Πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, το εργατικό κίνημα εκφραζόταν από τη Δεύτερη ή Σοσιαλιστική Διεθνή. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν ισχυρά σε όλες τις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες, ειδικά στην Ευρώπη. Είχαν υπό τον πολιτικό έλεγχό τους τα μεγαλύτερα εργατικά συνδικάτα, είχαν κοινοβουλευτικές ομάδες, ήταν σημαντικές δυνάμεις στην πολιτική ζωή των καπιταλιστικών χωρών.
Η Δεύτερη Διεθνής σάπιζε, βουτηγμένη στον ρεφορμισμό και τον κοινοβουλευτισμό. Σε όλα σχεδόν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όμως, λειτουργούσε μια αριστερή πτέρυγα που βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση με την οπορτουνιστική ηγεσία.
Αυτή η αριστερή πτέρυγα αντιτάχτηκε από επαναστατικές (αν και ασυνεπείς) θέσεις στη στροφή των οπορτουνιστικών ηγεσιών προς τον αστικό εθνικισμό. Αυτό, όπως αποδείχτηκε, δεν ήταν αρκετό για να εμποδίσει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από το να στηρίξουν τη «δική τους» αστική τάξη στον πόλεμο που ξέσπασε, σέρνοντας το προλεταριάτο στο σφαγείο των ιμπεριαλιστών.
Εξαίρεση αποτέλεσε μόνο το κόμμα των Μπολσεβίκων. Το μοναδικό αυτόνομο επαναστατικό κόμμα σε όλη την Ευρώπη. Με συνεπή θέση για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο.
Στον επαναστατικό αναβρασμό που επικράτησε περί το τέλος και μετά το τέλος του πολέμου, οι Μπολσεβίκοι μπόρεσαν -ακριβώς επειδή ήταν ένα συγκροτημένο και έμπειρο κόμμα- να οδηγήσουν την αστικοδημοκρατική-αντιαπολυταρχική ρωσική επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 μέχρι τη σοσιαλιστική της ωρίμανση και τη νίκη της με την ένοπλη εξέγερση του Οκτώβρη του 1917.
Τα επαναστατικά εξεγερτικά κινήματα σε άλλες χώρες ηττήθηκαν. Οι επαναστατικές μειοψηφίες που τα καθοδήγησαν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, δεν είχαν ούτε τη συγκρότηση, ούτε τη θεωρητική και προγραμματική πληρότητα, ούτε τον έμπειρο ηγετικό πυρήνα των Μπολσεβίκων, για να μπορέσουν να φτάσουν μέχρι το τέλος. Ο επαναστατισμός τους και η εξεγερτική διάθεση των προλεταριακών μαζών δεν στάθηκαν ικανές να εξασφαλίσουν τη νίκη.
Ομως, μέσα από αυτές τις εξελίξεις, τη νίκη των Μπολσεβίκων στη ρωσική αυτοκρατορία, από τη μια, και τις ήττες στη Δυτική Ευρώπη, γεννήθηκε μια νέα, ανώτερη μορφή οργάνωσης του διεθνούς εργατικού κινήματος: το κομμουνιστικό κίνημα. Τα καλύτερα στοιχεία των παλιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και νέες δυνάμεις που ξεπήδησαν από τον επαναστατικό αναβρασμό δημιούργησαν νέα κόμματα, τα κομμουνιστικά κόμματα, και συγκρότησαν την Τρίτη, την Κομμουνιστική Διεθνή.
Η δράση των κομμουνιστικών κομμάτων σφράγισε τον λεγόμενο Μεσοπόλεμο. Για πρώτη φορά από την εποχή των Μαρξ και Ενγκελς το προλεταριάτο εμφανιζόταν στην ιστορία ως «τάξη δι εαυτήν», διεκδικώντας την πολιτική εξουσία και όχι οριακές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος άρχισε αλλιώς και εξελίχτηκε αλλιώς. Τα κομμουνιστικά κόμματα αναδείχτηκαν σε ηγεσίες του αντιφασιστικού αγώνα, αλλά και σε ηγεσίες των αντιστασιακών κινημάτων στις υπό ναζιφασιστική κατοχή χώρες. Το πέρασμα του σοβιετικού Κόκκινου Στρατού στην αντεπίθεση καθόρισε την έκβαση του πολέμου. Οπου μπήκε ο Κόκκινος Στρατός βοήθησε καθοριστικά τα κομμουνιστικά κόμματα στον αγώνα τους. Ετσι μπόρεσαν να εκκαθαρίσουν τα φασιστικά στοιχεία και να εγκαθιδρύσουν λαϊκοδημοκρατικά καθεστώτα. Οπου το προλεταριάτο δεν πήρε την εξουσία, η αστική τάξη αναγκάστηκε να κάνει σοβαρές παραχωρήσεις στο εργασιακό επίπεδο, στο επίπεδο της κοινωνικής ασφάλισης, στο επίπεδο της λεγόμενης κοινής ωφέλειας.
Με λίγα λόγια, το πολιτικά οργανωμένο προλεταριάτο σφράγισε -με θετικό ή αρνητικό τρόπο- την ιστορία του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα με τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Αρνητικά ως σοσιαλδημοκρατία, θετικά ως κομμουνιστικό κίνημα.
