι να εκθρονίσει το τσαβικό καθεστώς, προηγουμένως όμως θα έχει «λιώσει» τον βενεζουελάνικο λαό. Οι τσαβιστές θα παραδώσουν το λαό στην αστική αντιπολίτευση γονατισμένο, εξαθλιωμένο, έτοιμο να δεχτεί τα πάντα για ένα πιάτο φαΐ. Και θα έχουν συκοφαντήσει την υπόθεση του σοσιαλισμού, σκορπώντας νέφη απογοήτευσης και ακόμη βαθύτερη σύγχυση στον προοδευτικό κόσμο σε όλο τον κόσμο.
Πώς διάολο συνέβη και ονομάστηκε σοσιαλισμός (και μάλιστα του 21ου αιώνα) αυτή η καραμπινάτη αστική-σοσιαλδημοκρατική διαχείριση; Τις ρίζες πρέπει να τις ψάξουμε στη ρεβιζιονιστική αντεπανάσταση της δεκαετίας του ‘50. Τότε διαστρεβλώθηκε ο σοσιαλισμός ως έννοια («σοσιαλιστικού προσανατολισμού» βαφτίστηκαν ακόμη και τα μπααθικά καθεστώτα), τότε θόλωσε η ίδια η θεωρία. Η δεκαετία του ‘90 δεν έφερε μόνο την κατάρρευση των καθεστώτων του παλινορθωμένου καπιταλισμού, αλλά και καινούργια νέφη σύγχυσης. Ολες οι σοσιαλδημοκρατικής κοπής θεωρίες κριτικής του πραγματικού σοσιαλισμού απέκτησαν ξεφνικά υπόσταση. Επενδύθηκαν με ψευδοεπαναστατικές απόψεις που παράγονταν με το κιλό στα πανεπιστήμια της Δύσης και δημιούργησαν ένα καινούργιο θεωρητικό μείγμα.
Αυτό το θεωρητικό μείγμα, το οποίο βρισκόταν σε πλήρη ρήξη με τη θεωρία και την πράξη του σοσιαλισμού, έφτασε να παρουσιάζει ακόμη και τον τσαβισμό ως σοσιαλισμό! Κι ας μην είχε τα στοιχειώδη γνωρίσματα του σοσιαλισμού: εργατική εξουσία – απαλλοτρίωση των καπιταλιστών – ολόπλευρη ανάπτυξη της οικονομίας – παγκρατικό σχέδιο και έλεγχο στην παραγωγή και την κατανάλωση – έκρηξη της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας – έξοδο από τον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας. Είναι δυνατόν να είναι σοσιαλισμός ένα σύστημα που δεν έχει όλ’ αυτά (ή μάλλον τουλάχιστον αυτά); Και όμως, βαφτίστηκε σοσιαλιστικό το τσαβικό καθεστώς, που δεν είχε κανένα από τα βασικά γνωρίσματα του σοσιαλισμού.
Τόνοι μελανιού χύθηκαν για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, για να κάνουν το μαύρο άσπρο. Ντροπιασμένες ιδέες παρουσιάστηκαν με αξιώσεις νέων θεωρητικών προσεγγίσεων. Κι όσοι δε συμμεριστήκαμε τα περί «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» κατηγορηθήκαμε ως μίζεροι, κολλημένοι και τα παρόμοια.
Οχι, δεν επιχαίρουμε για τα βάσανα ενός λαού. Δραττόμεθα, όμως, της ευκαιρίας για να πούμε πως ο σοσιαλισμός είναι μια επιστημονική υπόθεση (ως επιστημονικό σοσιαλισμό δεν τον όρισε ο Μαρξ;) και δεν μπορεί ν’ αφήνουμε κάθε κομπογιανίτη (στην καλύτερη περίπτωση) να σερβίρει ό,τι του κατέβει, ό,τι βλέπει μπροστά του και το θεωρεί ελκυστικό, επειδή σώνει και καλά πρέπει να βρει ένα «θαύμα» για να δικαιολογήσει την πολιτική του. Καιρός να επιστρέψουμε στις επιστημονικές ρίζες της θεωρίας μας.
Πέτρος Γιώτης
* Περισσότερα στοιχεία για την πολιτική του καθεστώτος Τσάβες μπορείτε να βρείτε στη σειρά άρθρων της «Κόντρας» με τίτλο: Ο χαρακτήρας της «μπολιβαριανής επανάστασης» του Τσάβες (αρ. φύλλων 491-493), στο άρθρο με τίτλο: Πίσω από τη βιτρίνα της κοινωνικής δημαγωγίας (αρ. φύλλου 722) και στο άρθρο με τίτλο: «Πολεμικός κομμουνισμός» ή χρεοκοπημένη σοσιαλδημοκρατία; (αρ. φύλλου 776). Απ’ αυτά τα άρθρα έχουν αντληθεί τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται σ’ αυτό το σημείωμα.