Εντυπωσιακό, αλλά αναμενόμενο το αποτέλεσμα του πρώτου γκάλοπ του 2008 (Metron Analysis), που δείχνει στην πρόθεση ψήφου μια εντυπωσιακή πτώση της ΝΔ (7 μονάδες), μια εξίσου εντυπωσιακή πτώση του ΠΑΣΟΚ (5 μονάδες), που δεν εκμεταλλεύεται καθόλου τις δυσκολίες της κυβέρνησης, οριακή ενίσχυση του ΚΚΕ (1,2%), σημαντική ενίσχυση του ΣΥΝ (2,6%) και στασιμότητα του ΛΑΟΣ.
Πολλοί έσπευσαν να μιλήσουν για οριστικό τέλος του δικομματισμού. Στην Κουμουνδούρου, όπου έχουν και την εσωκομματική μάχη για την αρχηγία, έβγαλαν αλαλαγμούς χαράς και όλες οι πλευρές μεγάλωσαν τα ανοίγματα προς το χώρο του ΠΑΣΟΚ. Οι Πασόκοι, μοιρασμένοι στα δύο, έδωσαν δυο ερμηνείες. Οι του Γιωργάκη το ‘ριξαν στο «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε», ενώ οι του Μπένι (πάντα ανωνύμως) σημείωσαν πως αυτά είναι τα αποτελέσματα της πολιτικής Παπανδρέου. Οσο για την κυβέρνηση, περιορίστηκε να σημειώσει πως δεν έχουν και τόση σημασία γκάλοπ που γίνονται 4 μήνες μετά τις εκλογές και σε μια άσχημη για την κυβέρνηση συγκυρία.
Κάθε πλευρά πιάστηκε από μια πλευρά, αυτή που τη βολεύει, και με το γνωστό τρόπο της αστικής πολιτικής προσπάθησε να την κάνει κυρίαρχη. Οι δυνάμεις του δικομματισμού, όμως, έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν και να αναζητούν τρόπους αναστροφής των εξελίξεων. Εξίσου ανησυχούν οι κύκλοι της πλουτοκρατίας που διαμορφώνουν τις εξελίξεις. Το δικομματικό σύστημα έχει προσφέρει πολιτική σταθερότητα από το 1974 και μετά, η οικονομική κρίση αγκαλιάζει και πάλι τον παγκόσμιο καπιταλισμό και δεν θα ήθελαν περιπέτειες με συμμαχικά σχήματα, διαδοχικές εκλογές και τα παρόμοια.
Πόσο σημαντική είναι, όμως, από κοινωνική άποψη αυτή η εξέλιξη; Θα πούμε καθόλου, ώστε μέσα από μια τραβηγμένη απολυτότητα να μπορέσουμε να επικεντρωθούμε στο κύριο. Εχουμε (όχι για πρώτη φορά) ένα φαινόμενο εκτόνωσης στην κάλπη. Και μάλιστα σε μια εικονική κάλπη. Κανείς δε μπορεί να πει πως η εικόνα θα είναι η ίδια και όταν στηθεί η πραγματική κάλπη. Η πείρα του παρελθόντος δείχνει το αντίθετο. Η σημερινή κυβέρνηση, μάλιστα, τροποποιώντας τον εκλογικό νόμο (10 επιπλέον έδρες στο πρώτο κόμμα, αλλά όχι σε συνασπισμό κομμάτων), υπηρετεί τη σταθερότητα του συστήματος. Και με μικρότερο ποσοστό, το πρώτο κόμμα θα μπορεί να κυβερνήσει άνετα.
Η «στροφή προς τ’ αριστερά», που δείχνει η εικονική κάλπη του γκάλοπ, πόσο αντιστοιχίζεται με «στροφή προς τ’ αριστερά» σε κοινωνικό επίπεδο; Θα ήταν λάθος να απολυτοποιηθεί η πραγματική επιτυχημένη απεργία της 12ης Δεκέμβρη για το Ασφαλιστικό, γιατί παραδείγματα τέτοιων ξεσπασμάτων είχαμε και στο παρελθόν, τα οποία όμως δεν είχαν την ανάλογη συνέχεια. Προς το παρόν, εκείνο που με σιγουριά μπορεί να πει κάποιος είναι πως η λογική της «ανάθεσης» ζει και βασιλεύει και εκφράζεται και στα γκάλοπ. Η φιλολογία, μάλιστα, περί «αριστερής στροφής», η οποία μετριέται αποκλειστικά με κριτήρια ψήφου, όχι μόνο δεν χτυπά την παραλυτική λογική της «ανάθεσης», αλλά την ενισχύει. Καλλιεργεί την ηττοπάθεια, βγάζει τους ταξικούς αγώνες αναποτελεσματικούς και αναγορεύει τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες σε ανώτατη μορφή της ταξικής πάλης.
Π.Γ.