Ευτυχώς που υπήρξε η κουτουλιά του Ζινεντίν Ζιντάν στο στήθος του Ματεράτσι για να δώσει ενδιαφέρον στο χειρότερο (από άποψη ποδοσφαιρικού θεάματος) Μουντιάλ των τελευταίων δεκαέξι χρόνων. Αλλά και να τροφοδοτήσει μια σπασμωδική φιλολογία περί προτύπων και συμπεριφορών. Βλέπετε, έτσι όπως είχαν εξελιχτεί τα πράγματα, η καπιταλιστική συμμορία που διευθύνει το παγκόσμιο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, είχε σχεδιάσει ένα παγκόσμιο πρωτάθλημα με άξονα τον αρχηγό της γαλλικής εθνικής ομάδας. Η «κακιά στιγμή», η καλοστημένη προβοκάτσια του παμπόνηρου Ιταλού και το ξύπνημα του αλγερίνου πιτσιρίκου που μεγάλωσε στις φτωχογειτονιές της Μασσαλίας, τους χάλασε προς στιγμή τη φιέστα. Το διαπίστωνες στα σχόλια εκείνου του αφασικού και αγράμματου επικεφαλής του αθλητικού τμήματος της ΝΕΤ, που έκανε τη μετάδοση στα ελληνικά. Το έβλεπες στους απαξιωτικούς για τον Ζιντάν τίτλους των μεγαλύτερων πολιτικών και αθλητικών εφημερίδων της Γαλλίας.
Το ποδόσφαιρο, αυτό το «μπαλέτο της εργατικής τάξης», δεν είναι μόνο μπίζνα. Είναι και ιδεολογία, είναι και μέσο χειραγώγησης των μαζών. Είναι τεράστια η επικοινωνιακή του δύναμη. Ο Ζιντάν, το φτωχόπαιδο από τους μαγκρεμπίνικους μαχαλάδες του μεγάλου λιμανιού, έχει φροντίσει να σκοτώσει μέσα του την ίδια του την καταγωγή. Γι’ αυτό και είναι αποδεκτός από το σύστημα. Εχει μετατραπεί σε πρότυπο του «πολιτικώς ορθού». Αυτού που ποτέ δεν ήταν (και μάλλον δε θα γίνει) το ποδόσφαιρο. Για μια στιγμή ξέχασε αυτό που είναι και έγινε αυτό που ήταν: το αλάνι της Μασσαλίας, που απαντάει με πρόκληση στην πρόκληση, με κουτουλιά στη χοντρή βρισιά. Θες η κούραση, θες ο πονεμένος ώμος, θες το γκολ που δευτερόλεπτα πριν του «έκλεψε» ο Μπουφόν, θες η δίψα για το τρόπαιο που τόσο ήθελε, όλ’ αυτά θόλωσαν το νου και οδήγησαν στο… μοιραίο. Στην κίνηση που απέδειξε ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι σπορ για μπούληδες της καλής κοινωνίας, αλλά για σκληροτράχηλα φτωχόπαιδα, που μεγάλωσαν τρώγοντας χώμα και αίμα.
Ο Ζιντάν για μια στιγμή έπαψε να είναι η σύγχρονη εκδοχή του Πελέ και του Μπεκενπάουερ, που από την αρχή του Μουντιάλ τού φιλοτεχνούσαν την αγιογραφία, ως καλοί μάνατζερ της επιχείρησης «ποδόσφαιρο και ιδεολογία», και έγινε εκδοχή του Μαραντόνα. Του «χρυσού παιδιού» που πνιγμένο στα προσωπικά του πάθη εξακολουθεί να βγάζει τη γλώσσα στους μπίζνεσμαν του ποδόσφαιρου, να «χτυπάει» τον Τσε τατουάζ στο μπράτσο και να αρνείται να πάρει μέρος στις φιέστες τους, προτιμώντας αντί για τη θέση που τον περίμενε κοστουμαρισμένο στην εξέδρα των επίσημων, μια θέση στην εξέδρα των ανώνυμων, με μια φανέλα της Αργεντινής φορεμένη κι άλλη μια στο χέρι για να την ανεμίζει σαν σημαία.
Ηταν έτοιμοι να μη συγχωρήσουν στο Ζιντάν τη στιγμιαία παρεκτροπή. Μυρίστηκαν, όμως, στον αέρα τη λαϊκή ετυμηγορία. Ο κόσμος ήταν με το Ζιντάν. Οχι μόνο στη Γαλλία, αλλά παντού στον πλανήτη. Ακόμα και οι οπαδοί της Ιταλίας. Πρωτίστως γιατί είναι παιχταράς. Και γιατί ξέρουν πως το ποδόσφαιρο έχει τη δική του ηθική. Και κανόνες δικαίου: Χτύπησες αντίπαλο; Αποβάλλεσαι. Ως εκεί. Τα υπόλοιπα είναι ιδεολογία, δηλαδή ψευδής συνείδηση, μ’ άλλα λόγια υλικό για χειραγώγηση. Επειδή, λοιπόν, μυρίστηκαν τις απόψεις του κόσμου, έκαναν πρώτοι τη στροφή. Και άρχισαν αυτοί τις κοινωνιολογικές αναλύσεις, χρησιμοποιώντας το υλικό που θα χρησιμοποιούσαμε εμείς. Ξέρετε γιατί; Γιατί ο Ζιντάν ποτέ δεν είναι και ποτέ δε θα γίνει Μαραντόνα. Εχασε στιγμιαία τον επαγγελματικό του έλεγχο και την αμέσως επόμενη στιγμή άρχισε να ετοιμάζει την επιστροφή του στη χορεία των εξαγορασμένων πρώην φτωχόπαιδων.
Π.Γ.