«Γλείφοντας τον λαό» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος ενός σατιρικού αναγνώσματος για τη στάση των αστικών κομμάτων μετά το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. Ολοι είναι έτοιμοι να ξεχάσουν τον εθνικοφασιστικό οχετό που εξέμεσαν από του βήματος οι ομιλητές της σύναξης, τα καρναβάλια, τους απόστρατους λοκατζήδες, τα συνθήματα για τους «Γυφτοσκοπιανούς» και τον «τρελό τον στρατηγό» και να υποκλιθούν στα αγνά αισθήματα του λαού, που όχι μόνο αποδέχτηκε όλο αυτό το εθνικιστικό τσίρκο, αλλά το χειροκροτούσε κιόλας.
Για μας ο λαός δεν έχει πάντα δίκιο. Οταν ο λαός σέρνεται κάτω από ξένες σημαίες, όταν υποστηρίζει άδικους πολέμους, όταν ζητά αφιονισμένος να τσαλαπατηθούν οι εθνικές ευαισθησίες ενός άλλου λαού, όταν αποθεώνει φασίστες καραβανάδες και δεσποτάδες, δεν έχει δίκιο αλλά άδικο. Οπως είχε άδικο όταν στήριζε τον Μουσολίνι, τον Χίτλερ και τον Φράνκο. Και στο κάτω-κάτω, δεν ήταν όλος ο λαός εκεί. Ενα τμήμα του ήταν.
Φυσικά, ο λαός παρασύρεται και στρέφεται -χωρίς να το καταλαβαίνει- ενάντια στα συμφέροντά του. Χρέος μας είναι να το επισημαίνουμε, παρουσιάζοντάς του την αλήθεια, και όχι να τον γλείφουμε. Εγκλειστη στη φυλακή Μπρεσλάου, διαρκούντος του πρώτου παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου, η Ρόζα Λούξεμπουργκ εξομολογούνταν τις σκέψεις της σε μια επιστολή προς τη στενή της φίλη Σόνια Λίμπκνεχτ. Η ιδιωτικότητα της επιστολής επέτρεψε στη Ρόζα μια ελευθεριότητα που μάλλον δε θα την είχε σ' ένα κείμενο προορισμένο για δημοσίευση.
«Ξέρεις Σονίτσκα, όσο περισσότερο διαρκεί αυτό, κι όσο περισσότερα είναι τα αισχρά και τερατώδη που συμβαίνουν κάθε μέρα, ξεπερνώντας όλα τα μέτρα και τα όρια, τόσο πιο ήρεμη και δυνατή γίνομαι μέσα μου. Είναι όπως όταν κάποιος βρίσκεται απέναντι σ’ ένα φυσικό στοιχείο, σ’ ένα μπουρίνι, σε μια πλημμύρα, σε μια έκλειψη ηλίου, που δεν μπορεί να τα αντιμετωπίσει με ηθικά μέτρα, αλλά πρέπει μόνο να τα εξετάσει σαν κάτι το δεδομένο, σαν αντικείμενο της προόδου και της γνώσης.
Τελικά δεν έχει νόημα να οργίζεσαι και να επαναστατείς ενάντια σ’ όλη την ανθρωπότητα. Αυτοί είναι προφανώς οι μόνοι αντικειμενικοί εφικτοί δρόμοι της Ιστορίας και θα πρέπει να τους ακολουθήσει, χωρίς όμως να κάνει λάθος στην κύρια κατεύθυνση. Εχω την αίσθηση ότι όλος αυτός ο ηθικός βούρκος πάνω στον οποίο περπατάμε, αυτό το μεγάλο τρελοκομείο που ζούμε, απ’ τη μια μέρα στην άλλη θα μετατραπεί -σαν να το άγγιξε μια μαγική ράβδος- σε κάτι απίστευτα μεγάλο και ηρωικό. Κι αν ο πόλεμος κρατήσει μερικά χρόνια ακόμα – όχι μόνο μπορεί, αλλά πρέπει να γίνει αυτό.
Τότε, αυτοί ακριβώς οι ίδιοι άνθρωποι, που τώρα προσβάλλουν μπροστά στα μάτια μας το όνομα άνθρωπος, θα προχωρήσουν με ηρωισμό μπροστά, όλα τα σημερινά θα σβηστούν, θα εξολοθρευτούν, θα ξεχαστούν σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Αυτή η σκέψη μου φέρνει άμετρη χαρά και την ίδια στιγμή μέσα μου υψώνεται μια φωνή που ζητάει αντίποινα και τιμωρία: Πώς θα μπορούσαν να ξεχαστούν και να μείνουν ατιμώρητες όλες αυτές οι παλιανθρωπιές; Και αυτό το σημερινό κατακάθι της ανθρωπότητας, πώς μπορεί να προχωρήσει αύριο με υψωμένο κεφάλι, και πιθανά στεφανωμένο με δάφνες, στα ύψη της ανθρωπότητας και να βοηθήσει στην πραγματοποίηση των υψηλότερων ιδανικών; Αλλά έτσι είναι η Ιστορία.
Θυμάμαι ακόμα, όταν ως φοιτήτρια στην Ζυρίχη διάβαζα με καυτά δάκρυα το βιβλίο του καθηγητή Ζίμπερς που περιέγραφε την συστηματική εκδίωξη και καταστροφή των ερυθρόδερμων της Αμερικής από τους Ευρωπαίους. Κι έσφιγγα τις γροθιές μου από απόγνωση , όχι μόνο για το ότι ήταν εφικτό κάτι τέτοιο, αλλά γιατί όλα αυτά έμειναν ατιμώρητα, χωρίς εκδίκηση και αντίποινα. Ετρεμα από τον πόνο, γιατί όλοι αυτοί οι Ισπανοί, οι Αγγλοαμερικάνοι έχουν προ πολλού πεθάνει και σαπίσει και δεν μπορούν να ξαναναστηθούν για να ζήσουν πάνω τους όλα αυτά τα μαρτύρια που έκαναν στους Ινδιάνους. Αλλά αυτά είναι παιδαριώδεις αντιλήψεις, κι έτσι οι σημερινές αμαρτίες και όλη η προστυχιά θα χαθούν στην ανακατωσούρα των ανεξόφλητων λογαριασμών της Ιστορίας, και σύντομα θα είναι όλοι πάλι “ένας ενωμένος λαός από αδέρφια“».
Π.Γ.
Τελευταία Νέα :