Ιδού και πάλι η διάκριση ανάμεσα στην πολιτική και την ποινική ευθύνη. Σφάζονται τα κοινοβουλευτικά κόμματα για να τη θεμελιώσουν θεωρητικά και να την εφαρμόσουν πρακτικά. Οι μεν θεωρούν ότι Παπανδρέου και Βενιζέλος έχουν μόνο πολιτική ευθύνη στην υπόθεση του χειρισμού της λίστας Λαγκάρντ, διότι στην πραγματικότητα δεν τη χειρίστηκαν. Ο μεν πρώτος δεν την πήρε καν στα χέρια του, ο δε δεύτερος την παρέλαβε ήδη παραποιημένη.
Οι δε θεωρούν ότι υπάρχουν ποινικές ευθύνες, στον μεν Βενιζέλο διότι χειρίστηκε τη λίστα, στον δε Παπανδρέου διότι γνώριζε την ύπαρξή της και συγκατένευσε στους ποινικά κολάσιμους χειρισμούς των υπουργών του. Οσοι έχουν αυτή την άποψη είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στα επιχειρήματά τους και επιστρατεύουν τους καλύτερους νομικούς που διαθέτουν στα επιτελεία τους, προκειμένου ν’ αποδείξουν ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ποινικά κολάσιμης συμπεριφοράς εκ μέρους των Βενιζέλου και Παπανδρέου. Διαρρηγνύουν μάλιστα τα ιμάτιά τους όταν τους κατηγορούν ότι ερμηνεύουν αυθαίρετα και διασταλτικά την έννοια της ποινικής ευθύνης, ποινικοποιώντας την άσκηση των πολιτικών καθηκόντων των συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων. Διαβεβαιώνουν ότι δέχονται τη διάκριση πολιτικής και ποινικής ευθύνης και ότι σε καμιά περίπτωση δεν την παραβιάζουν.
Αν σχολιάζουμε το ζήτημα είναι γιατί στα δικαστήρια που δικάζουν πολιτικούς αντιπάλους όλων αυτών των κυρίων, στα σύγχρονα έκτακτα στρατοδικεία ή τρομοδικεία, κάθε φορά που ακούγεται από μέλη οργανώσεων του αντάρτικου πόλης δήλωση ανάληψης της πολιτικής ευθύνης, αντιμετωπίζεται με προσποιητή απορία (στην καλύτερη περίπτωση) ή με οργή (στην πλέον τραβηγμένη). «Τι θα πει πολιτική ευθύνη;», ρωτάνε δήθεν με απορία εισαγγελείς και δικαστές, σαν να μην έχουν ξανακούσει αυτές τις λέξεις, σαν να μην τις χρησιμοποιεί συνεχώς το σύστημά τους, όταν βρίσκεται αντιμέτωπο με ενέργειες και παραλείψεις κυβερνητικών στελεχών, οι οποίες παραβιάζουν κατάφορα τον ποινικό κώδικα.
Είναι προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με δυο μέτρα και δυο σταθμά. Οταν πρόκειται για τους δικούς τους ανθρώπους, διαστέλλουν στο άπειρο την έννοια της πολιτικής ευθύνης και εξαφανίζουν την ποινική ευθύνη, ενώ όταν πρόκειται για πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος, εξαφανίζουν την έννοια της πολιτικής ευθύνης και διαστέλλουν την ποινική ευθύνη έτσι που να χωράει τα πάντα. Να χωράει ακόμα και πράξεις για τις οποίες δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ατομικής εμπλοκής των συλληφθέντων πολιτικών αντιπάλων. Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης των τελευταίων για τη συμμετοχή τους σε κάποια πολιτική οργάνωση αντάρτικου πόλης οδηγεί στο «ένοχοι για τα πάντα», με κατάργηση μιας βασικής έννοιας του ποινικού δικαίου που είναι η εξατομίκευση της πράξης.
Αυτό γίνεται για δυο λόγους. Πρώτο, επειδή θέλουν να αποπολιτικοποιήσουν το αντάρτικο πόλης, να το παρουσιάσουν σαν συμμορίτικη, αντικοινωνική δράση. Δεύτερο, επειδή θέλουν να επιβάλουν πολύ βαριές καταδίκες. Δεν τους φτάνει η συμμετοχή στις οργανώσεις, την οποία με περηφάνεια παραδέχονται αυτοί που αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη, θέλουν καταδίκες και για τις μαχητικές ενέργειες των οργανώσεων, για τις οποίες δεν έχουν κανένα στοιχείο. Γι’ αυτό και μετατρέπουν την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης σε «ομολογία ενοχής» για κάθε πράξη των κατηγορητηρίων.
Ολ’ αυτά γίνονται εξαιρετικά επίκαιρα, ενόψει των δύο εν εξελίξει τρομοδικών για τον ΕΑ και τη ΣΠΦ.
Π.Γ.