Δύο εισαγγελείς του Πειραιά, αρμόδιες για τις φυλακές Κορυδαλλού, είναι υπόλογες έναντι της υπηρεσίας τους με βαρύτατες κατηγορίες, διότι συμφώνησαν στη χορήγηση αδειών στον Χριστόδουλο Ξηρό. Η διαταγή δόθηκε από ψηλά (από την εισαγγελία του Αρείου Πάγου, δηλαδή από την κυβέρνηση) και η προκαταρκτική εξέταση διεκπεραιώθηκε τάχιστα από τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιά και η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διέταξε αμέσως να κινηθεί η πειθαρχική διαδικασία, διότι υπέπεσαν σε πειθαρχικό παράπτωμα που αντίκειται στις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από το σύνταγμα και το νόμο και θίγει σοβαρά το κύρος της Δικαιοσύνης.
Ακόμη και υπόψη πρωτοετούς της Νομικής να θέσεις τα δεδομένα της υπόθεσης, θα σου απαντήσει ότι μάλλον για υπερβολική σκληρότητα και κατασταλτική εφαρμογή του νόμου θα έπρεπε να κατηγορηθούν οι εισαγγελείς που χειρίστηκαν αιτήματα αδειών του Χρ. Ξηρού και άλλων πολιτικών κρατούμενων τα τελευταία χρόνια. Ο νόμος προβλέπει τη χορήγηση άδειας, ανεξάρτητα από το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ένας κρατούμενος. Μοναδικό κριτήριο για τη χορήγηση της άδειας είναι η συμπεριφορά εντός της φυλακής (να μην έχει πειθαρχικά αδικήματα).
Οταν συμπλήρωσαν το όριο των οχτώ χρόνων, οι καταδικασμένοι σε ισόβια πολιτικοί κρατούμενοι άρχισαν να υποβάλλουν αιτήσεις για άδεια, όπως δικαιούνταν. Οι πρώτες αιτήσεις πήγαν στα σκουπίδια. Στις επόμενες συναινούσε μεν η φυλακή (διευθυντής και κοινωνικός λειτουργός), έθεταν όμως βέτο οι εισαγγελείς, οπότε τα αιτήματα απορρίπτονταν (ο νόμος έχει τροποποιηθεί επί τα χείρω, δίνοντας δικαίωμα βέτο μόνο στον εισαγγελέα). Οι εισαγγελείς, ετσιθελικά, παραβίαζαν το νόμο. Μια χούφτα αλληλέγγυοι στους πολιτικούς κρατούμενους διαμαρτυρόμασταν τότε, αλλά η φωνή μας πνιγόταν στο πέλαγος της αδιαφορίας.
Οταν οι εισαγγελείς ενέκριναν τις άδειες, συμφωνώντας με τη φυλακή, που πάντοτε ξέρει καλύτερα τα σχετικά μ’ έναν κρατούμενο, αποκαταστάθηκε εν μέρει η νομιμότητα (εν μέρει γιατί στον Δ. Κουφοντίνα π.χ. δεν ενέκριναν ποτέ άδεια). Αυτοί που εγκρίνουν τις άδειες δεν μπορεί να βρίσκονται στο μυαλό ενός κρατούμενου. Δεν μπορούν να ξέρουν αν ο κρατούμενος στην έβδομη άδεια θ’ αποφασίσει να μην επιστρέψει. Ο ίδιος ο θεσμός της άδειας εμπεριέχει αυτό το ρίσκο, έχει θεσπιστεί όμως για λόγους που έχουν να κάνουν με την εκτόνωση της έντασης μέσα στη φυλακή.
Η άσκηση δίωξης ενάντια στις δύο εισαγγελείς αποτελεί μια τρομοκρατική πράξη με πολλούς αποδέκτες. Στέλνεται, ασφαλώς, ένα μήνυμα τρόμου σε όλο τον ελληνικό λαό, την ίδια στιγμή όμως στέλνεται και ένα μήνυμα στο εσωτερικό του δικαστικού μηχανισμού. Απαιτούν απ’ αυτό το μηχανισμό να κονιορτοποιήσει κάθε έννοια δικαιώματος, να είναι ανελέητος, να ασκεί τα καθήκοντά του με την πιο κατασταλτική ερμηνεία που μπορεί να δώσει στο νομικό σύστημα, να περιφρονεί την αλήθεια χάριν της πολιτικής σκοπιμότητας, να προχωρά ακόμη και σε ωμές καταπατήσεις των νόμων όταν αυτό απαιτεί η πολιτική σκοπιμότητα.
Δικαστές και εισαγγελείς δεν υπήρξαν ποτέ όαση δικαιοσύνης σ’ ένα άδικο σύστημα, όπως αρέσκονται να αυτοπαρουσιάζονται. Κάποιες φορές, όμως, προσπαθούσαν να είναι τουλάχιστον νομότυποι. Αυτό το… κόμπλεξ τους ζητούν τώρα να ξεπεράσουν, με την απειλή ότι αν δεν το κάνουν θα βρεθούν υπό διωγμό. Ηδη, στη δίκη του Τ. Θεοφίλου, όπως θα διαβάσετε στο ρεπορτάζ σε άλλες σελίδες της «Κ», η εισαγγελέας, περιφρονώντας προκλητικά όσα προέκυψαν στην ακροαματική διαδικασία, πρότεινε ενοχή κατά το κατηγορητήριο. Εσπευσε να προσαρμοστεί αμέσως στη νέα «γραμμή», που απαιτεί οι δίκες να γίνονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Αντιτρομοκρατικής.
Π.Γ.