Σήμερα; Σήμερα, απλούστατα, δεν μπορούμε να μιλάμε για πολιτικά οργανωμένο προλεταριάτο. Εν αντιθέσει με ό,τι έγινε μετά τον εκφυλισμό και την προδοσία της Δεύτερης Διεθνούς, όταν οι επαναστατικές μειοψηφίες οργανώθηκαν γρήγορα στα κομμουνιστικά κόμματα, χάρη στον κοσμογονικό χαρακτήρα της Οκτωβριανής Επανάστασης και στην αμέριστη και ανιδιοτελή βοήθεια των Μπολσεβίκων, μετά την επικράτηση του αναθεωρητισμού και της αντεπανάστασης στο ΚΚΣΕ και την ΕΣΣΔ, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η μετάλλαξη των κομμουνιστικών κομμάτων υπήρξε ταχύτατη, έτσι που έμεινε μόνον ένας τίτλος χωρίς καμιά σχέση με το περιεχόμενο.
Ο μαοϊσμός, που για ένα διάστημα παρέστησε τον ηγέτη του διεθνούς αντιρεβιζιονισμού, αποδείχτηκε εξίσου αντεπαναστατικός. Την εποχή που οι μαοϊκές μειοψηφίες έκλειναν επί της ουσίας τον πολιτικό τους κύκλο. Στη μεν Ε«Σ»«Σ»Δ κατέρρεε με πάταγο το κρατικοκαπιταλιστικό καθεστώς, έχοντας «ροκανίσει» μέσα σε τρεις δεκαετίες ό,τι είχε συσσωρεύσει η περίοδος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, η δε Κίνα μετατρεπόταν σε εργατικό κάτεργο του διεθνούς καπιταλισμού, συσσωρεύοντας βαθμιαία οικονομική ισχύ που της επιτρέπει σήμερα να προβάλλει ως μια από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του πλανήτη.
Το πολιτικό και ιδεολογικό σοκ για το προλεταριάτο ήταν διπλό. Αυτό το σοκ εκμεταλλεύθηκαν οι δυνάμεις του κεφαλαίου για να διακηρύξουν τον θάνατο του κομμουνισμού και το τέλος της Ιστορίας, δηλαδή το τέλος της πάλης των τάξεων.
Σήμερα, λοιπόν, που ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος μαίνεται στην καρδιά της Ευρώπης, το προλεταριάτο είναι απόν ως «τάξη δι’ εαυτήν». Είναι παρόν μόνο ως κρέας για τα κανόνια των ιμπεριαλιστών.
Οι αστικές δυνάμεις είναι κυρίαρχες, οργανωμένες σε διακριτά ιμπεριαλιστικά μπλοκ. Οι όποιες επαναστατικές μειοψηφίες είναι πολιτικά, θεωρητικά και οργανωτικά αδύναμες. Σε κατάσταση πολύ χειρότερη απ’ αυτήν που βρίσκονταν οι επαναστατικές μειοψηφίες λίγο πριν και κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Σε βαθμό που να μην δυσκολεύεσαι να τις χαρακτηρίσεις κατ’ όνομα επαναστατικές. Φτάνουν μέχρι του σημείου να υποστηρίζουν, άλλες την ιμπεριαλιστική Ρωσία του Πούτιν και άλλες τη μαριονέτα των ιμπεριαλιστών της Δύσης Ουκρανία. Με σκεπτικά που προκαλούν θλίψη. Για τα πρώην ρεβιζιονιστικά κόμματα δεν το συζητάμε. Ακόμα και όταν καταγγέλλουν τον πόλεμο σαν ιμπεριαλιστικό (όπως οι «δικοί μας» ρεβιζιονιστές του Περισσού), δεν μπορούν να οδηγήσουν το προλεταριάτο ούτε ένα βήμα παραπέρα, γιατί δεν έχουν επαναστατική στρατηγική και τακτική (αντίθετα, είναι υποταγμένοι στον κοινοβουλευτικό κρετινισμό, την αστική νομιμότητα και τη λογική των «εθνικών κινδύνων»), οπότε η καταγγελία ακούγεται κούφια, χωρίς περιεχόμενο.
Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος στην Ουκρανία, μετά τη στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας, λειτουργεί σαν μεγεθυντικός φακός που μας δείχνει το μεγάλο κενό: την απουσία πολιτικά οργανωμένου προλεταριάτου που να μπορεί να ασκήσει «εφ’ όλης της ύλης» αντιπολίτευση στην αστική πολιτική, η οποία κυριαρχεί καταθλιπτικά. Σε τέτοιες στιγμές, ο λεγόμενος ακτιβισμός, ο οικονομισμός, ο αυθορμητισμός φαίνονται στις πραγματικές τους διαστάσεις: νεροπίστολα που δεν μπορούν να «πονέσουν» την πάνοπλη κεφαλαιοκρατία.
Η παραπάνω επισήμανση δεν περιέχει ίχνος απαισιοδοξίας. Εντοπίζει την πραγματικότητα όπως ακριβώς είναι, για να διατυπώσει το καθήκον υπό το οποίο πρέπει να συνασπιστούν οι πρωτοπόροι προλετάριοι και όλοι όσοι αναφέρονται στην ιστορική αποστολή του προλεταριάτου.
Π.Γ.