Η φιέστα που οργάνωσε ο Περισσός για τη νεολαία του στο Γράμμο, για να τιμήσει (υποτίθεται) τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού ενεργοποίησε ανακλαστικά που έμοιαζαν να είναι εν υπνώσει τα τελευταία χρόνια. Δε θα μπορούσε, για παράδειγμα, να μείνει σιωπηλός ο Πρετεντεράκος, που έβγαλε και πάλι σπυράκια και έγραψε στη στήλη του στο «Βήμα» ως γνήσιο παιδί της αμερικανοκρατίας: «Χρειάζεται μεγάλη δόση ανοησίας για να γιορτάζουν ένα καταστροφικό γεγονός, όπως ένας εμφύλιος πόλεμος, όχι αυτοί που τον κέρδισαν, αλλά αυτοί που τον έχασαν! (…) αν αυτοί γιορτάζουν το λάθος τους, αυτό σημαίνει ότι αναγνωρίζουν στους άλλους το δικαίωμα να γιορτάσουν το σωστό (…) και αν είναι να θυμόμαστε, το δικαίωμα στη μνήμη το έχουν κατ’ αρχάς αυτοί που πολέμησαν για να σώσουν τον τόπο τους, που νίκησαν και που δικαιώθηκαν από την Ιστορία». Για μια ακόμη φορά αυτός ο χούλιγκαν της αστικής δημοσιογραφίας αυτοαναγορεύτηκε σε αποκλειστικό ερμηνευτή της Ιστορίας και μάλλον περιττεύει κάθε αντιπαράθεση μαζί του.
Υπήρξαν, όμως, άλλοι που έπιασαν το ζήτημα από άλλη άκρη και «τη βγήκαν» στον Περισσό έξυπνα, ξύνοντας πληγές που πονάνε. Για παράδειγμα ο Μανώλης Κοττάκης, που έγραψε στην «Απογευματινή»: «Δυστυχώς στο ΚΚΕ δεν έλαβαν τα μηνύματα της εποχής και οργάνωσαν μια “γιορτή μίσους” στο Γράμμο – Βίτσι. Ο γραμματέας της Νομαρχιακής Επιτροπής Ιωαννίνων χαρακτήρισε τον εμφύλιο στον οποίο μετείχε ο Δημοκρατικός Στρατός “δίκαιο ταξικό αγώνα” και την ένοπλη πάλη “αποτέλεσμα της κρατικής βίας και τρομοκρατίας”. Αμετανόητος ο άνθρωπος».
Ποια είναι η πληγή που έξυσε ο πονηρός δεξιός αρθρογράφος; Την επί δεκαετίες πολιτική του Περισσού, ο οποίος έχει καθιερώσει τον όρο «γιορτές μίσους» για τις φασιστοσυνάξεις που κάθε χρόνο γίνονταν στο Γράμμο, με διοργάνωση από το ίδιο το κράτος μέχρι τη δεκαετία του ‘80, που το ΠΑΣΟΚ κατάργησε τη μέρα της «πολεμικής αρετής των Ελλήνων», που γιορταζόταν στις 31 Αυγούστου, ημερομηνία αποχώρησης του ΔΣΕ από το Γράμμο και παραδοχής της στρατιωτικής του ήττας. Είναι ο Περισσός που επί τόσες δεκαετίες μιλούσε για λήθη, που χαρακτήριζε τον αγώνα του ΔΣΕ «τυχοδιωκτισμό του Ζαχαριάδη» και αναγόρευε σε κύριο στοιχείο της πολιτικής του την «εθνική συμφιλίωση», αφαιρώντας τα ταξικά χαρακτηριστικά από την επανάσταση του 1946-49. Δικαίως, λοιπόν, έρχονται τώρα οι δεξιοί και σοσιαλδημοκράτες, οι πολιτικοί απόγονοι του μοναρχοφασισμού, και εγκαλούν τον Περισσό: «Δεν είπαμε ότι θα ρίξουμε τον εμφύλιο στη λήθη; Δεν είπαμε ότι νικητές και ηττημένοι δε θα αναμοχλεύουμε πλέον τα πάθη; Γιατί παραβιάζετε αυτή μας τη συμφωνία, που έγινε και επί ΠΑΣΟΚ και επί Μητσοτάκη-Τζαννετάκη, όταν συμμετείχατε και σεις στην κυβέρνηση;».
Δεν είναι υποχρεωμένοι οι αστοί να δείξουν κατανόηση στις κομματικές ανάγκες του Περισσού, που προσπαθεί να πουλήσει εκ του ασφαλούς επαναστατιλίκι στην κομματική νεολαία. Αν μάλιστα ήταν λίγο πιο έξυπνοι, θα αναδιφούσαν σε παλιότερα κείμενα και διακηρύξεις και θα τα ‘τριβαν στη μούρη της Παπαρήγα, που θυμήθηκε τρεις δεκαετίες μετά τη μεταπολίτευση του ‘74 να οργανώσει φιέστα «τιμής» για το ΔΣΕ, το μήνυμα του οποίου το ‘χουν πετάξει στα σκουπίδια.
Π.Γ.